Αποσπάσματα βιβλίου ‘Δρόμος για την Ευημερία’
αντί προλόγου…
Έχω ισχυρή και βαθειά πεποίθηση ότι οι Έλληνες και η Ελλάδα βρισκόμαστε σε μια από τις καλύτερες εποχές μας.
Βγαίνουμε οριστικά από ένα ιστορικό κύκλο χωρίς νέες ήττες και τραγωδίες με τις πιο ευνοϊκές προϋποθέσεις και μπορούμε να ανοίξουμε με αίσθημα ασφάλειας, ένα νέο. Είναι η ώρα μπροστά στη στροφή που σηματοδοτεί το 2000 να αφήσουμε πίσω μας οριστικά όσα έχουν διαγράψει και ολοκληρώσει τον κύκλο τους. Να πάρουμε μαζί μας όσα πηγάζουν από τις καλύτερες παραδόσεις μας, είναι αναγκαία και αντέχουν διαχρονικά και στη νέα εποχή. Να επινοήσουμε και να κατοχυρώσουμε τα πραγματικά καινούρια που μπορούν να εκφράσουν την ποιότητα στη ζωή μας, την πρόοδο στη χώρα μας, το δημιουργικό αύριο στον πλανήτη.
Στην προσπάθεια μου να αναζητήσω τους δρόμους που θα μπορούσαν, όπως προσωπικά πιστεύω, να οδηγήσουν στην ατομική και τη συλλογική Ευ-ημερία, το στόχο και το όραμα της σύγχρονης και επίκαιρης σοσιαλιστικής πρότασης, να οδηγήσουν την Ελλάδα από τον κύκλο της Μεταπολίτευσης στον κύκλο της Ευ-ημερίας, οργάνωσα μια ομιλία στις 22 Οκτωβρίου στην Αθήνα. Η ανταπόκριση του χώρου μας, των συντρόφων και των φίλων που με τίμησαν με την παρουσία τους και κυρίως όσων από αυτούς συζήτησαν το περιεχόμενο της μαζί μου από πριν, με παρακίνησε να επεκτείνω, να συμπληρώσω, να κάνω πιο συγκεκριμένο και να εκδώσω αυτό το κείμενο.
Θεωρείστε το και ως προσωπική μου δέσμευση για το παρόν και το μέλλον.
Νέα Πνοή στο Όραμα…
Eλάχιστες ημέρες, μόλις, μας χωρίζουν από τη στροφή του αιώνα, την αυγή της νέας χιλιετίας.
Ο πλανήτης, η Ευρώπη, η πατρίδα μας, εμείς, ο καθένας ξεχωριστά, μπροστά στις ραγδαίες αλλαγές που συντελούνται στεκόμαστε γεμάτοι από Ελπίδα αλλά και Φόβο. Για το δυνατό να συμβεί και το αβέβαιο συνάμα.
Είναι καιρός στοχασμού και αυτογνωσίας. Καιρός που οριοθετούνται διαδρομές πέρα από τους ορίζοντες της αυριανής μέρας. Καθένας μας, όλοι οι Έλληνες θέλουμε και μπορούμε να υποδεχτούμε το ιστορικό ορόσημο 2000 με αυτοπεποίθηση και αισιοδοξία. Να βάλουμε τη δική μας σφραγίδα. Είναι το Χρέος μας απέναντι στην πατρίδα που με τη δική μας προσπάθεια και τους κόπους και τις θυσίες του λαού μας πορεύεται προς τα εμπρός με βήματα σίγουρα και προοδευτικά. Είναι το Χρέος μας απέναντι στις αξίες, τη διαδρομή, τη ρίζα μιας παράταξης που η παρουσία της άλλαξε το ρου της ιστορίας και που έκλεισε κιόλας ένα τέταρτο αιώνα ζωής. Είναι το Χρέος μας απέναντι στους πολίτες που ζουν στην ανασφάλεια μιας εντελώς καινούριας και άδηλης εποχής καθώς αντικρίζουν κάθε μέρα τα πάντα να αλλάζουν γύρω τους.
Από 1992 ο Ανδρέας Παπανδρέου ιχνηλάτησε την ανάγκη ενός νέου πολιτικού λόγου απέναντι σε μια ριζοσπαστικά νέα εποχή και ο Κώστας Σημίτης παίρνοντας τη σκυτάλη από το 1996 συνέχισε και επιτάχυνε αυτή την πορεία. Όλοι μας, εδώ και πολύ καιρό, από τον Πρόεδρο ως το πιο απλό μέλος του Κινήματος μας νιώθουμε μια μεγάλη ανάγκη :
Να αναθερμάνουμε τις ιδέες μας
Να ξεσκονίσουμε τις σημαίες μας
Να ανασυγκροτήσουμε το όραμά μας
Να δώσουμε Νέα Πνοή σε μια Αυθεντική Πορεία για τη Νίκη και το Μέλλον.
νικώντας κερδίζουμε το Μέλλον…
Προτού οραματιστούμε το Μέλλον, είμαστε υποχρεωμένοι να περάσουμε από τη Νίκη. Νικώντας στις εκλογές του 2000, κερδίζουμε το Μέλλον.
Το ερώτημα είναι γιατί θα έπρεπε να μας εμπιστευτεί ξανά ο λαός τη διακυβέρνηση του τόπου. Για να αναπαράγουμε την εξουσία μας; Για να πάρουμε ξανά τα Υπουργεία στα χέρια μας; Για να ολοκληρώσουμε και να εγκαινιάσουμε τα έργα που με δική μας πρωτοβουλία σχεδιάσαμε και εκτελούνται; Γιατί απλώς είμαστε πιο έμπειροι διαχειριστές από τους άλλους ενώ στην ουσία φαινόμαστε -χωρίς να είμαστε βεβαίως- ίδιοι;
Για τίποτε απ’ όλα αυτά. Γιατί τίποτε απ’ όλα αυτά δεν είναι αρκετό να διασφαλίσει την εμπιστοσύνη του λαού που θα μπορούσε να μας πει “ευχαριστώ πολύ, εσείς κουραστήκατε τόσα χρόνια, ας έρθουν τώρα οι άλλοι”.
Έχω ισχυρή πεποίθηση και πίστη στη Νίκη. Θα νικήσουμε γιατί μόνο εμείς μπορούμε να διασφαλίσουμε τη σταθερή, την ομαλή, την προοδευτική πορεία του τόπου στο νέο αιώνα. Θα νικήσουμε γιατί μόνο εμείς, στο υπάρχον πολιτικό σύστημα και με τη συγκεκριμένη διάταξη των πολιτικών δυνάμεων, μπορούμε να εγγυηθούμε την Ευ-ημερία.
Ηπραγματικότητα αυτή είναι απότοκος της ιστορικής μας διαδρομής. Η μεγάλη προσφορά στον τόπο στην εικοσιπεντάχρονη πορεία μας δεν μετριέται με θώκους υπουργεία και στελέχη. Δεν μετριέται με την εικόνα ενός κόμματος επετηρίδας και αξιωματούχων που απλώς νέμεται την εξουσία ως αυτοσκοπό και στόχο. Μετριέται στον ιστορικό βηματισμό του Ελληνισμού σε ολόκληρο τον κύκλο της Μεταπολίτευσης. Ας δούμε τα βήματα της ιστορίας :
Δεκαετία ’70 : Η ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ
Η ιστορική αυτογνωσία του Ελληνισμού που έβγαινε από το μακρύ σκοτάδι της δικτατορίας. Η αποκατάσταση της Δημοκρατίας. Η οριοθέτηση των εθνικών και πανδημοκρατικών αιτημάτων για μια αξιοπρεπή κοινωνική οργάνωση. Η νομιμοποίηση και ηγεμονία των προοδευτικών ιδεών για πρώτη φορά μετά το μεγάλο πόλεμο. Είναι εξελίξεις που η ίδρυση και η πορεία του ΠΑΣΟΚ αποτύπωσε ανάγλυφα στο νέο πολιτικό και κοινωνικό χάρτη της χώρας.
Δεκαετία ’80 : Η ΑΛΛΑΓΗ
Το σύνθημα που συσπείρωσε την μεγάλη πλειοψηφία του λαού και τη μετέτρεψε με συνεκτική και προοδευτική πολιτική δύναμη και ισχυρή διακυβέρνηση. Σταματά ο κατήφορος και αναστρέφεται η πορεία του τόπου. Στο προσκήνιο για πρώτη φορά μετά τον εμφύλιο πόλεμο αναδύονται ενωμένες όλες οι δυνάμεις του Ελληνισμού. Μια αίσθηση περηφάνιας, αναγέννησης, δικαιοσύνης και ισότητας κυριαρχεί. Η Ελλάδα στέκεται στα πόδια της και δίνει τη μάχη από καλύτερες θέσεις. Οι πρώτες ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις οικοδομούνται.
Δεκαετία ’90 : Ο ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟΣ
Η διεύρυνση και ολοκλήρωση των μεταρρυθμίσεων στην οικονομία, την κοινωνία, τη δημοκρατία, τους θεσμούς σε όλες τις όψεις της κοινωνικής ζωής. Διαμορφώνεται η βάση της σύγχρονης και ισχυρής κοινωνίας που οδηγεί εν δυνάμει στη σύγχρονη και ισχυρή Ελλάδα. Για πρώτη φορά η χώρα πετυχαίνει συγκεκριμένους και ορατούς στόχους που έχουν άμεση σχέση με τις τεράστιες ανάγκες της νέας εποχής.
Θυμάμαι χαρακτηριστικά τον Ανδρέα Παπανδρέου το 1985 να λεει με περίσκεψη για την προσαρμογή μας στις νέες συνθήκες με το ξεκίνημα του πρώτου σχεδίου σταθεροποίησης της οικονομίας από τον τότε Υπουργό Εθνικής Οικονομίας Κώστα Σημίτη : “Είμαστε σε ένα τούνελ και έχουμε να διανύσουμε μακροχρόνια πορεία μέχρι να βγούμε στο ξέφωτο”. Και κάθε φορά που του μιλούσα για Ευημερία ακόμη κι αυτός ο συνηθισμένος στο όνειρο, στο μακρινό και το οραματικό, απέφευγε την αναφορά στη λέξη. Όταν το 1996 μιλούσα στον Κώστα Σημίτη για Ευημερία, αυτός ο φειδωλός στο μεγάλο λόγο την έσπρωχνε πέρα, “είναι πολύ νωρίς” έλεγε. Τώρα, όχι μόνο μπορούμε να την επικαλεστούμε αλλά κάτι πολύ περισσότερο:
Είμαστε υποχρεωμένοι να την εγγυηθούμε.
Σ τη διάρκεια του κύκλου της Μεταπολίτευσης τα πράγματα στο διεθνές σκηνικό αλλάζουν με ραγδαίους ρυθμούς. Το κεφάλαιο, η γνώση, η συστηματοποίηση της παραγωγής, η διασφάλιση αγορών και η εμπέδωση ενός καταναλωτικού πολιτισμού, έχουν αυξήσει την παραγωγή αθροιστικά και σε εθνικό και σε παγκόσμιο επίπεδο. Η χώρα μας με το ΠΑΣΟΚ στην Κυβέρνηση επιχείρησε μέσα από μεγάλη προσπάθεια όχι μόνο να προσαρμοστεί στην ανάγκη αλλά και να καλύψει το χαμένο έδαφος που τη χώριζε από τους άλλους. Το αποτέλεσμα, κυρίως της τελευταίας εξαετίας του αιώνα υπήρξε ιδιαίτερα θετικό και ιστορικά σημαντικό.
Έχουμε συμμετοχή σ’ αυτή την αθροιστική Ευημερία. Ως οικονομία είμαστε σήμερα πιο πλούσιοι από χθες. Δεν εξανεμίζουμε τα εισοδήματα, δεν υποθηκεύουμε το μέλλον των παιδιών μας με ατελέσφορα δάνεια, δεν ξοδεύουμε άσκοπα τον πλούτο μας. Η οικονομία μας έχει αποκτήσει αντοχές εκεί που στο παρελθόν είχε ελλείμματα. Έχει αποκτήσει βιώσιμες παραγωγικές μονάδες εκεί που στο παρελθόν υπήρχαν επιδοτήσεις και θαλασσοδάνεια. Έχει ένα ανταγωνιστικό δημόσιο τομέα εκεί που στο παρελθόν υπήρχε “πίθος Δαναΐδων”. Έχει αποκτήσει έσοδα εκεί που στο παρελθόν είχε μόνο σπατάλες. Το αναπτυξιακό πλεόνασμα είναι εδώ, είναι συγκεκριμένο και μετρήσιμο, είναι το κέρδος αυτής της περιόδου.
Είναι το προϊόν της ενιαίας πορείας από το 1993 ως το 2000. Μια πορεία που δεν θα υπήρχε αν δεν μεσολαβούσε η δεκαετία του ’80. Γι’ αυτό ήμουν, είμαι και θα είμαι αντίθετος με όσους διαχωρίζουν το “παλιό” από το “νέο” ΠΑΣΟΚ το 1996 για να δικαιώσουν τον Ανδρέα Παπανδρέου ενάντια στον Κώστα Σημίτη ή αντίστροφα. Το ΠΑΣΟΚ επαναλαμβάνω μετριέται με δεκαετίες και βηματισμούς ιστορίας, όχι με τεχνητές αντιπαραθέσεις ομάδων που διεκδικούν απλώς μια καλύτερη κατανομή εξουσιών για τον εαυτό τους.
Τώρα είμαστε έτοιμοι για το μεγάλο άλμα εμπρός. Η Ελλάδα μπορεί να πορευτεί με ασφάλεια και να ενταχθεί στις πιο ανεπτυγμένες χώρες του κόσμου. Έχοντας διασφαλίσει τους όρους μιας βιώσιμης, διαρκούς, διευρυνόμενης και αυτοτροφοδοτούμενης ανάπτυξης μπορούμε τώρα να κατανείμουμε με δικαιότερο τρόπο το αναπτυξιακό πλεόνασμα. Το επίκαιρο ερώτημα, κατά συνέπεια, είναι όχι μόνο πόσο θα συνεχίσει να αυξάνεται αθροιστικά η Ευημερία του τόπου αλλά το πώς η Ευημερία αυτή θα διανέμεται ταυτόχρονα πιο δίκαια και αναλογικά. Αυτό που με τόσο κόπο καταφέραμε ως λαός τα τελευταία χρόνια αξίζει να το μοιράσουμε με το χέρι στην καρδιά, στο όνομα της κοινωνικής δικαιοσύνης, στο πρόσταγμα της προοδευτικής ιδέας.
