Ολόκληρο το 2024 ο Κώστας Σκανδαλίδης, απαλλαγμένος από τα βάρη της ενεργού πολιτικής, έγραφε. Ο κόπος του αποτυπώθηκε σε 400 σελίδες, οι οποίες «δέθηκαν» σε ένα βιβλίο ελάχιστα πολιτικό, όπως μαρτυρά και ο τίτλος του, «Το βιολί του παπα-Γιώργη» (εκδόσεις Καστανιώτη), που θα παρουσιαστεί στις 19 Μαρτίου στην Παλιά Βουλή.
Το βιβλίο του Κώστα Σκανδαλίδη «Το βιολί του παπα-Γιώργη» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη
Ο παπα-Γιώργης ήταν ο πατέρας του, μια πολυπράγμων και καλλιτεχνική φυσιογνωμία, περιορισμένη στη φτωχική και αγροτική Κω, την οποία ο Σκανδαλίδης μάς τη συστήνει όπως ήταν τις δεκαετίες του 1950 και του 1960 που εκείνος θυμάται. Η εξιστόρηση σταματά στην ηλικία των 16 ετών, όταν ο πατέρας χάθηκε και ο Κωνσταντής, το μικρότερο παιδί της εξαμελούς οικογένειας, αναγκάστηκε να γίνει Κώστας, όπως γράφει.
Η ιδέα για αυτό το βιβλίο δεν ήταν καινούργια. Σε μια επίσκεψή του στην Αλβανία τη δεκαετία του ’90 ο Σκανδαλίδης συνάντησε τον Αναστάσιο και μεταξύ άλλων του μίλησε για τον πατέρα του. Αργότερα, όταν ο Αναστάσιος επισκέφθηκε την Αθήνα, πέρασε από το γραφείο του Σκανδαλίδη για καφέ και πάνω στην κουβέντα τον παρότρυνε: «Θα μου κάνεις μια χάρη; Γράψε για τον πατέρα σου και για το νησί, ώστε να μάθουν όλοι για την προσφορά του λαϊκού κλήρου». Ο σπόρος φώλιασε, αλλά χρειάστηκε να περάσουν πάνω από 30 χρόνια για να δώσει καρπό.
«Να δώσουν ελπίδα στους απεγνωσμένους»
Πώς ήταν αυτός ο τόσο πρόωρα χαμένος πατέρας και ιερέας στην Αγία Παρασκευή, στην πιο λαϊκή ενορία της Κω, πριν από τον σεισμό του 1933 και για αρκετά χρόνια μετά;
Ο παπα-Γιώργης δεν ήταν μόνο ο ιερέας της ενορίας του, «εκπροσωπούσε και ευρύτερα τον λαϊκό κλήρο, μια τάξη ανθρώπων επιφορτισμένων με το χρέος να συντρέχουν, να συμπάσχουν, για να απαλύνουν την ανθρώπινη ταλαιπωρία από όπου και αν προέρχεται, να δώσουν ελπίδα στους απεγνωσμένους αλλά και σε αυτούς που αποζητούσαν ένα καλύτερο αύριο».
Στο σπίτι «δεν ήταν παιδαγωγός, δεν ήταν αυστηρός ή συναινετικός, δεν ήταν δεσποτικός ή φιλικός». «Ο Κωνσταντής δεν τον θυμάται να έχει εξομολογηθεί έστω και μία φορά. Του έκανε μάλιστα εντύπωση πως ο ίδιος, παρά τη σχέση με τους ενορίτες του, δεν εξομολογούσε ποτέ. Οταν αργότερα του έθεσε ευθέως το ερώτημα, η απάντησή του ήταν αφοπλιστική: Δεν νιώθω ικανός να κρίνω τους άλλους». Ωστόσο, όταν τελείωνε η λειτουργία καθόταν έξω από την εκκλησία και συζητούσε με τους ενορίτες του όσα τους απασχολούσαν.
Ηταν θαυμαστός ψάλτης και ενώ ήταν παπάς «προτιμούσε αντί να ιερουργεί να ανεβαίνει στο δεξιό ψαλτήρι για να νιώθει τη μέθεξη που προσφέρουν οι ήχοι και οι λέξεις»
Ο παπα-Γιώργης ήταν τελειομανής, απόφοιτος του Σχολαρχείου αλλά με γνώσεις που φανέρωναν βαθιά μορφωμένο άνθρωπο. Μόνος του μορφώθηκε, διαβάζοντας εντατικά, μόνος έμαθε βυζαντινή μουσική και μάλιστα «αποτόλμησε να γράψει τη δική του εκδοχή, σε ένα μικρό τετράδιο, για ύμνους που του προκαλούσαν θαυμασμό, όπως το Δοξαστικό του Ασώτου σε ήχο πλάγιο δεύτερο και αυτό των Αγίων Πάντων σε πλάγιο τέταρτο στη βυζαντινή μουσική κλίμακα».
Πολύ αργότερα ο γιος του έδειξε το μικρό τετράδιο στον Ταλιαδώρο, τον πρωτοψάλτη της Αγίας Σοφίας Θεσσαλονίκης και εκείνος «τον διαβεβαίωσε ότι όχι μόνο δεν είχε λάθη, αλλά είχε σωστό και το βυζαντινό μέλος». Ο Σκανδαλίδης τον θυμάται να βάζει «τη βελόνα του μεγάλου παλιού ραδιοφώνου στο Τρίτο Πρόγραμμα, να ακούει κλασική μουσική, συναυλίες και όπερες» και να μονολογεί «πόσο θα ήθελα να ήμουν στην Αθήνα, να πάρω την άδεια από τον Δεσπότη και να βρεθώ στη λυρική σκηνή…».