Έχουμε το δικό μας νέο ιστορικό Χρέος για τα επόμενα χρόνια της ζωής του Κινήματος μας απέναντι στις σύγχρονες και τις κατοπινές γενιές. Όχι μόνο να οδηγήσουμε το ΠΑΣΟΚ στη Νίκη στις ερχόμενες εκλογές. Αλλά αλληλέγγυοι με όλες τις παραγωγικές, αναπτυξιακές, πολιτιστικές και πνευματικές δυνάμεις του τόπου να οδηγήσουμε τη χώρα και στο νέο ιστορικό της κύκλο. Να μεταβούμε από την εποχή των δομών στην εποχή των περιεχομένων μιας προοδευτικής στρατηγικής με άμεσο κοινωνικό αντίκρισμα. Από τον ιστορικό κύκλο της Μεταπολίτευσης στον κύκλο της Ευ-ημερίας. Να ανοίξουμε το Δρόμο προς την Ευημερία για σένα, για όλους τους Έλληνες.
να αποκαλύψουμε τη Νέα Δημοκρατία…
Με εξαίρεση την πρώτη δεκαετία, η Ν.Δ, η συντηρητική παράταξη στάθηκε απέναντι στην ιστορική μας διαδρομή ως η πελώρια Άρνηση και Αντίδραση στην Πρόοδο.
Σε όλη τη δεκαετία του ’80, στο “μνημόνιο” αλλαγής των όρων ένταξης στην ΕΟΚ, στις σημαντικές αποφάσεις που αφορούσαν το φτωχό Νότο, στη σύγκλιση, στα ΜΟΠ, σε όλες τις θεσμικές αλλαγές που έδωσαν πνοή δημοκρατίας, συμφιλίωσης και δικαιοσύνης στη χώρα η Ν.Δ στάθηκε μόνιμα απέναντι και κάτω από οποιοδήποτε αρχηγό της. Και όταν της δόθηκε η ευκαιρία να κυβερνήσει την τετραετία ’90 -’93 ταυτίστηκε με την εγκληματική για τον τόπο καθυστέρηση. Κυνηγώντας τη χίμαιρα της “κάθαρσης” για τους πολιτικούς αντίπαλους της αμέλησε την ανάγκη να προσαρμοστεί η χώρα στις καταλυτικές εξελίξεις. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι δύο φορές η Ευρωπαϊκή Ένωση επέστρεψε το Πρόγραμμα Σύγκλισης που κατέθεσε ως απαράδεκτο.
Όμως, εμείς δεν επιθυμούμε να συγκριθούμε με τη Ν.Δ του παλιού καιρού για την οποία οι νέες γενιές της πατρίδας μας δεν διαθέτουν μνήμη και με την οποία δεν έχουν καμιά σχέση. Ούτε καν με τη Ν.Δ των αρχών της δεκαετίας που κλείνει αυτές τις μέρες. Μιλάμε για την σύγχρονη συντηρητική παράταξη, την παράταξη που απλώς αρνείται, πλειοδοτεί και κυρίως καταστροφολογεί.
~ Για το Πρόγραμμα Σύγκλισης του ’94 διακήρυξε την απόλυτη αντίθεση της κυρίως γιατί είναι ανεδαφικό και απραγματοποίητο. Το υλοποιήσαμε μέχρι κεραίας ξεπερνώντας ίσως τις προσδοκίες μας
~ Για την ένταξη στο σύστημα συναλλαγματικών ισοτιμιών καταστροφολόγησε περίπου όπως η ΕΡΕ για τη δραχμή την εποχή του “Γέρου της Δημοκρατίας”. Η οικονομία μας όχι μόνο άντεξε αλλά και σταθεροποιήθηκε
~ Για τον πόλεμο στο Κόσσοβο έφερε τον κατακλυσμό για την δήθεν απομόνωση και περιθωριοποίηση. Η Ελλάδα και μέρος του προβλήματος δεν έγινε και με την διαρκή της πρωτοβουλία μετεξελίσσεται στο επίκεντρο της ανοικοδόμησης των Βαλκανίων
Και σήμερα τι προτείνει;
Στην αγωνιώδη προσπάθεια να αναδειχθεί με την πλειοδοσία και τον άκρατο λαϊκισμό το πρόσωπο μίας δήθεν λαϊκής δεξιάς θέλει να κρύψει τη μόνη πραγματικότητα που αφορά την μόνιμη ιδεολογική και πολιτική της στάση :
Την πλήρη υποταγή στους πιο ασύδοτους και κερδοσκοπικούς μηχανισμούς της αγοράς που θα αφεθούν στο θεάρεστο έργο τους να κάνουν τους φτωχούς φτωχότερους και τους πλούσιους πλουσιότερους. Με λόγια απλά : Εμείς εγγυόμαστε την κοινωνική υπεραξία και τις ανθρώπινες σχέσεις και η ΝΔ την κερδοσκοπική υπεραξία και τη ζούγκλα της ασύδοτης αγοράς.
Νιώθοντας το έδαφος της πολιτικής και κοινωνικής πρωτοβουλίας να χάνεται κάτω από τα πόδια του ο κ. Καραμανλής του “νέου ξεκινήματος” φαίνεται να επιλέγει το μόνο δρόμο που ταιριάζει στην παντελή απουσία θέσεων, προσώπων και ιδεών της παράταξης του. Την οδό της επιστροφής στο παρελθόν. Ο δήθεν ανένδοτος κατά της διαφθοράς και των διαπλεκομένων συμφερόντων και υπέρ της διαφάνειας και της χρηστής διαχείρισης αποτελεί διπλή καρικατούρα. Πρώτο, γιατί η παράταξη που έχτισε το κράτος πάνω στα διαπλεκόμενα και τον συγκεντρωτισμό αντέδρασε πάντοτε λυσσαλέα σε οποιαδήποτε αλλαγή αποκέντρωνε το σύστημα και όπλιζε δημόσιους και κοινωνικούς θεσμούς με αρμοδιότητες ελέγχου. Δεύτερο, γιατί ο ανένδοτος απαιτεί ψυχή, ιδέες, όραμα και εσωτερική ορμή που η ΝΔ ούτε κατά διάνοια διαθέτει. Η ηγεσία της συντηρητικής παράταξης τίποτε δεν φαίνεται να διδάχθηκε από το ’89 και λησμονεί ότι η Ιστορία μόνο ως φάρσα μπορεί να επαναληφθεί.
Είναι φανερό ότι η συντηρητική παλινόρθωση μόνο δεινά μπορεί να επισωρεύσει στον τόπο γι’ αυτό ο λαός θα υψώσει τείχος αδιαπέραστο απέναντι της.
εποχή Αποκάλυψης και Αβεβαιότητας…
Τίποτε δεν φαίνεται να είναι το ίδιο με το Χτες. Ζούμε σε μια εποχή Αποκάλυψης και Αβεβαιότητας.
Εποχή Αποκάλυψης σημαίνει Όλα στο Φως. Δομές, συμφέροντα, διαπλοκές, εξουσιαστικές σχέσεις. Μέχρι και τις μύχιες σκέψεις, τις ηθικές και τις αισθητικές αξίες, τον άβατο κόσμο του νου και της ψυχής. Η κοινωνία της πληροφορίας είναι ήδη εδώ, ολοκληρώνεται τεχνολογικά, ενώ με τεράστια άλματα οικοδομείται η υποδομή και τα μέσα της. Το πιο ακριβό και περιζήτητο αγαθό είναι η γνώση και η μετάδοσή της. Κάθε πληροφορία, κάθε γεγονός που συμβαίνει εθνικά ή τοπικά ή ατομικά καταναλώνεται παγκόσμια και αντίστροφα. Μπορεί η πρωτογενής πηγή να μην κατάφερε ακόμη να εκδικηθεί τα ΜΜΕ που παντοδύναμα αναδεικνύουν, εμφανίζουν, ερμηνεύουν, διαστρέφουν το γεγονός ανάλογα με την ανάγκη επιβολής ενός πολιτισμού πάνω στους άλλους, όμως η αλήθεια είναι μια : Η απόσταση ανάμεσα στον πολίτη και τη ζωή, τον κόσμο, εκμηδενίστηκε, τίποτε πια δεν μεσολαβεί.
Εποχή Αβεβαιότητας σημαίνει Όλα υπό Αίρεση. Εποχή δύσκολη, μεταβατική, ρευστή, όπου τα πάντα χρειάζονται επαναδιατύπωση, ανασκευή, νέα οριοθέτηση. Η Πολιτική, ο Πολιτισμός, η Δημοκρατία, η Ανάπτυξη, το Κράτος, πρέπει να επανακαθοριστούν και εν πολλοίς να επινοηθούν και να αναγεννηθούν. Κάτω από το καθεστώς της σύμφυσης των συμφερόντων. Των μεγάλων μεταναστευτικών ρευμάτων. Της ανοιχτής σύγκρουσης των πολιτισμών. Της σύνθεσης και αποσύνθεσης των εθνοτικών, θρησκευτικών, πολιτισμικών μειονοτήτων. Της βίας που ενσωματώνεται και κλιμακώνεται ως μόνιμο συστατικό της κοινωνικής ζωής. Της απίστευτης συγκεντροποίησης του κεφαλαίου. Η μόνη πυξίδα δεν μπορεί παρά να είναι η αντίσταση στην ανασφάλεια και την αβεβαιότητα.
Ωστόσο τα δακτυλικά αποτυπώματα της Νέας Εποχής βρίσκονται ανεξίτηλα μπροστά μας, σημαδεύουν το καθημερινό μας βίωμα και έχουν συγκεκριμένο όνομα:
–Ο δείκτης “Dow Jones” αποκαλύπτει το ακραίο όριο της κοινωνίας του ρίσκου, της δυνητικής πραγματικότητας μιας κοινωνίας που βασίζει τη ψυχική της ισορροπία όχι στο στέρεο οικοδόμημα της παραγωγικής οικονομίας αλλά στην πρόσκαιρη κατοχή και ανταλλαγή κεφαλαίων που κινούνται άϋλα και αέναα. Εμφιλοχωρεί, όμως, ταυτόχρονα η αβεβαιότητα της παγκόσμιας νομισματικής αστάθειας της επικρεμάμενης απειλής κατάρρευσης με μόνο το “το θρόισμα μιας πεταλούδας”. Και παραπέμπει στην ανάγκη να υπάρξει ρυθμιστικό πλαίσιο σε εθνικό επίπεδο για τη λειτουργία της αγοράς και για μια διεθνή νομισματική και οικονομική ισορροπία εδραιωμένη στην παραγωγική οικονομία.
– Το “Τσέρνομπιλ” αποκαλύπτει το ακραίο όριο των ανεξέλεγκτων παραγωγικών και τεχνολογικών δυνάμεων που δεν απέχουν παρά ελάχιστα από τον κίνδυνο ερήμωσης και καταστροφής του πλανήτη. Εμφιλοχωρεί, όμως, ταυτόχρονα η αβεβαιότητα του διλήμματος ζωή ή καταστροφή πλάι στο πατροπαράδοτο “πόλεμος ή ειρήνη”. Και παραπέμπει στην ανάγκη να προστατευθεί η ζωή στον πλανήτη, οι φυσικοί και πλουτοπαραγωγικοί του πόροι, η οικολογική του ισορροπία
– Το “Κόσσοβο” αποκαλύπτει το ακραίο όριο μιας πανάρχαιας αρχής της δύναμης του ισχυρού, της αλαζονείας και του κυνισμού, της κάθε νέας τάξης πραγμάτων. Εμφιλοχωρεί, όμως, ταυτόχρονα η αβεβαιότητα ότι το Κόσσοβο πέρασε αλλά δεν προσπέρασε και είναι στη γειτονιά μας, στην οποία οφείλουμε και πρέπει να έχουμε ισχυρό λόγο. Και παραπέμπει στην ανάγκη να ολοκληρωθεί το δίκτυο των διεθνών οργανισμών και των υπερεθνικών θεσμών που προστατεύουν τα δικαιώματα εθνών και λαών απέναντι στη αυθαιρεσία και την αλαζονεία των ισχυρών
– Το “ακρωτηριασμένο παιδί της Ακτής του Ελεφαντοστούν” αποκαλύπτει το ακραίο όριο της κοινωνίας της αφθονίας που ενώ παράγει πλούτο για να θρέψει πέντε φορές το πληθυσμό του πλανήτη αφήνει εκατομμύρια ανθρώπους να πεθαίνουν ακόμη από την πείνα, τη φτώχεια, την αρρώστια, την ανέχεια. Εμφιλοχωρεί, όμως, ταυτόχρονα η αβεβαιότητα της παγκόσμιας αλλά και ατομικής υποκρισίας που παρακολουθεί απαθώς την ακραία έκφραση του κοινωνικού αποκλεισμού από τα αγαθά του πολιτισμού αν δεν οπλίζει το χέρι του δολοφόνου που σπέρνει το θάνατο. Και παραπέμπει στην ανάγκη να σπάσουμε την κρούστα της απάθειας και να αναπτύξουμε γιγαντιαίο κίνημα παγκόσμιας αλληλεγγύης ενάντια σε κάθε είδους κοινωνικό αποκλεισμό
– Ο “τρόμος πάνω από την πόλη” αποκαλύπτει το ακραίο όριο της βίας που σκηνοθετείται και υποβάλλεται της τρομοκρατίας που αποξενώνει τη ζωή. Εμφιλοχωρεί, όμως, ταυτόχρονα, η αβεβαιότητα της ανασφάλειας, του φόβου, της απομόνωσης. Και παραπέμπει στην ανάγκη να επανακαθορίσουμε τους όρους ασφάλειας, προστασίας, και αρμονίας στην κοινωνική ζωή των πολιτών
– H “τρελλή Αγελάδα” αποκαλύπτει το ακραίο όριο της επιβολής της ιδεολογίας του παραγωγισμού και του οικονομισμού που οδήγησε στο σύγχρονο καταναλωτικό μας παράδεισο. Εμφιλοχωρεί, όμως, ταυτόχρονα η αβεβαιότητα ότι ο κίνδυνος παραμονεύει πίσω από την καλαίσθητη εικόνα ενός προϊόντος που έχει παραχθεί κάτω από τις ανεξέλεγκτες δυνάμεις του κέρδους. Και παραπέμπει στην ανάγκη του οικολογικού και βιολογικού επαναπροσδιορισμού του παραγωγικού συστήματος και του καταναλωτικού μας προτύπου
– Ο “ηλεκτρονικός διεθνισμός” αποκαλύπτει το ακραίο όριο της διάδοσης της πληροφορίας, της δυνατότητας επικοινωνίας, της αίσθησης του κατοίκου του χωριού πλανήτης-γη. Εμφιλοχωρεί, όμως, ταυτόχρονα η αβεβαιότητα της ταυτόχρονης δυνατότητας κατάργησης του ιδιωτικού ασύλου, της υπονόμευσης της δημοκρατίας και του ατομικού δικαιώματος. Και παραπέμπει στην ανάγκη να αναδείξουμε τους θεσμούς της παγκόσμιας δημοκρατίας που διασφαλίζει τα δικαιώματα των κοινωνιών χωρίς σύνορα
– Η “Κλωνοποίηση” αποκαλύπτει το ακραίο όριο της καλπάζουσας γνώσης, των αλλεπάλληλων τεχνολογικών επαναστάσεων που κορυφώνονται στην ανθρωπογεννητική και μπορούμε να ανοίξουμε δρόμους αντιμετώπισης της δυστυχίας. Εμφιλοχωρεί, όμως, ταυτόχρονα η αβεβαιότητα του κινδύνου του θράσους που ακουμπά το Θεό, του βιο-πολιτικού ελέγχου, της πραγμοποίησης του ανθρώπου σε μια εποχή που έχει όλες τις δυνατότητες χειραφέτησης και απελευθέρωσης. Και παραπέμπει στην ανάγκη να αναδείξει μια νέα ηθική στις σχέσεις της πολιτικής, της οικονομίας και της επιστήμης που να διαπνέεται από μια ανθρωποκεντρική ιδεολογία και στάση και να επιβάλει νέους κανόνες δεοντολογίας.
Δεν είμαστε “Δόν Κιχώτες”.
Όχι μόνο δεν μπορούμε αλλά και δεν θέλουμε να ορθώσουμε το μπόι μας απέναντι στην εξέλιξη που οδηγεί στον κόσμο των ανοιχτών συνόρων. Δεν είμαστε εμείς που θα αμφισβητήσουμε τα γιγάντια βήματα της ιστορίας από την πόλη-κράτος στο έθνος-κράτος και από εκεί τώρα στην παγκόσμια κοινότητα. Δεν είμαστε εμείς που θα αντισταθούμε την παγκοσμιοποίηση των δομών, τη διεθνοποίηση του κεφαλαίου και των αγορών. Δεν είμαστε εμείς που θα αρνηθούμε για τους πολίτες το δικαίωμα στη χρήση των σύγχρονων μέσων και στην κατανάλωση προηγμένων τεχνολογικά προϊόντων. Δεν είμαστε εμείς, τέλος, που θα εμποδίσουμε την χωρίς όρους και όρια διακίνηση πληροφοριών, αξιών, εμπορευμάτων, γνώσεων, πολιτισμών, στον αιώνα της επικοινωνίας. Αυτή η πορεία δεν είναι αντιστρεπτή.
Το ερώτημα, όμως, παραμένει το ίδιο και στέκεται πάντοτε ακλόνητο :
Ο πολιτισμός που θα επινοήσουμε για τη νέα εποχή μέσα από τις κοσμογονικές της αλλαγές και η πολιτεία που θα οργανώσουμε θα είναι ένας ακόμη Πολιτισμός του Ανθρώπου, μια πραγματική Πολιτεία Ανθρώπου ή εναντίον του; Εδώ κρίνονται και οι αυτοκράτορες και οι συνέταιροι και οι υποτελείς. Εδώ κρίνεται η αέναη σύγκρουση ανάμεσα στην Πρόοδο και τη Συντήρηση.
Για ένα πράγμα είμαστε βέβαιοι. Ότι η κοινωνία που θα παράγει το νέο πολιτισμό και που θα παραχθεί ταυτόχρονα από αυτόν έτσι κι αλλιώς θα είναι μια Κοινωνία Ανοιχτή, Ανεκτική και Συνεκτική.
Ανοιχτή χωρίς πνευματικά, ιδεολογικά, πολιτισμικά και οικονομικά τείχη, χωρίς σύνορα που την εγκλωβίζουν στην αυτάρκεια και την απομόνωση. Ανεκτική στη διαφορετικότητα, στην πολύ-πολιτισμική και διαπολιτισμική φυσιογνωμία, στην πολύ-εθνική καταγωγή και ρίζα. Συνεκτική στους στόχους, στις επιδιώξεις, στους όρους και τους κανόνες της συμβίωσης, στη συνείδηση της αναγκαίας πρωτοβουλίας και συμμετοχής, στην αρμονική συνύπαρξη.
η Ευ-ημερία στο σύγχρονο λεξιλόγιο της Αριστεράς…
Ο αιώνας που φεύγει σημάδεψε ανεξίτηλα την ευρωπαϊκή ήπειρο με μια ατέρμονα εναλλαγή και αδιάπτωτη εξέλιξη παραγωγικών μέσων, τεχνολογιών και δομών.
Η διαρκής τεχνολογική επανάσταση άλλαξε άρδην τη μορφή του εργοστασίου και του εργασιακού χώρου. Ανάπτυξε με εκκωφαντικό τρόπο τις παραγωγικές δυνάμεις. Ανακατάταξε και πολλαπλασίασε τα επαγγέλματα. Κοινωνικοποίησε τη γνώση σε ευρύτατη κλίμακα. Επηρέασε καταλυτικά τις απολαβές και τα κέρδη. Στην ιστορική του διαδρομή ο 20ος αιώνας με τις διαρκείς παραγωγικές επαναστάσεις του είχε άμεσες και σαφείς επιπτώσεις στον οικονομικό και κοινωνικό ιστό των χωρών που συμμετείχαν στην ανάπτυξη.
Για πρώτη φορά ιστορικά αυτές οι κοσμογονικές αλλαγές συντελέστηκαν σε δύο διαφορετικά ιδεολογικοπολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά μοντέλα. Τον καπιταλισμό της Δύσης και τον “κρατικό σοσιαλισμό” της Ανατολής. Δεν είναι ο κατάλληλος τόπος και χρόνος για επιμέρους εκτιμήσεις των συστημάτων αυτών. Αρκούν δύο γενικές επισημάνσεις. Η Δύση, μέσα από το ιδιωτικό ιδιοκτησιακό καθεστώς, τις οριζόντιες δομές παραγωγής, τις ακραίες διακυμάνσεις ανάπτυξης και ύφεσης διαμόρφωσε ένα μοντέλο οικονομίας της αγοράς. Ένα μοντέλο με τεράστιες εισοδηματικές ανισότητες, με λιγότερο ή περισσότερο κρατικό παρεμβατισμό, με μικρότερο ή μεγαλύτερο δίκτυο κοινωνικής προστασίας και , βεβαίως, με διαφορετικές μορφές πολιτικής οργάνωσης που ξεκινούν από την αστική δημοκρατία ή τη σοσιαλδημοκρατία και φτάνουν μέχρι το φασισμό ή τη δικτατορία. Δεν μπορώ να αποφύγω τον πειρασμό να πω ότι το σοσιαλδημοκρατικό συμβόλαιο της δεκαετίας του ’60 αποτέλεσε την κορυφαία κατάκτηση του αιώνα διαμορφώνοντας ένα πραγματικό ευρωπαϊκό πρότυπο ευημερίας. Η Ανατολή, μέσα από την κρατικοποίηση των μεσών παραγωγής, τις κάθετες δομές παραγωγής, τον απόλυτο κρατικό σχεδιασμό, την μονοκομματική και ταυτισμένη με το κράτος κομμουνιστική εξουσία διαμόρφωσε ένα μοντέλο μονολιθικά και κάθετα σχεδιασμένης οικονομίας. Ένα μοντέλο που απέδωσε ποσοτικά, απέτυχε ποιοτικά, εξάλειψε εισοδηματικές ανισότητες με τον χαμηλότερο δυνατό παρονομαστή, αντιστάθηκε στις ανάγκες της καταναλωτικής κοινωνίας αλλά δεν κατάφερε να ικανοποιήσει βασικές βιοτικές ανάγκες.
Το 1989 επανέφερε την ιστορία στο προσκήνιο με την πραγματική της έννοια και σημασία. Είναι αυτές οι σπάνιες στιγμές που ο απλός πολίτης στέκεται μπροστά στους σύνθετους και πολύπλοκους μηχανισμούς της εξουσίας και τους καταλύει. Είναι οι στιγμές που η συλλογική συνείδηση δρα, χωρίς ίσως να ξέρει τι θέλει να δημιουργήσει, αλλά ξέροντας πολύ καλά τι θέλει να καταστρέψει. Η Δύση το έζησε το 1789 με τη Γαλλική Επανάσταση, η Ανατολή το έζησε δύο φορές στον αιώνα μας το 1917 με την Οκτωβριανή Επανάσταση και το 1989 με το γκρέμισμα του τείχους του Βερολίνου.
Το κλείσιμο του 20ου αιώνα βρίσκει την οικονομική και την πολιτική σκέψη σε μια ιστορική φάση ανασυγκρότησης. Το πρώτο θύμα αυτής της ανασυγκρότησης είναι η πτώση του “κρατικού σοσιαλισμού” και της δογματικής ορθοδοξίας πάνω στην οποία οικοδομήθηκε. Δέκα χρόνια μετά οι όψιμες θριαμβολογίες του οριστικού και τελικού μονόδρομου της ιστορίας έχουν κατασιγάσει. Ο μονόδρομος δεν υπάρχει, αμφισβητείται ριζικά από τους ευρωπαϊκούς λαούς αλλά κυρίως από τις ίδιες τις εξελίξεις. Οι επιλογές διαφαίνονται ξανά περισσότερες από μια. Προφανώς οι συνταγές της Δύσης δεν βοήθησαν όσο αναμενόταν τις οικονομίες της Ανατολής που ανέμεναν το “μάννα εξ ουρανού” αλλά συνέβη κάτι πολύ χειρότερο. Στον ίδιο τον ευρωπαϊκό χώρο αμφισβητείται το πρότυπο ευημερίας που αποτέλεσε το “μεταπολεμικό οικονομικό θαύμα”
Σήμερα φαίνεται ότι το δεύτερο θύμα θα είναι ο μονόδρομος του νέο-φιλελευθερισμού. Η οικονομική αυτή πρόταση που εδραιώθηκε πρακτικά στις αρχές της δεκαετίας του ’80 επαναπροσδιόρισε το οικονομικό πρόβλημα μέσα από τη μυθοποίηση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, τον χωρίς όρους και όρια ανταγωνισμό, τη δραστική συρρίκνωση του κράτους και την απόλυτη αποδοχή της αγοράς ως μηχανισμού κατανομής πλούτου, αγαθών και υπηρεσιών. Η αγορά φάνηκε ανίσχυρη να οργανώσει μόνη της την παραγωγική δομή μιας κοινωνίας. Να αποδώσει μόνη της δικαιοσύνη στους πολλούς. Να προστατεύσει μόνη της την οικολογική ισορροπία, τον πλούτο και τη ζωή στον πλανήτη. Να καλύψει μόνη της τα τεράστια προβλήματα ανισότητας, φτώχειας, ανέχειας, δομικής ανεργίας και ένδειας που διαρκώς οξύνονται. Η ιστορία έγραψε επιπλέον ότι στο πέρασμα της αυτή η πολιτική άφησε πίσω της υψηλά δημόσια ελλείμματα, ανεργία, αύξηση της κοινωνικής ανισότητας. Ακόμη και μια σύντομη επισκόπηση στοιχείων από την Παγκόσμια Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, επιβεβαιώνει την άποψη αυτή για τα κατ’ εξοχή προπύργια του νεοφιλελευθερισμού τις ΗΠΑ του Ρήγκαν και τη Βρετανία της Θάτσερ.
Και η πραγματική Αριστερά; Η σύγχρονη και επίκαιρη σοσιαλιστική πρόταση; Ο Ρουβίκωνας για την Αριστερά και το προοδευτικό κίνημα είναι ακόμη μπροστά μας. Τα παλιά εργαλεία μας δεν είναι αρκετά για να κτίσουμε το οικοδόμημα της νέας εποχής. Η παγκοσμιοποίηση έφερε τα πάνω-κάτω. Χάσαμε τα επίκεντρα του πολιτισμού μας, της σκέψης μας, τα σταθερά σημεία αναφοράς μας για το τι είναι εθνικό στην οικονομία, στην κοινωνική οργάνωση στον ίδιο τον τρόπο ζωής και την καθημερινότητα του πολίτη.
Η μορφή και το περιεχόμενο της κοινωνικής αντιπαράθεσης αλλάζει ριζικά. Μπορεί η βάση του τρόπου παραγωγής να παραμένει η ίδια, να γενικεύεται δηλαδή ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής και η επιδίωξη του κέρδους, όμως, οι κυρίαρχες αντιθέσεις, οι γραμμές αντιπαράθεσης, οι εστίες έντασης μετατίθενται. Το επαναστατικό στοιχείο γι’ αυτή τη μετάλλαξη αποτελεί η ευρύτατη κοινωνικοποίηση της γνώσης. Μεταβαίνοντας από το βιομηχανικό στο γνωσιοκρατικό μοντέλο παραγωγής, διανομής και κατανάλωσης των αγαθών, τα διλήμματα αλλάζουν και χώρο και εύρος. Ο πάγιος προσδιορισμός της τυπικής μισθωτής εργασίας και του εργαζομένου στην παραγωγική διαδικασία ξεπερνιέται από τα πράγματα και τις ανάγκες. Πολλές φορές μάλιστα ο ταξικός εχθρός δεν είναι καν εθνικός και συχνά είναι αόρατος. Στο προσκήνιο αναδύεται η οντότητα του πολίτη με την ευρύτερη έννοια του όρου και με πεδίο το σύνολο της κοινωνικής του ζωής. Οι παλιοί καταμερισμοί του χρόνου και του χώρου κάτω από την καταιγιστική ταχύτητα που κινούνται τα πράγματα ανατρέπονται ριζικά, ενώ οι ανάγκες πολλαπλασιάζονται με γεωμετρική πρόοδο. Για να μιλήσουμε με την κλασική μαρξιστική μας ορολογία η αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας με την ιδεολογία του κέρδους που τη συνοδεύει εξακολουθεί μεν να αποτελεί την κινητήρια δύναμη, όμως, οι εκφάνσεις και οι διαρκώς πλουσιότερες όψεις του εποικοδομήματος αλλάζουν ριζικά την παραγωγική βάση και μεταθέτουν τις διαχωριστικές γραμμές.