Ηταν θαυμαστός ψάλτης, και ενώ ήταν παπάς «προτιμούσε αντί να ιερουργεί να ανεβαίνει στο δεξιό ψαλτήρι για να νιώθει τη μέθεξη που προσφέρουν οι ήχοι και οι λέξεις». Επίσης, ήταν και δεξιοτέχνης του βιολιού, «στα πανηγύρια και στις γιορτές της Καρδάμενας η δοξαριά του ακουγόταν σε όλο το κορδόνι που έβλεπε το πέλαγος».
Στο πανηγύρι της Παναγιάς «μπορούσε στο ίδιο κομμάτι, στον ίδιο χορό να εκτελέσει ακόμα και οκτώ παραλλαγές, για να χορέψουν διαδοχικά οι πρώτοι και καλύτεροι οκτώ χορευτές του χωριού». Νεότερος ζωγράφιζε βιτρό και κεραμικά, ήταν καλλιγράφος και προτού γίνει παπάς έραβε άμφια κυνηγώντας ένα πρόσθετο εισόδημα για τη δύσκολη ανατροφή των τεσσάρων παιδιών του. Ο Σκανδαλίδης τον περιγράφει ως «κοσμοκαλόγερο» και παράλληλα ως έναν «πραγματικό δημιουργό, που ενώ βίωνε μέχρι το μεδούλι του τον πλούτο του αρκετού, είχε ταυτόχρονα την αρετή του ανικανοποίητου» – ένα «υπόδειγμα ζωής» για εκείνον.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’60 η ζωή του άλλαξε με πολλούς τρόπους. Το νησί άρχισε να αναπτύσσεται τουριστικά, και ενώ παλαιότερα υποδεχόταν ελληνικές οικογένειες μεσαίων εισοδημάτων που ήθελαν να κάνουν φθηνές διακοπές, άρχισε να δέχεται ξένους τουρίστες. Χτίζονται ξενοδοχειακές μονάδες, η πόλη επεκτείνεται χωρίς σχέδιο προς κάθε κατεύθυνση, το εύκολο κέρδος εκτοπίζει την οικιακή οικονομία, τα εργοστάσια ντοματοπολτού κλείνουν.
«Μαζί με την πόλη που αλλάζει, αλλάζουν και τα πράγματα στο σπίτι του παπα-Γιώργη», τα παιδιά μεγαλώνουν και αρχίζουν να βρίσκουν τον δρόμο τους μέσα από τις σπουδές τους, και ξαφνικά ο θάνατος του πατέρα κλείνει απότομα το κεφάλαιο της αθωότητας.
Το «πολιτικό σχολείο» στην «ΕΒΓΑ ο Θόδωρος»
Οι επόμενες σελίδες γράφονται στην Αθήνα, μέσα στη δικτατορία και σε μια συγκεκριμένη γειτονιά, γωνία Μιχαλακοπούλου και Κερασούντος, στην «ΕΒΓΑ ο Θόδωρος», σημείο αναφοράς για την περιοχή.
Σε αυτό το μικρό κρητικό καφενείο ο 18χρονος μαθητής της Εκτης Γυμνασίου, με «τη Χούντα στο αποκορύφωμά της και το αστυνομικό κράτος στα καλύτερά του», αντιλαμβάνεται ότι «ένα νέο είδος αντίστασης αρχίζει να παίρνει μορφή». «Κεντρώοι, κομμουνιστές, συντηρητικοί, ακόμα και συμπαθούντες λόγω καταγωγής και οικογενειακής παράδοσης το καθεστώς, χωρίς να έχουν αποδεδειγμένα καμία σχέση μαζί του, σύχναζαν στο μικρό καφενείο» για πολιτική συζήτηση. «Απέναντι από το καφενείο ήταν μόνιμα σταθμευμένο ένα όχημα της αστυνομίας. Ηταν κοινό μυστικό ότι παρακολουθούσε ένα διαμέρισμα στην απέναντι πολυκατοικία, όπου έμενε η Ιωάννα με τη δυναμική αντιδικτατορική δράση στο φοιτητικό κίνημα. Κάποια μέρα το περιπολικό εξαφανίστηκε από τη γειτονιά και κυκλοφόρησε από στόμα σε στόμα η φήμη ότι την Ιωάννα την είχαν συλλάβει και τη βασάνιζαν στο ΕΑΤ-ΕΣΑ. Ενα πρωινό εμφανίστηκε στο καφενείο, ερχόμενος από την Κρήτη, ο πατέρας της αλαφιασμένος, γιατί τον ειδοποίησαν ότι η κόρη του μάλλον δεν ζει».
Ο Σκανδαλίδης δεν ξέχασε ποτέ ούτε το βουβό κλάμα ούτε την ανακούφισή του όταν επέστρεψε στο καφενείο από το ΕΑΤ-ΕΣΑ γνωρίζοντας ότι η κόρη του είναι ζωντανή. «Είναι από τις στιγμές που ξαφνικά σε μεγαλώνουν, αποκτάς με τρόπο βίαιο συναίσθηση των πραγμάτων, φεύγεις από τον κόσμο που ο ίδιος έπλαθες για χρόνια και συνειδητοποιείς την άγρια τροπή που μπορεί να πάρει η ζωή σου». Ο Σκανδαλίδης θεωρεί ότι αφυπνίστηκε πολιτικά στην ΕΒΓΑ, αλλά με εσωτερικές διαδικασίες που έφεραν το ενστάλαγμα του πατρικού υποδείγματος.
Ο Κώστας Σκανδαλίδης αυτοβιογραφείται: «Γράψε για τον πατέρα σου και για το νησί»
This Post Has 0 Comments