Αυτές οι γραμμές μετατοπίζονται προς τα κάτω καθώς όσο και να αυξάνονται ραγδαία τα κέρδη των ολίγων και να συγκεντροποιείται το κεφάλαιο, όσο και να γίνεται ολοένα και πιο προνομιακή για τους αόρατους και ορατούς παγκόσμιους κυβερνήτες η ιδιοποίηση του πλούτου, ολοένα και περισσότεροι έχουν πρόσβαση στα αγαθά του πολιτισμού. Το κόστος αυτής της εξέλιξης το πληρώνουν κυρίως οι δυνάμεις του κοινωνικού αποκλεισμού. Οι μακροχρόνια άνεργοι, οι ανειδίκευτοι εργάτες, οι χαμηλοσυνταξιούχοι, το επιστημονικό προλεταριάτο, οι ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού, τα ευρέα στρώματα των οικονομικών μεταναστών, οι φτωχοί και άκληροι αγρότες, όλοι όσοι ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας στο περιθώριο της κοινωνίας της αφθονίας.
Η παγκοσμιοποίηση αφήνει τις εθνικές οικονομίες ανοχύρωτες. Με εκτιμήσεις των πιο έγκυρων οικονομικών οργανισμών, η παγκόσμια οικονομία ελέγχεται από έναν ελάχιστο αριθμό πρωτόγνωρων σε μέγεθος και εμβέλεια εταιριών με τεράστιο πλέγμα συμφερόντων και δραστηριοτήτων. Οι 100 μεγαλύτερες πολυεθνικές εταιρίες στον πλανήτη έχουν κύκλο εργασιών 2,1 τρις δολάρια. Ακόμα και ο ΟΗΕ εκφράζει πια την ανησυχία του για την ισχύ και την επιρροή τους. Ενώ οι 60,000 πολυεθνικές με τις 300,000 και πλέον θυγατρικές τους εταιρείες στο εξωτερικό αντιπροσωπεύουν το 25% της παγκόσμιας παραγωγής.
Η εξέλιξη αυτή, σύμφωνα με την παγκόσμια τράπεζα, έχει σαν αποτέλεσμα η ανάπτυξη να εγκαταλείψει τις αναπτυσσόμενες οικονομίες. Ήδη έχουν καταγραφεί την δεκαετία που φεύγει, συμπτώματα οικονομικού αποκλεισμού, εθνικών οικονομιών και γεωγραφικών περιοχών. Η απόσταση μεταξύ των πλουσίων και φτωχών χωρών όχι μόνο δεν μικραίνει αλλά διευρύνεται όπως διευρύνεται και η εισοδηματική ανισότητα, το ποσοστό φτώχειας και περιθωριοποίησης. Είναι χαρακτηριστικό ότι ολόκληρη η αφρικανική ήπειρος έγινε υποδοχέας μόλις του 1,3% των διεθνών επενδύσεων ενώ η ευνοούμενη μέχρι πριν λίγο καιρό Ασία είδε τις ξένες επενδύσεις να μειώνονται κατά 11%.
Η ανισότητα στο εσωτερικό των κρατών επίσης διευρύνθηκε τα τελευταία χρόνια με ρυθμούς ιδιαίτερα σημαντικούς. Υπάρχει η αίσθηση ότι η αντίθεση κέντρου-περιφέρειας που αποτέλεσε λυδία λίθο στη φυσιογνωμία του ΠΑΣΟΚ τη δεκαετία του ’70 μπορεί να αποδοκιμάστηκε ιστορικά σε ότι αφορά τον “εθνικό δρόμο” ή την “αυτοδύναμη ανάπτυξη” δικαιώνεται, όμως, στην πρωτοποριακή της άποψη για το ενιαίο καπιταλιστικό και μονοπωλιακό σύστημα και τις επιπτώσεις του στην όξυνση των περιφερειακών αντιθέσεων.
Η σύγχρονη σοσιαλιστική σκέψη και οικονομική πράξη φεύγει οριστικά από το δίλημμα της ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής. Οφείλει να εντάξει στη φιλοσοφία και τη στρατηγική της την παγκοσμιοποίηση. Οφείλει να υποστηρίξει την παραγωγική οικονομία απέναντι στην κερδοσκοπία και τον παρασιτισμό. Οφείλει να εμφανίζει το προοδευτικό της χρώμα στη δικαιότερη διανομή του κόστους και του πλεονάσματος της ανάπτυξης, στη στρατηγική της απασχόλησης και στην οικοδόμηση του σύγχρονου κοινωνικού κράτους. Οφείλει να επικεντρώσει τις προσπάθειες στην έξοδο από τα τείχη του κοινωνικού αποκλεισμού των δυνάμεων που γίνονται αντικείμενο της σύγχρονης καταπίεσης, εκμετάλλευσης και αλλοτρίωσης.
Προφανώς είναι καιρός να εγκαταλείψουμε την μονομέρεια στη λογική της ανάπτυξης. Η φιλελευθεροποίηση της αγοράς, η μακροοικονομική εξυγίανση, οι ιδιωτικοποιήσεις, είναι πολιτικές που δεν αποφέρουν ανάπτυξη από μόνες τους. Αντίθετα, η αναπτυξιακή πρόοδος επιτυγχάνεται και εξαρτάται από σύνολο παραγόντων που πρέπει να εμπλέκουν εθνικές στρατηγικές και επιλογές ανάπτυξης σε αλληλουχία με την παγκόσμια συγκυρία και που συνδέονται με μια κοινωνική στρατηγική ευημερίας. Μια τέτοια σύνθεση δεν πρέπει να θεωρείται ανάχωμα στην αναπτυξιακή διαδικασία αλλά γνώμονας για μια ισόρροπη εθνική ανάπτυξη που εντάσσεται στα πλαίσια της σύγχρονης αντίληψης για την εξέλιξη των πραγμάτων σε παγκόσμιο επίπεδο.
Χρειάζεται επειγόντως, μέσα στις νέες πραγματικότητες και στις μεταβαλλόμενες ραγδαία συνθήκες της παγκοσμιοποίησης, της ευρωπαϊκής ενοποίησης και της ύστερης τεχνολογικής επανάστασης, να αξιολογηθεί, να επανακριθεί, να επανακαθοριστεί αυτή η ίδια η έννοια της κοινωνικής προόδου και της ατομικής ολοκλήρωσης μέσα σ’ αυτή. Στο διαχρονικό στόχο πάντα της προοδευτικής αντίληψης και πολιτικής που δεν μπορεί παρά να είναι η κοινωνία ατομικής και συλλογικής Ευημερίας.
Ο κεντρικός στόχος της σύγχρονης σοσιαλιστικής στρατηγικής είναι η Ευ-ημερία του Πολίτη. Με επίκεντρο την Ποιότητα της Ζωής του με την πιο ευρεία σημασία της. Την Πόλη που σηκώνει την παρουσία του. Τον Πολιτισμό που κουβαλά στους ώμους του. Την οργάνωση της καθημερινότητας του, του χρόνου της ημέρας του, του χώρου της ατομικής και της συλλογικής του έκφρασης και δράσης. Η “καλή-μέρα” του.
Στο λεξιλόγιο της προοδευτικής σκέψης η Ευ-ημερία ουσιαστικά ταυτίστηκε με το σοσιαλδημοκρατικό πρότυπο του Κοινωνικού Συμβολαίου της δεκαετίας του ’60, όπου η ποσοτική διάσταση της ανάπτυξης δημιουργούσε το αναγκαίο πλεόνασμα προς διανομή. Ένα πρότυπο που θεμελιώνεται στην κοινωνία της πλήρους απασχόλησης, στο κράτος πρόνοιας και το υψηλό επίπεδο διαβίωσης και έρχεται ως καρπός της “εταιρικής συνεργασίας” του κράτους, των εργοδοτών και των εργαζομένων.
Η ατομική ευημερία στη λογική της παραδοσιακής αριστεράς και όλων των εκφάνσεων της είναι το αποτέλεσμα της συνολικής κοινωνικής ευημερίας και έχει κυρίως οικονομικό περιεχόμενο. Άποψη που στηρίζεται στην αρχή ότι η Ισότητα είναι η θεμελιώδης προϋπόθεση της κοινωνικής ευημερίας. Σε αντίθεση, ο φιλελευθερισμός θεωρεί την Ελευθερία ως θεμελιώδη προϋπόθεση της ατομικής ευημερίας. Η ατομική πρόοδος αποτελεί το μόνο δρόμο που πρέπει μια κοινωνία να διασφαλίσει με απόλυτη ελευθερία προκειμένου η τελική της ευημερία να είναι το αποτέλεσμα και το άθροισμα των ατομικών δυνατοτήτων και επιλογών. Η θεσμική κατοχύρωση των ορίων ανάμεσα στην Ισότητα και την Ελευθερία διαχρονικά αποτελούσε το μέτρο δημοκρατίας στην κοινωνική οργάνωση. Ενώ η κατάργηση τους ή η καθυπόταξη τους προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση διαμόρφωνε τις ακραίες εκφάνσεις των ολοκληρωτικών συστημάτων.
Σήμερα η αναζήτηση αυτών των ορίων περνά μέσα από την εξέλιξη προς την κοινωνία της αφθονίας αλλά και της πληροφορίας. Εξέλιξη η οποία καταρρίπτει τα στεγανά και τη γραμμική εξέλιξη από το ατομικό προς το συλλογικό και αντιστρόφως. Μια νέα διαλεκτική σχέση ανάμεσα τους προσδιορίζει την κοινωνική πρόοδο και την ατομική ολοκλήρωση μέσα σ’ αυτήν. Η Ευ-ημερία έχει ταυτόχρονη αναφορά στον Πολίτη, στην Πόλη, στο Έθνος, στον Πολιτισμό και αντανακλάται στην οργάνωση της Πολιτείας. Και αντανακλά τη νέα σύγχρονη αντίληψη του διαχρονικού αιτήματος για Ισότητα και Ελευθερία :
Ισότητα προς τα πάνω και αναλογικά για όλους.
Ελευθερία επιλογής και δυνατότητα για όλους.
Γι’ αυτό και η ανοιχτή, ανεκτική, συνεκτική κοινωνία στην προοδευτική σκέψη οφείλει πριν και πάνω απ’ όλα να εγγυάται ίσες ευκαιρίες και πολλαπλές και αξιοκρατικές επιλογές. Έτσι διασφαλίζεται και ο ανοιχτός ορίζοντας της πραγματικής Ευ-ημερίας και η μετάβαση από τη στενή οικονομική της διάσταση στην ολοκληρωμένη αντίληψη για την Ποιότητα Ζωής του Πολίτη.
Ευ-ημερία του Πολίτη σημαίνει, κατά συνέπεια, ασφάλεια στη ζωή, στην εργασία, στην υγεία, στο διαθέσιμο χρόνο του, στη γειτονιά του. Σημαίνει αξιοπρέπεια στη σχέση του με τους άλλους, με το κράτος, με τους δημόσιους και κοινωνικούς θεσμούς, με το φυσικό και ανθρωπογενές περιβάλλον του. Σημαίνει δημιουργική και πλούσια κοινωνική ζωή. Σημαίνει προοπτική στην ίδια του την καθημερινότητα που τον συνδέει με τις εξελίξεις δια μέσου της γνώσης, της παιδείας, του πολιτισμού, της τεχνολογίας, της επικοινωνίας. Προοπτική που τον καθιστά συμμέτοχο και συνεργό στην οικοδόμηση μιας Πολιτείας Ανθρώπου.
Η Ευ-ημερία δεν είναι όπως η ισότητα μπροστά στο Θεό που όταν την κερδίζεις είναι πολύ αργά. Συνδέεται με την Ευ-ζωία. Είναι δικαίωμα στη ζωή που συνδέει το επαρκές και απαραίτητο “προς το ζην” με το κοινωνικά αναγκαίο και πραγματικό “ευ-ζην”. Δικαίωμα που πηγάζει από το πλούσιο βασίλειο των αναγκών του, στις άπειρες όψεις της καλη-μέρας του. Ανάγκες που στην εποχή μας συνθέτουν ένα απειράριθμο δίκτυο πέρα από “το ψωμί και το βούτυρο”. Η τροφή και η ενδυμασία, η επιστήμη και η υγεία, η εκπαίδευση και η πληροφόρηση, η επικοινωνία και το ταξίδι, ο υπο διάθεση χρόνος και η αισθητική συγκίνηση, το αίσθημα της κοινότητας και η χαρά της δημιουργίας, οι ανθρώπινες συνθήκες απασχόλησης και η απόλαυση της φύσης, η πολιτισμική αυτονομία και η δια-πολιτισμική επικοινωνία και τόσες άλλες “ων ουκ εστιν αριθμός”. Ανάγκες που όσο περνά ο καιρός εμφανίζουν ολοένα και πιο ισχνή την ποσοτική τους παράμετρο και ολοένα πιο εύρωστη την ποιοτική τους αναβάθμιση. Όπου ενώ διευρύνεται συνεχώς ο κατάλογος τους και παίρνει τη ζωντανή μορφή και απαίτηση του ανθρώπινου δικαιώματος εμείς οφείλουμε ως προοδευτική στρατηγική να εδραιώνουμε τουλάχιστον ταυτόχρονα τους θεσμούς που τα κατοχυρώνουν.
Η Ευ-ημερία του Πολίτη είναι δικαίωμα που μοιράζει το μόχθο της ημέρας δίκαια και αναλογικά όπως τα οφέλη της ανάπτυξης και προσδίδει ένα νέο πολιτισμό στην καθημερινότητα του, τη γεμάτη από αντικείμενα και ανθρώπινες σχέσεις. Πολιτισμός της καθημερινότητας χωρίς κέντρο και περιφέρεια, χωρίς το οικονομικό και πολιτισμικό σχίσμα ανάμεσα στον άνθρωπο της πόλης και της υπαίθρου. Όπου υπάρχουν ανθρώπινες πορείες με πολλαπλές κατευθύνσεις, με δραστηριότητες που έχουν διαφορετικό περιεχόμενο, με διαφοροποιημένες πολιτιστικές διαδρομές εναλλακτικούς τρόπους ζωής. Όπου ο ρατσισμός, η ξενοφοβία καθίστανται αισθήματα ξένα με τις αρχές συγκρότησης της κοινωνικής οργάνωσης, μιας οργάνωσης που συντίθεται και συνυπάρχουν άνθρωποι διαφορετικής καταγωγής, προέλευσης, θρησκείας, κουλτούρας. Όπου η ανασυγκρότηση της γειτονιάς στη ζωή της μεγάλης πόλης και η επαναφορά και οικειοποίηση χρήσιμων αξιών στη ζωή της υπαίθρου παίρνουν τη θέση τους στο κοινωνικό προσκήνιο. Όπου οι άνθρωποι παύουν να νιώθουν αποξενωμένοι σε πόλεις όπως η Αθήνα όπου κάποτε η χειρότερη τιμωρία ήταν ο εξοστρακισμός.
Πολιτισμός της καθημερινότητας που αναδημιουργεί ως χρήσιμη αξία και όχι ως μουσειακό είδος την “καλη-μέρα” στο εργόχειρο ή στο κάδρο ή στον καθρέπτη ενός σπιτιού που σηκώνει τον πλούτο μιας ζωής αξιοβίωτης. Παράλληλα με το Ευ-ζην η Ευ-ημερία συνδέεται με το Ευ-ποιείν. Ζωή και Δημιουργία είναι οι δύο αναγκαίες, συμπληρωματικές αναντικατάστατες όψεις του πολιτισμού της καθημερινότητας.
Με επίκεντρο τον πολιτισμό της καθημερινότητας η διαμόρφωση του νέου προτύπου Ευ-ημερίας, ποιοτικά διαφορετικού από κάθε παλιότερη εκδοχή και που θα οικοδομείται με σύγχρονους όρους αποτελεί την κατ’ εξοχή οριοθέτηση της προοδευτικής και σοσιαλιστικής πρότασης. Μια πρόταση που δεν απεμπολεί τις διαχρονικές της αξίες και τους στόχους της Αριστεράς, ούτε παραιτείται από τις ιστορικές της επιδιώξεις. Απλώς, η Ανάπτυξη, η Δικαιοσύνη, η Απασχόληση, η Αλληλεγγύη, η ίδια η Δημοκρατία εντέλει, πρέπει να επανακαθοριστούν κάτω από το πρίσμα των ραγδαίων αλλαγών που συντελούνται. Να αποκτήσουν το σύγχρονο περιεχόμενό τους.
Ελλάδα και Ευ-ημερία Ποιότητα και Αναδημιουργία…
Ατομική και συλλογική Ευ-ημερία, ούτε τώρα, ούτε αύριο, μπορεί να υπάρξει χωρίς Εθνική Ευ-ημερία.
Το όραμα μιας Ελλάδας που είναι ήδη έτοιμη να επιστρέψει στο ιστορικό προσκήνιο, ξαφνιάζοντας τους πάντες, πρωτοπορώντας και χαράζοντας νέους δρόμους συνδέεται με την Ευ-ημερία. Το όραμα του Ελληνισμού, που μπορεί να διατυπώσει με σύγχρονους όρους και μέσα και να σφραγίσει έμπρακτα με την παρουσία του την προοδευτική του συμβολή στον κόσμο του αύριο, συνδέεται με την Ευ-ημερία. Η ισχύς και η δύναμη της χώρας μας στον ευρωπαϊκό και το βαλκανικό χώρο και η αυξανόμενη επιρροή της στα διεθνή πράγματα συνδέεται με την Ευ-ημερία.
Οι προϋποθέσεις, τόσο οι διαχρονικές και ιστορικές όσο και οι επίκαιρες υπάρχουν και όλες σήμερα είναι ευνοϊκές. Πρώτα απ’ όλα η ίδια η φύση του ελληνισμού ως έθνους που βολεύεται στον κόσμο των ανοιχτών συνόρων, στον κόσμο με γκρεμισμένα τα κάθε λογής τείχη. Ενός λαού ταξιδευτή που από την εποχή της “αργοναυτικής εκστρατείας” ανοίγει συνεχώς πανιά για να παροικήσει με τους άλλους λαούς και τα άλλα έθνη. Έπειτα η πνευματική και πολιτισμική μας κληρονομιά που από την εποχή της “προμηθεϊκής ιδέας” κατέβασε τους θεούς στη γη μπολιάζοντας με την αιτιοκρατική σκέψη τους υπερβατικούς και μυστικιστικούς πολιτισμούς της ανατολής. Είμαστε οι ιστορικά αναγνωρισμένοι γεννήτορες του δυτικού ορθολογισμού, του ευρωπαϊκού πολιτισμικού οικοδομήματος και των πολιτικών και ηθικών αξιών του. Μπορούμε να γίνουμε και οι σύγχρονοι εκ παραδόσεως ιχνηλάτες των νέων διαδρομών. Διαδρομές που ήδη έχουν αρχίσει να αχνοφαίνονται. Και τέλος, επιπλέον, έχουμε μια σημαντική περιουσία που δεν είναι πια δανεική, ένα οικονομικό, αναπτυξιακό, πολιτικό και κοινωνικό απόθεμα να προικοδοτήσουμε μόνοι μας για πρώτη φορά στη νεώτερη ελληνική ιστορία την προσπάθειά μας.
Πριν να σηκώσουμε το οικοδόμημα της Ευ-ημερίας πρέπει να σκάψουμε βαθειά και να τοποθετήσουμε τα γερά θεμέλια που πάνω τους θα στηριχτεί :
Οι ανθρώπινοι πόροι, η παιδεία, ο πολιτισμός
Οι ανθρώπινοι πόροι είναι η πιο μεγάλη μας περιουσία. Στην εποχή της γνωσιοκρατίας, της χρήσης του νου ως της πιο παραγωγικής και ανεπανάληπτης δύναμης, της ανάδειξης του ανθρώπινου δυναμικού, μπορούμε και πρέπει τάχιστα να ολοκληρώσουμε έναν ιστορικό μετασχηματισμό.
~ Ο έλληνας παραγωγός και δημιουργός στην Ευρώπη, τα Βαλκάνια, τη Μεσόγειο και πιο πέρα στις παρευξείνιες χώρες και παντού. Όχι πια ο μεταπράτης. Όχι αυτός που μόνο αγοράζει και πουλάει, που χάνεται στις χαραμάδες του πρόσκαιρου κέρδους.
~ Ο έλληνας που παράγει ζωντανό και ανθρωποκεντρικό πολιτισμό, που συνθέτει και πρωτοπορεί στη νέα εποχή, όχι μόνο προβάλλοντας την παράδοση και την κληρονομιά του και αφομοιώνοντας των άλλων, αλλά και με τη σύγχρονη και δημιουργική του συνεισφορά.
~ Ο έλληνας που παράγει ηθική υπεραξία
Η Ελλάδα της Ευ-ημερίας πρέπει και μπορεί να γίνει χώρα θετικού συντελεστή για τη συνολική πρόοδο και εξέλιξη. Χώρα που παράγει ολοκληρωμένα στελέχη. Και να αναδειχθεί ηθική, πνευματική, παραγωγική και πολιτισμική δύναμη αναφοράς στην περιοχή και παντού.
Υπάρχει και μπορεί να τεθεί η ένσταση ότι το εγχείρημα είναι τόσο δύσκολο, τόσο μεταφυσικό που καταντά ουτοπικό. Εμείς, η φυλή του τζόγου, του δανεικού καταναλωτισμού, της ήσσονος προσπάθειας, της “αρπαχτής”, της “συναλλαγής”, της εύκολης λύσης ; Πως είναι δυνατόν; Υπάρχει και μάλιστα κάθε μέρα που περνά γίνεται εντονότερη και υποδηλώνει την παρουσία της και η άλλη όψη του φεγγαριού. Η εικόνα ενός λαού που όταν ενταχθεί ως πάροικος στο χώρο, στον τόπο, στο είδος, δημιουργεί αξεπέραστα, πρωτοπορεί. Φτάνει να τον σπρώξει μια νέα πνευματική και πολιτισμική υποδομή, μια νέα κουλτούρα εργασίας, μια άλλη νοοτροπία και στάση ζωής που διαφαίνεται ήδη παντού. Στις ιστορικές περιφέρειες, της χώρας, στις δυνάμεις της διασποράς, στους χώρους μάθησης και δημιουργίας. Υπάρχει μια εσωτερική βουή με αναγεννητικά σκιρτήματα σε μια κοινωνία φαινομενικά παρακμειακή που αρχίζει να ακούγεται ολοένα πιο ευδιάκριτα. Να γράφει καλύτερα βιβλία, να παράγει καλύτερα κρασιά, να ζωγραφίζει καλύτερους πίνακες, να σχεδιάζει καλύτερα το μέλλον, να εκπέμπει καλύτερους μουσικούς φθόγγους, να εμφανίζει καλύτερη αισθητική. Μια κοινωνία που αν όλοι μας ανασύρουμε και αναδείξουμε την εσωτερική της ορμή και δυναμική στις αρχές του νέου αιώνα θα προσομοιάζει με αυτή των αρχών της δεκαετίας του ’60 με άλλες βεβαίως σταθερές και συντεταγμένες. Χρειάζεται επειγόντως επανάσταση στο περιεχόμενο της παιδείας και της εκπαίδευσης και διαδικασίες βαθειάς πολιτιστικής αναγέννησης. Είναι οι δύο πυλώνες από τους οποίους διαβαίνουμε ως έθνος από την εποχή των δομών στην εποχή των περιεχομένων, στον κύκλο της Ευ-ημερίας. Το κρίσιμο ερώτημα είναι ποιος είναι ο τρόπος, η κατεύθυνση, το μέσο.
Πολλές φορές οι ποιητές και οι φιλόσοφοι συμπυκνώνουν μέσα από τα βιώματα τους ή τις διαδρομές της σκέψης τους τις αλήθειες. Ακουμπούν με πιο διαπεραστικό μάτι το βάθος των πραγμάτων και με μια αφοπλιστική απλότητα περιγράφουν αυτό που πρέπει να γίνει.. Δείχνουν το δρόμο.
Ο Οδυσσέας Ελύτης γράφει στο “Μικρό Ναυτίλο” :
“μερικές πράξεις για παράδειγμα. Εάν αποσυνδέσεις την Ελλάδα, στο τέλος θα δεις να σου απομένουν μια ελιά, ένα αμπέλι και ένα καράβι. Που σημαίνει με άλλα τόσα τη ξαναφτιάχνεις”
Σε τι προτρέπει ο ποιητής; Να ζήσουμε μόνο με την ελιά και το λάδι, το σταφύλι και το κρασί, τα καλά της θάλασσας; Κάθε άλλο. Ζητά να βιώσουμε την αυθεντική μας ρίζα. Να αναγνώσουμε την ιστορική μας διαδρομή. Να τη μπολιάσουμε με τη σοφία που αποκτήσαμε. Να πάψουμε να πελαγοδρομούμε σε αλλότριους δρόμους ασεβώντας απέναντι στη διάρκεια και τη στερεότητα της φυσικής φοράς των πραγμάτων. Και μέσα απ’ αυτό να αισθανθούμε, να ζήσουμε και να ευημερήσουμε.
Με μια τέτοια πηγή έμπνευσης και κατεύθυνσης υπάρχουν δύο δρόμοι για την Ελλάδα της Ευ-ημερίας : ΠΟΙΟΤΗΤΑ και ΑΝΑΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ
Η Ποιότητα είναι το εθνικό μας διαβατήριο στον κόσμο των ανοιχτών συνόρων, στη σημερινή και την αυριανή Ευρώπη. Ποιότητα παντού. Στην παραγωγή, στον τρόπο ζωής, στην κατανάλωση, στον πολιτισμό, στην παροχή υπηρεσιών, στα αισθήματα, στην εργασία, στον διαθέσιμο χρόνο, στις κοινωνικές σχέσεις, στις αισθητικές αντιλήψεις, στη σκέψη, σε κάθε πράξη. Ολική Ποιότητα. Ποιότητα ως τη μόνη δυνατότητα που έχουμε για να ζήσουμε και να ευημερήσουμε σε ένα κόσμο ανταγωνισμού. Εμείς με το μικρό μας κλήρο, την ισχνή παραγωγική μας δυνατότητα, τον ελάχιστο πληθυσμό, τη μικρή έκταση. Αλλά και εμείς με τη μεγάλη παράδοση, τον ευφυή νου, την ανοιχτή κοινωνικότητα, τη συμπυκνωμένη ιστορική βούληση, την ανθρωποκεντρική στάση.
Η Αναδημιουργία είναι το μέσο που οδηγεί στην Ποιότητα και διασφαλίζει τους εσωτερικούς όρους ενότητας και συνοχής της προσπάθειας. Αναδημιουργία ως προσανατολισμός της παραγωγικής και αναπτυξιακής διαδικασίας. Αναδημιουργία ως μέσο ανασυγκρότησης και αναβάθμισης του ανθρώπινου δυναμικού. Αναδημιουργία ως τρόπος παραγωγής σύγχρονων πρωταθλητών και πρωτοπόρων παντού. Η Αναδημιουργία καλλιεργεί τις δεξιότητες, αναδεικνύει τα ταλέντα, επιβραβεύει τις πρωτοβουλίες, συνθέτει το παλιό και το νέο μέσα από πραγματικές διαδικασίες αναγέννησης.
Με τα θεμέλια αυτά η επιτυχία της παρουσίας μας ως έθνους και ως κοινωνίας στον κόσμο των ανοιχτών συνόρων θα είναι ανάλογη με τη δυνατότητα μας να ενδοσκοπήσουμε τις ικανότητες μας και να αξιοποιήσουμε τα συγκριτικά μας πλεονεκτήματα. Ως εθνική οντότητα στα νέα γεωστρατηγικά δεδομένα. Ως αναπτυξιακή και οικονομική δυνατότητα στην ανάγκη παραγωγικής ανασυγκρότησης του τόπου. Ως κοινωνική και πολιτιστική υπόσταση. Ως πολίτες μιας πολιτείας που μας ανήκει και της ανήκουμε. Είναι οι δρόμοι που διασφαλίζουν Ευ-ημερία για την Ελλάδα του 21ου αιώνα. Οι δρόμοι που στηρίζουν το νέο Εθνικό μας Σχέδιο.
ο Ελληνισμός επιστρέφει : η Ελλάδα ισχυρή ευρωπαϊκή περιφερειακή δύναμη…
Ο πρώτος δρόμος που διασφαλίζει την εθνική Ευ-ημερία είναι ο γεωστρατηγικός προσανατολισμός της χώρας στα νέα παγκόσμια και ευρωπαϊκά δεδομένα και στις κρίσιμες και ρευστές εξελίξεις στην περιοχή.
Είμαστε υποχρεωμένοι μπροστά στη στροφή της χιλιετίας να μιλήσουμε καθαρά, χωρίς περιστροφές και μισόλογα για το τι σημαίνει ολοκληρωμένη στρατηγική της Ελλάδας και του Ελληνισμού που να ανταποκρίνεται στις σύγχρονες ανάγκες.
Γι’ αυτό χρειαζόμαστε επειγόντως ένα συνολικό εθνικό σχέδιο το οποίο “βλέπει” στον κρίσιμο γεωπολιτικό χρόνο που συμβολίζει το 2020. Το 2020 δεν είναι ένας τυχαίος συμβολικός χρόνος όπως για παράδειγμα το 1984 στην προφητεία του Όργουελ. Είναι ένας πραγματικός γεωστρατηγικός και ιστορικός σταθμός προς τον οποίο συγκλίνουν οι μεσο-μακροπρόθεσμες επιδιώξεις των δυνάμεων που διαμορφώνουν σήμερα τη στρατηγική των παγκόσμιων εξελίξεων.
Σ’ αυτό το σταθμό και γι’ αυτό το χρόνο ξετυλίγονται οι νέες στρατηγικές επεξεργασίες των ΗΠΑ που όντας η κυρίαρχη ουσιαστικά υπερδύναμη με όλη τη σημασία της λέξης (στρατιωτικά – πολιτικά – οικονομικά – πολιτιστικά) θέλει να σχεδιάσει και να καθοδηγήσει τις εξελίξεις. Στον ίδιο χρόνο και σε ένα δεύτερο επίπεδο, τείνει να διαμορφωθεί η τελική αρχιτεκτονική και η πρώτη ολοκλήρωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως πολυεθνικού πόλου οργανωμένου σε ομοσπονδιακή μορφή. Στον ίδιο χρόνο φαίνεται να προσδιορίζονται στο χώρο της Ευρασίας τόσο ο επανακαθορισμός του ρόλου της Ρωσίας όσο και η παρουσία και ισχύς της Κίνας ως παγκοσμίων ή περιφερειακών δυνάμεων. Η εικόνα του ίδιου προσανατολισμού ενυπάρχει και στην πορεία της Ινδίας στη Νότια Ασία, του Ιράν στη Νότιο-δυτική Ασία, της Βραζιλίας στη Λατινική Αμερική, της Νότιας Αφρικής και της Νιγηρίας στην Αφρική. Στον ίδιο χρόνο, τέλος, σε ένα τρίτο επίπεδο “βλέπουν” δευτερεύουσες περιφερειακές δυνάμεις, τα συμφέροντα των οποίων συγκρούονται με τα πιο ισχυρά κράτη της περιοχής. Η “εντός και εκτός” Ευρώπης Βρετανία σε σχέση με τον άξονα Γαλλίας- Γερμανίας, η Ουκρανία σε σχέση με τη Ρωσία, η Ιαπωνία σε σχέση με την Κίνα , η Νότια Κορέα σε σχέση με την Ιαπωνία, το Πακιστάν σε σχέση με την Ινδία, η Σαουδική Αραβία σε σχέση με το Ιράν, η Αργεντινή σε σχέση με τη Βραζιλία.
Η σχέση, η σύνθεση, η τριβή, η κατεύθυνση των δυναμικών που αναπτύσσουν οι σύγχρονοι πόλοι καθιστά την Ευρασία το κεντρικό πεδίο εξελίξεων στην υδρόγειο στην πορεία προς το 2020. Η ανάπτυξη και διεύρυνση της Ευρώπης προς την Ανατολή με την σταθεροποίηση και επέκταση προς αυτή του “δημοκρατικού της προγεφυρώματος”. Η ανερχόμενη αλλά και άγνωστη για την προοπτική της ως υπερδύναμης, Κίνα. Η γεωστρατηγική αστάθεια μιας ενδυνάμει υπερδύναμης που ακολούθησε την πτώση του “κρατικού σοσιαλισμού” όπως είναι η μετα-αυτοκρατορική Ρωσία. Η ανάδυση των “Ασιατικών Βαλκανίων” της περιοχής που καθίσταται το νέο επίκεντρο του παγκόσμιου ενδιαφέροντος στο χώρο της Κασπίας και της Κεντρικής Ασίας. Με τα τεράστια αποθέματα φυσικού αερίου και πετρελαίου, τον πλούσιο ορυκτό πλούτο και προ παντός την πρόκληση που συνιστά το αναδυόμενο δίκτυο μεταφορών και επικοινωνιών σε μια ουσιαστικά “παρθένα περιοχή”, υπερπροσδιορίζει την μελλοντική μορφή των παγκοσμίων σχέσεων και συγκρούσεων. Φαίνεται να ξαναζωντανεύουν οι παλιοί “δρόμοι του μεταξιού”.
Η εγκαθίδρυση της “νέας τάξης πραγμάτων” με όλη τη σημασία και την ευρύτητα του όρου -και όχι αναγκαστικά με την ιμπεριαλιστική εκδοχή που συντροφεύει πολλούς εγκέφαλους στην πέραν του Ατλαντικού υπερδύναμη- περνά μέσα από διαρκείς και νέους στρατηγικούς διακανονισμούς στις διάφορες και κρίσιμες περιοχές της Ευρασίας. Ένας απ’ αυτούς είναι και η εξέλιξη στη Βαλκανική που αποτελεί το δεύτερο βήμα μετά από αυτόν της Μέσης Ανατολής. Διακανονισμοί που σε όλη τη διάρκεια της ρευστής και μεταβατικής περιόδου βρίσκονται διαρκώς υπό διαμόρφωση.
Μέσα σ’ αυτό το τοπίο είναι φανερό ότι η Ελλάδα έχει ένα μόνο δρόμο, ένα γεωστρατηγικό προσανατολισμό, ένα σύγχρονο δόγμα που συνιστά και επίκαιρο όραμα :
“Η Ελλάδα στο επίκεντρο των ευρωπαϊκών εξελίξεων σημαίνει ότι καθίσταται ισχυρή περιφερειακή δύναμη στα Βαλκάνια και τη Μεσόγειο και αντιστρόφως”.
Είναι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος που μοιάζει πολύ με την αναβίωση του οράματος του Ρήγα, στη σύγχρονη εκδοχή του. Η Ελλάδα είναι γέφυρα ανάμεσα σε Δύση και Ανατολή ή πιο σωστά διαθέτει όλα τα αναγκαία γεωπολιτικά και γεωστρατηγικά χαρακτηριστικά μιας ευρωπαϊκής χώρας που μπορεί να ανοίξει δρόμους προς την Ανατολή σε μια ομόρροπη κίνηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συνεπώς, επιστρέφοντας στο ευρωπαϊκό προσκήνιο μπορεί να αναδειχθεί ο ισχυρός ευρωπαϊκός πόλος στη Βαλκανική. Μια Βαλκανική που ως ενιαία οντότητα προσεγγίζει και ενσωματώνεται στην αυριανή Ευρώπη. Ο ελληνισμός μπορεί να αποτελέσει την πνευματική, παραγωγική, πολιτισμική και ηθική δύναμη αναφοράς που προαναφέραμε για το χώρο της νοτιοανατολικής Μεσογείου με πολυδύναμες συμμαχίες και σχέσεις στην Κεντρική Ευρώπη και τις Παρευξείνιες Περιοχές.
Το ερώτημα είναι πως αυτή η προοπτική με την εν δυνάμει οραματική της διάσταση απεικονίζεται στρατηγικά στην πράξη, στην πορεία των πραγμάτων προς το 2000.
Η πρώτη διάσταση αφορά την παγκόσμια κατανομή ισχύος που θα προσδιορίσει τη μορφή του κόσμου του μέλλοντος. Όλοι ομολογούν ότι η σημερινή διεθνής πολιτική σκηνή είναι ρευστή και μεταβατική και ότι κανείς από τους πρωταγωνιστές της εξουσίας στις παγκόσμιες σχέσεις δεν είναι ευτυχής με το υπάρχον και ασταθές status quo.
Η διπολική δομή της εξουσίας στον Ψυχρό Πόλεμο ιστορικά ξεπεράστηκε με την κατεδάφιση των τειχών του “κρατικού σοσιαλισμού” και φαίνεται αδιανόητη και οπερετική οποιαδήποτε προσπάθεια αναβίωσής της. Σήμερα, μόνο οι ΗΠΑ έχουν τη δυνατότητα πρακτικά να προωθήσουν τα συμφέροντά τους σε κάθε σημείο του πλανήτη και να επιδιώξουν να εγκαθιδρύσουν μια παγκόσμια ηγεμονία. Σε ένα ακραιφνές μονοπολικό σύστημα όπως οι παλιές αυτοκρατορίες (η Ρώμη του 5ου, η Κίνα του 19ου, η Ρωσία του 20ου αιώνα) οι δορυφόροι είναι σύστημα μικρών και μεσαίων δυνάμεων που αδυνατούν να εμποδίσουν αυτή την επιδίωξη. Σήμερα, αντιθέτως, υπάρχει ένα σύστημα μεγάλων δυνάμεων που οφείλουν να την “νομιμοποιούν”. Η εσωτερική σύγκρουση που για χρόνια σοβεί στις ΗΠΑ ανάμεσα στη στρατηγική της βίαιης επιβολής μέσω οικονομικών κυρώσεων και στρατιωτικών επεμβάσεων και της ήπιας ηγεμονίας μέσω της διεθνούς συνεργασίας και ευρύτατων συμφωνιών από τα όργανα της διμερούς ή της πολυμερούς διεθνούς νομιμότητας θα κρίνει εν πολλοίς και το μέλλον των κατανομών ισχύος και τη μορφή που θα πάρει η παγκόσμια δομή της εξουσίας. Η απόπειρα βίαιης εγκαθίδρυσης μονοπολικού συστήματος κάτω από τη βαριά σκιά μιας αυτοκρατορίας είναι μια αδιέξοδη και επικίνδυνη λογική που μόνο δεινά μπορεί να επισωρεύσει στον πλανήτη.
Αντιθέτως, υπάρχει ο δρόμος προς ένα πολυπολικό σύστημα όπου συντίθεται από διαφορετικούς υπερεθνικούς ή εθνικούς πόλους με παρόμοια “ισχύ”. Πόλοι που συνεργάζονται και ανταγωνίζονται σε διαφορετικά κάθε φορά πεδία, κάτω από καθεστώς πραγματικής και όχι εικονικής διεθνούς νομιμότητας. Είναι ο προοδευτικός δρόμος. Είναι επείγουσα ανάγκη να πεισθεί η Αμερική ότι δεν υπάρχει άλλος τρόπος δημιουργικής αξιοποίησης της ισχύος της και μακροπρόθεσμης εξυπηρέτησης των συμφερόντων της από τη διεθνή συνεργασία. Από την ενίσχυση, διεύρυνση και αυτονομία των διεθνών οργανισμών και θεσμών που εγγυώνται για το σύνολο της ανθρωπότητας την ειρήνη και την επικράτηση του δικαίου. Ότι αυτός ο δρόμος είναι ο μόνος που μπορεί να αντιμετωπίσει την ανασφάλεια και το φόβο της εν δυνάμει παγκόσμιας αναρχίας που μπορεί να προκληθεί από την πληθυσμιακή έκρηξη, τη μετανάστευση των πληθυσμών, τη βίαιη αστικοποίηση, τις εθνοτικές και θρησκευτικές εχθρότητες, τον πολλαπλασιασμό των όπλων μαζικής καταστροφής. Και ότι, τελικά, ένα σύστημα παγκόσμιας ασφάλειας και συνεργασίας μόνο πάνω στην ισοτιμία και τη σχετική αυτονομία των πόλων του πολυπολικού συστήματος μπορεί να οικοδομηθεί.
Αυτό σημαίνει ότι η παγκοσμιοποίηση απαιτεί ένα νέο ιστό από παγκόσμιες δομές, που δεν είναι άτυπο, αφανές και καθοδηγούμενο από την “πίσω πόρτα” αλλά θεσμοποιημένο, ορατό και διευρυνόμενο. Με την αναβάθμιση των όλο και πιο ξεπερασμένων διεθνών δομών και τη διαμόρφωση νέων μπορούμε και πρέπει να σφυρηλατήσουμε στην προοπτική του πολυπολικού κόσμου του 2020 ένα διαρκές πλαίσιο παγκόσμιας γεωπολιτικής συνεργασίας. Ένα πλαίσιο με ολοκληρωμένη λειτουργική και δημοκρατική δομή.
Η Ευρώπη στον αστερισμό των παγκόσμιων εξελίξεων δεν είναι μόνο ο χώρος της αναγκαίας οικονομικής ολοκλήρωσης που θα επιτρέψει στα ευρωπαϊκά κράτη να ανταποκριθούν με επιτυχία στον κόσμο του ανταγωνισμού. Είναι, ταυτοχρόνως, ο χώρος όπου δοκιμάζεται και εν πολλοίς κρίνεται η προοδευτική πρόταση και προοπτική που θα σηματοδοτήσει το παρόν και το μέλλον του πλανήτη. Μια Ευρώπη που μόνο ενωμένη στα φυσικά της σύνορα ως ενιαία πολιτική, κοινωνική και οικονομική οντότητα πολύ-πολιτισμικού και πολυ-εθνικού χαρακτήρα μπορεί να αποτελέσει τον πραγματικά προοδευτικό πόλο στη νέα παγκόσμια πραγματικότητα. Ο στόχος του ισότιμου εταίρου απέναντι στις ΗΠΑ που τόσο διασύρθηκε πρόσφατα στη Βαλκανική δεν είναι μια μακρινή δυνατότητα αλλά σύγχρονη και επίκαιρη απαίτηση. Και είναι θλιβερό ευρωπαϊκές πολιτικές ηγεσίες στο όνομα επιλεκτικών και προνομιακών σχέσεων να υποτάσσουν αυτήν την ανάγκη σε εθνικές επιδιώξεις αμφίβολης χρησιμότητας και άδηλης προοπτικής. Το 2000 η Ευρώπη που θέλουμε δεν μπορεί να μείνει στη σφαίρα της διακήρυξης. Οφείλει να περάσει στη σφαίρα της πράξης. Ανάγκη που σημαίνει ουσιαστικές και πρακτικές πολιτικές και επιδιώξεις για την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η ενσωμάτωση της χώρας μας στο ευρύτερο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι έχει άμεσο μεν στόχο την ισότιμη συμμετοχή και ενεργό παρουσία στα πολιτικά και οικονομικά κέντρα των αποφάσεων που επηρεάζουν καταλυτικά τα εθνικά μας πράγματα, συνδέεται, όμως, άρρηκτα με τη συμβολή μας στη μελλοντική αρχιτεκτονική της Ευρώπης. Γιατί δεν πρέπει να μας διαφεύγει μια σημαντική αλήθεια. Ότι σε μια συντηρητική και χαλαρή Ευρωπαϊκή Ένωση υποταγμένη πλήρως στις δυνάμεις της αγοράς και ελεγχόμενη από εξωγενείς διαδικασίες και παράγοντες, η Ελλάδα θα είναι ένα φτωχό “οικονομικό” πιόνι στη σκακιέρα των μεγάλων δυνάμεων. Το δικό μας όραμα, κατά συνέπεια, δεν είναι μόνο η ΟΝΕ, που αποτελεί απλώς το πρώτο στρατηγικής σημασίας βήμα, αλλά αυτό που μονότονα επαναλαμβάνουμε : Η ισχυρή και σύγχρονη Ελλάδα στην ενωμένη και προοδευτική Ευρώπη.
Αυτό σημαίνει ότι η επείγουσα προτεραιότητα που θέτει ο Ελληνισμός για διαρκή αναβάθμιση της χώρας μας στο πλαίσιο της δυναμικής και επιταχυνόμενης πορείας ενοποίησης, πρέπει παράλληλα να συνοδεύεται με συγκεκριμένες πρωτοβουλίες στη διαμόρφωση της εναλλακτικής πρότασης της ευρωπαϊκής αριστεράς για την τελική αρχιτεκτονική της Ενωμένης Ευρώπης του 2020. Γι’ αυτό ακριβώς η επείγουσα προτεραιότητα της πολιτικής ένωσης, του ενιαίου κοινωνικού χώρου, της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας, στην κατεύθυνση ενίσχυσης των θεσμών, της δημοκρατίας και της ανάπτυξης στην Ένωση, οφείλει να κατευθύνεται στο στόχο μιας πραγματικής Ευρωπαϊκής Κυβέρνησης. Όχι, βέβαια, ως επιβολή των ισχυρών εναντίον των αδυνάτων στον ευρωπαϊκό χώρο αλλά ως έκφραση μιας ομοσπονδιακής δομής ισότιμων και αυτοδύναμων κρατών
Αυτό το πλαίσιο θέσεων και προοπτικής απεικονίστηκε ανάγλυφα στη στάση και την ενεργό πρωτοβουλία της χώρας μας στην κρίση του Κόσσοβου. Όπου πέρα από την προστασία των συνόρων, την ασφάλεια, την οικονομική θωράκιση, η Ελλάδα όχι μόνο δεν έγινε μέρος του προβλήματος αλλά παρουσιάστηκε αναβαθμισμένη και παρούσα στις μελλοντικές εξελίξεις. Είναι γεγονός, βεβαίως, ότι αυτή η παρουσία θα κριθεί από τη δυνατότητα μας να κλείσουμε όλες τις πληγές που έχουμε ανοιχτές στην Βαλκανική και να αναδείξουμε παράλληλα με τη συμμετοχή μας στην ανασυγκρότηση της περιοχής την διαρκή συμβολή μας ως δύναμη συνεργασίας, ανάπτυξης, ειρήνης. Ως του παράγοντα που εγγυάται τη σταθερότητα και την ασφάλεια. Πρέπει βαθιά μας να κατανοήσουμε και να αντιληφθούμε ότι εδώ και καιρό και για τα επόμενα χρόνια εκτυλίσσεται ένας νέος στρατηγικός διακανονισμός στην περιοχή που έχει άμεση σχέση με πολλαπλά συμφέροντα των ευρύτερων γεωστρατηγικών διαδρομών που οδηγούν στην Ανατολή.
Η πρωτοβουλία για τα Ευρωπαϊκά Βαλκάνια πρέπει και μπορεί να ανήκει σε μας. Έχουμε όλες τις δυνατότητες να καταστήσουμε γεωστρατηγικά τη χώρα ισχυρή περιφερειακή δύναμη στα Ευρωπαϊκά Βαλκάνια. Φτάνει με τόλμη και πρωτοβουλία να υπερβούμε τις ιστορικές μας φοβίες, να ξεπεράσουμε άκριτους σωβινισμούς και να σχεδιάσουμε μια βαλκανική στρατηγική ευρωπαϊκού προσανατολισμού. Η ανάπτυξη πολυδύναμης και πολυμερούς διαβαλκανικής συνεργασίας ξεκινά από την προστασία της ειρήνης των συνόρων και της εδαφικής ακεραιότητας των κρατών, την κατοχύρωση του δικαιώματος των εθνών στην ύπαρξη δικής τους πατρίδας. Επεκτείνεται στη μεταφορά και διάχυση της τεχνογνωσίας στο χώρο, τις κοινές και σύγχρονες υποδομές και τα διαβαλκανικά δίκτυα επικοινωνίας, μεταφορών, ενέργειας, την ανάπτυξη οικονομικής και κοινωνικής συνεργασίας, την οργάνωση των ανοικτών πια συνόρων στην περιοχή. Και ολοκληρώνεται με τον στρατηγικό προσανατολισμό της Βαλκανικής ως ιδιαίτερης οντότητας του ευρωπαϊκού χώρου.
Στο πλαίσιο αυτής της εξέλιξης πρέπει να ιδωθούν οι ελληνοτουρκικές σχέσεις με όλη την ιδιομορφία τους και την διαρκώς παρούσα απειλή που απορρέει από την επεκτατική λογική της Άγκυρας. Γιατί αν προς το Βορρά και προς το Νότο η Ελλάδα μπορεί και πρέπει με δική της πρωτοβουλία, δράση και ευθύνη να κλείνει ανοιχτά μέτωπα στο τρίγωνο που αφορά την Ανατολή, Ελλάδα- Κύπρος – Τουρκία, αυτό δεν αρκεί. Με αποκλειστική ευθύνη των Τούρκων αναπτύσσεται μια υποβόσκουσα εστία έντασης, ένα εν δυνάμει αποσταθεροποιητικό σημείο στην ευρύτερη περιοχή.
Ο τρόπος που στέκονται ο ένας απέναντι στον άλλο, η Ελλάδα και η Τουρκία στην αμέσως επόμενη ιστορική φάση θα καταντήσει ρετρό. Θα αλλάξει εκ των πραγμάτων. Τα ανοιχτά σήμερα θέματα που κυρίως θέτει η Τουρκία θα αλλάξουν επίπεδο προσέγγισης. Τα γεγονότα τρέχουν με μεγάλη ταχύτητα. Όπως αναφέραμε ήδη ένας ευρύτερος διακανονισμός βρίσκεται σε εξέλιξη στη Βαλκανική, την Αν. Μεσόγειο, τη Μέση Ανατολή και οι ελληνοτουρκικές σχέσεις παραμένουν σ’ ένα επίπεδο απαράδεκτης στασιμότητας και έντασης που μακροπρόθεσμα βλάπτουν ανεπανόρθωτα και τις δύο χώρες. Είμαστε, κατά συνέπεια, υποχρεωμένοι να καταβάλουμε συνεχείς προσπάθειες εκλογίκευσης της Άγκυρας χωρίς να διαπραγματευόμαστε ούτε σπιθαμή γης και πολύ περισσότερο χωρίς να την απολέσουμε. Πρέπει να παίρνουμε και να εξαντλούμε όλες τις δυνατές πρωτοβουλίες προσέγγισης. Το κλίμα ειρήνης και αποκλιμάκωσης της έντασης μέσα από συγκεκριμένα βήματα δρομολόγησης αποδεκτών λύσεων στην περιοχή και βάσει των κανόνων του διεθνούς δικαίου και των διεθνών συνθηκών και συμβάσεων και η προοπτική της μείωσης των εξοπλισμών που θα επακολουθήσει μόνο τις δύο χώρες ωφελεί.
Για μας φαντάζει πολλές φορές ακατανόητη, ιδιαίτερα για όσους υποστηρίζουν το μύθο περί υποβάθμισης του ρόλου της Τουρκίας μετά το ψυχρό πόλεμο, η πεισματική εμμονή της Αμερικής να επιβάλλει στην Ευρώπη την άμεση “υποδοχή” της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή οικογένεια. Για τις ΗΠΑ δεν υπάρχει μόνο το δίλημμα “ισλαμική” ή “ευρωπαϊκή” Τουρκία που έρχεται και επανέρχεται κατά κόρο ως φόβος η επιχείρημα για τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της Τουρκίας. Δεν υπάρχει μόνο η “θεοκρατική” ή η “κοσμική” Τουρκία που κοιτάζει προς το Νότο ή τη Δύση. Υπάρχει ανάγκη μιας ελεγχόμενα “εθνικιστικής” Τουρκίας που κοιτάζει στην Ανατολή. Προς τα “Ασιατικά Βαλκάνια” προς τα οποία η Τουρκία έχει ριζωμένες βλέψεις ηγεμονικής παρουσίας στους τουρκογενείς λαούς της περιοχής. Μια κοσμική Τουρκία που συνυπάρχει και αντιπαρατίθεται ταυτόχρονα με το θεοκρατικό Ιράν, απέναντι στη Ρωσία με την οποία έχει σχέση ιστορικής εχθρότητας και μόνιμης αντιπαλότητας, ενισχύει το γεωστρατηγικό πλουραλισμό που επιτρέπει την αμερικανική επικυριαρχία. Κατά συνέπεια η προσέγγιση της Τουρκίας στην Ευρώπη που διασφαλίζει μακροπρόθεσμα τον κοσμικό και δημοκρατικό της χαρακτήρα, επιτρέπει και προωθεί αυτό το στόχο, ενώ ταυτόχρονα εκμηδενίζει τις αυτοκρατορικές παραισθήσεις της. Για την Αμερική αυτό είναι ένα κρίσιμης σημασίας γεωπολιτικό και στρατηγικό ζήτημα και όχι μια “οικονομική” επιλογή. Παρόλο που “ντύνεται” οικονομικά και θωρακίζεται με τον λεγόμενο “τουρκικό αγωγό” από Μπακού προς Τσεϊχάν της μεσογειακής ακτής της Τουρκίας για τον οποίο η εμμονή των Αμερικανών είναι αξιοσημείωτη. Όλα υποτάσσονται στο στόχο να καλλιεργηθεί στην Τουρκία το αίσθημα του στρατηγικού εταίρου στη λεκάνη της Κασπίας και της Κεντρικής Ασίας.
Για την Ευρώπη, όμως, στον σημερινό και αυριανό κόσμο του ανταγωνισμού, η Τουρκία δεν αποτελεί στενά πολιτικό ζήτημα, ούτε πολύ περισσότερο μπορεί να αντιμετωπιστεί ως τέτοιο. Η προοπτική ένταξης της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι για την Ευρώπη και τη συνοχή της και οικονομικό αλλά και ιδεολογικό, πολιτιστικό και ηθικό ζήτημα. Η δημοκρατία, τα ανθρώπινα δικαιώματα, ο σεβασμός στους διεθνείς κανόνες και τις συνθήκες που υπαγορεύουν τη συνεργασία και προπαντός η υποκρισία απέναντι στην Κύπρο και η αίσθηση του “κακού γείτονα” στην περιοχή, δεν αποτελούν παρονυχίδα για την προσέγγιση της Τουρκίας στην Ευρώπη. Και αν ακόμη λησμονήσουμε τον κατακλυσμό των ευρωπαϊκών αγορών από τα εκατομμύρια των τούρκων ή το τεράστιο κόστος συντήρησης και ένταξης μιας υπανάπτυκτης αγροτικής οικονομίας στην ευρωπαϊκή οικογένεια, η Ευρώπη έχει πολιτισμικούς, ηθικούς και ιστορικούς λόγους να φοβάται τους ανεδαφικούς εραστές της αναβίωσης της “οθωμανικής αυτοκρατορίας”.
Ποια είναι η θέση μας; Πρέπει να είμαστε σαφείς :
Σε ένα στρατηγικό διακανονισμό όπου η Τουρκία εγκαταλείπει τα ανεδαφικά της όνειρα, η Ελλάδα οφείλει και πρέπει για λόγους που αφορούν καθαρά τα δικά μας συμφέροντα, όχι μόνο να διευκολύνει αλλά και να επιταχύνει την ευρωπαϊκή προσέγγιση της Τουρκίας. Βέβαια, με τρόπο ολοκληρωμένο και κάτω από τις πραγματικές εγγυήσεις που αφορούν την πορεία προς βιώσιμη λύση του κυπριακού ως διεθνούς προβλήματος και στη βάση των αποφάσεων του ΟΗΕ. Την αποδοχή της διεθνούς νομιμότητας και των δικαιοδοτικών της οργάνων για το Αιγαίο. Την υιοθέτηση των θεμελιωδών αξιών και αρχών του ευρωπαϊκού πολιτικού συστήματος. Και την αντιμετώπιση του “κουρδικού” με διεθνή συνδρομή και στη βάση των κανόνων του διεθνούς δικαίου.
Αν σήμερα αυτή η προοπτική μοιάζει ανεδαφική αύριο δεν θα είναι. Γιατί η επιμονή στην αδιάλλακτη και επεκτατική της στρατηγική μακροπρόθεσμα κρατά καθηλωμένη την Τουρκία στην υπανάπτυξη και την αιματηρή οικονομική δυσπραγία με αντάλλαγμα ένα ρόλο “ελεγχόμενου χωροφύλακα”. Ενώ υπάρχει τεράστιο πεδίο επανακαθορισμού των ιστορικών ρόλων και για τις δύο χώρες στην ευρύτερη περιοχή.
Να αναπτύξουμε τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις πάνω στη συστηματική και εργώδη κατανόηση του αμοιβαίου συμφέροντος και στην ανάγκη καθαρής κατανομής ρόλων και επιδιώξεων στην περιοχή είναι η σύγχρονη προϋπόθεση υλοποίησης της εθνικής στρατηγικής.
Πρέπει να κατανοήσουμε βαθιά ότι αυτό τον καιρό σχεδιάζεται εξαρχής στην πέραν του Ατλαντικού υπερδύναμη η προοπτική του 2020. Το έδειξε καθαρά η αμηχανία που έκρυβαν οι αλλεπάλληλες κινήσεις στον πόλεμο στο Κόσσοβο. Η γενική αρχή της ελεγχόμενης αλλαγής συνόρων και της δημιουργίας προτεκτοράτων δεν ευδοκίμησε. Έχει τεράστιο κόστος σε ζωές, σε καταστροφές, σε χρήμα. Η πολιτική του οικονομικού εμπάργκο, της απρόκλητης στρατιωτικής επέμβασης και της μεροληπτικής και εξόφθαλμα επιλεκτικής χρήσης των “ανθρώπινων δικαιωμάτων” δημιουργεί πολύ περισσότερους εχθρούς και καθιστά επιφυλακτικούς αν όχι εχθρικούς τους λαούς απέναντι στον αμερικανικό νέο-ηγεμονισμό. Ο προσανατολισμός στο δρόμο της διεθνούς συνεργασίας είναι η μόνη οδός.
Ωστόσο, η ίδια η πραγματικότητα επιβάλλει αυτή η προοπτική να επιτευχθεί όχι με άκριτες αντιπαλότητες και άγονες αντιπαραθέσεις αλλά σε πνεύμα διεθνούς συνεννόησης και ουσιαστικής προσέγγισης. Εμείς έχουμε κάθε λόγο όχι μόνο να διευρύνουμε τις σχέσεις μας με τις ΗΠΑ και να τις καταστήσουμε διαρκώς στενότερες αλλά και να συμμετέχουμε κατά το δικό μας μερίδιο στη χάραξη της συνολικής πορείας. Είναι μεγάλη ανάγκη να συγκροτήσουμε παράλληλα με το ΣΑΕ ή και στα πλαίσια του, ειδικό φορέα συγκέντρωσης και αξιοποίησης των δυνάμεων μας που από τη θέση τους ήδη συμμετέχουν στους ευρύτερους στρατηγικούς σχεδιασμούς. Η πληροφορία, η επεξεργασία, η προβολή, η επινόηση των επόμενων κινήσεων και η πρόταση σ’ αυτό τον τομέα γίνεται ύψιστη εθνική προτεραιότητα. Ένα σώμα ελλήνων εγκεφάλων συσπειρωμένο σε φορέα στρατηγικής επεξεργασίας και σχεδιασμού με έδρα τις ΗΠΑ και σύνθεση από τον απανταχού ελληνισμό είναι άμεση ανάγκη.
Παράλληλα να χαράξουμε πολυδύναμη και ενεργό εξωτερική πολιτική με προτεραιότητα στις σχέσεις στρατηγικής σημασίας με τις παρακαυκάσιες χώρες. Να διευρύνουμε τις σχέσεις συνεργασίας με τη Ρωσία και τις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης. Να αναπτύξουμε τις διμερείς σχέσεις με την Ινδία, την Κίνα, το Ιράν. Να ενισχύσουμε το μεσογειακό και μεσανατολικό ρόλο που παραδοσιακά ασκεί η Ελλάδα.
Το τοπίο της ολοκληρωμένης στρατηγικής του Ελληνισμού συμπληρώνουν :
~ Η ενίσχυση της αποτρεπτικής μας δύναμης στα πλαίσια της εθνικής στρατηγικής ασφαλείας και άμυνας της χώρας και η διεύρυνση της συνεργασίας στα θέματα ασφαλείας με όλες τις χώρες της ευρύτερης περιοχής.
~ Η επιτάχυνση των πρωτοβουλιών αξιοποίησης ως ισχυρού συγκριτικού μας πλεονεκτήματος της οικουμενικής διάστασης του ελληνισμού
~ Η διασφάλιση των εσωτερικών προϋποθέσεων μιας νέας ενότητας σε κλίμα εθνικής συνεννόησης και ενιαίας δράσης.
Όλα αυτά είναι φανερό τα αντιστρατεύεται η αποσπασματική αντιμετώπιση των εθνικών θεμάτων, η διαρκής διελκυνστίδα ανάμεσα στο “άσπρο” και το “μαύρο”, η ανανεούμενη και βαρετή πια σκιαμαχία ανάμεσα σε “υπερ-πατριώτες” και “ενδοτικούς”. Αντίθετα οι επιτακτικές ανάγκες και οι σύγχρονες επιδιώξεις μας απαιτούν συνεκτική πορεία προσαρμογής στις νέες συνθήκες. Πορεία που πρέπει να διανυθεί επιτέλους, έξω από τους ιστορικούς μετεωρισμούς που μας ταλανίζουν σ’ όλη τη διάρκεια της νεοελληνικής ιστορίας. Η αίσθηση της απουσίας εθνικής ολοκλήρωσης αδυνατίζει και υποχωρεί στο βαθμό που η χώρα μας έκανε και κάνει ιστορικά βήματα ενίσχυσης της θέσης της και αντιμετωπίζει με άλλη φωνή τις εξελίξεις στην περιοχή. Τα περιθώρια είναι πολύ μεγαλύτερα. Ας τα αξιοποιήσουμε. Υπάρχει και ο δρόμος και ο τρόπος.
Ανάπτυξη και Αλληλεγγύη : οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος…
Ο δεύτερος δρόμος που διασφαλίζει την εθνική Ευ-ημερία είναι η βιώσιμη, διευρυνόμενη, αυτοτροφοδοτούμενη Ανάπτυξη και η κοινωνία Αλληλεγγύης που την στηρίζει, την τροφοδοτεί αλλά και τροφοδοτείται απ’ αυτήν.
Η έννοια, το περιεχόμενο, το είδος και οι στόχοι της Ανάπτυξης έρχεται στο επίκεντρο των σύγχρονων εξελίξεων και καθίσταται το μείζον ζήτημα του κόσμου των ανοιχτών συνόρων Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι και οι πιο συντηρητικοί οργανισμοί αναζητούν τον επαναπροσδιορισμό της. Η πρόσφατη έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας ομολογεί ότι η ανάπτυξη ως ποσοτικό μέγεθος έτσι όπως επιχειρήθηκε τις τελευταίες δεκαετίες καθίσταται αδιέξοδη. Διευρύνει τις κοινωνικές και γεωγραφικές ανισότητες. Θέτει σε κίνδυνο την ίδια την επιβίωση. Αδυνατεί να αντιμετωπίσει τα προβλήματα και τις ανάγκες των πληθυσμών. Και προτρέπει στην ποιοτική στροφή και στη ριζική αλλαγή προσανατολισμού και στόχων.
Από την άλλη μεριά, είναι βέβαιο, ότι η συμμετοχή ή όχι -και σε ποιο βαθμό- στα οφέλη της Ανάπτυξης με την έννοια του παραγόμενου πλούτου, θα κρίνει σε εθνικό, ευρωπαϊκό και τελικά σε παγκόσμιο επίπεδο το νέο διεθνή καταμερισμό του κεφαλαίου και της εργασίας. Ή πιο απλά και σχηματικά τη δομή της αναπτυξιακής πυραμίδας. Καθίσταται προφανές ότι η ουσιαστική αναβάθμιση της χώρας μας σ’ αυτήν είναι ο φάρος που οδηγεί την αναπτυξιακή μας προσπάθεια και στρατηγική. Είναι η πρώτη και καθοριστική προϋπόθεση για τη δημιουργία της ατομικής και συλλογικής Ευ-ημερίας. Είναι το δικό μας εθνικό στοίχημα για τα πρώτα χρόνια του 21ου αιώνα.
Για να υπάρξει η βιώσιμη, διευρυνόμενη και αυτοτροφοδοτούμενη Ανάπτυξη απαραίτητη προϋπόθεση είναι η δημιουργία των όρων, των προϋποθέσεων και των συνθηκών που καθιστούν ανταγωνιστική την εθνική μας οικονομία. Η κατεύθυνση της προσπάθειας στοχεύει ταυτόχρονα στην Ποιότητα, στην Εξωστρέφεια και στην Μεγέθυνση και στη συνεχή αύξηση της Παραγωγικότητας της Οικονομίας. Ένα τέτοιο στόχο δεν μπορεί παρά να τον διασφαλίσει η οικοδόμηση μιας οικονομίας της αγοράς ενταγμένης στο νέο πλαίσιο του ανταγωνισμού.
Ο δρόμος μας αποδέχεται ασφαλώς την αγορά και τους κανόνες της ως το μέσο επιχειρηματικής και οικονομικής δραστηριότητας. Μια αγορά, όμως, ενταγμένη σε μια κοινωνική οργάνωση που καθορίζει η ίδια τους στόχους της και θέτει το ρυθμιστικό της πλαίσιο. Ο δρόμος που ρίχνει όλο το βάρος στην ανάπτυξη ως αυξανόμενο αλλά με ποιοτικά χαρακτηριστικά μέγεθος και στην παραγωγική και ορθολογική διαχείριση των πόρων. Ο δρόμος που προϋποθέτει μεν επίτευξη υψηλών ρυθμών ανόδου του ΑΕΠ, δεν ταυτίζεται, όμως, μ’ αυτούς και δεν εξαντλείται σ’ αυτούς. Γιατί δεν υπάρχει πραγματικά αναπτυσσόμενη οικονομία χωρίς συνεχή αύξηση της παραγωγικότητας της. Χωρίς ορθολογική, ισόρροπη και σχεδιασμένη κατανομή των επενδύσεων σε εξωστρεφείς προσανατολισμούς. Χωρίς την αξιοποίηση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων σε πόρους φυσικούς και ανθρώπινους. Χωρίς διασύνδεση κλαδικών και περιφερειακών πολιτικών και προτεραιοτήτων.
Τι σημαίνουν όλα αυτά για τον τόπο μας;
Να διαλύσουμε κατ’ αρχή ορισμένες μακροχρόνιες ψευδαισθήσεις. Ότι η χώρα μας μπορεί να ακολουθήσει τα ίδια χνάρια της βιομηχανικής ανάπτυξης των αναπτυγμένων χωρών. Ότι για να καλύψουμε το χαμένο έδαφος πρέπει να περάσουμε από τις διαδοχικές φάσεις και τα κομβικά σημεία μιας γραμμικής εξέλιξης. Ότι η συγκεντρωμένη στο εργοστάσιο βιομηχανική παραγωγή τελικά κυριαρχεί πάνω σε όλες τις άλλες δραστηριότητες και τις επικαλύπτει. Ότι η ποσότητα στην παραγωγή του αγροτικού τομέα αποτελεί από μόνη της το μέσο ανόδου του αγροτικού εισοδήματος. Ότι η τεχνολογική εξάρτηση σε υποχρεώνει να αναπτύξεις από την αρχή την τεχνολογική σου υποδομή και να σταθείς αυτοδύναμα στο διεθνή ανταγωνισμό. Ότι ο τριτογενής τομέας της οικονομίας δεν είναι αναπτυξιακός αλλά υπάρχει απλώς για να υποστηρίζει τους άλλους δύο. Ότι τελικά η οικονομική ανάπτυξη μπορεί να συντελεστεί σε συνθήκες κλειστής εθνικής αγοράς, αυτοδυναμίας, εσωστρέφειας και αυτάρκειας.
Όλα αυτά έχουν καταρριφθεί. Ο νέος διεθνής καταμερισμός του κεφαλαίου και της εργασίας διαμορφώνεται κάτω από μια ουσιαστική μετατόπιση. Από το εργοστάσιο στο γραφείο. Από το προϊόν στην υπηρεσία. Από το φυσικό αντικείμενο, το καταναλωτικό αγαθό στο κοινωνικό αγαθό. Η εθνική οικονομία και αγορά ενταγμένη σε μια ανοιχτή και διεθνοποιημένη δομή ουσιαστικά μπαίνει κάτω από άλλους όρους ανταγωνισμού και χρειάζεται επανακαθορισμός στόχων και πολιτικών. Ο ανταγωνισμός προϋποθέτει για τη χώρα παραγωγική ανασυγκρότηση και εκσυγχρονισμό των δομών προς την κατεύθυνση μιας αναπτυξιακής διαδικασίας που διαμορφώνεται ως αυτόνομο συμπλήρωμα οργανικά και αρμονικά ενταγμένο στην ευρωπαϊκή -κατά κύριο λόγο- και την ευρύτερη αγορά.
H μετατόπιση της οικονομικής δραστηριότητας σε μια νέα διάρθρωση της παραγωγής ανοίγει τους ορίζοντες για μια καινοτόμα, φυσική, ορθολογική, εθνική επιλογή. Η ελληνική οικονομία μπορεί και πρέπει να επιλέξει αναπτυξιακούς τομείς που αντέχουν ακόμη σε ένα φυσικό, εθνικό προστατευτισμό. Στις ευρωπαϊκές και τις διεθνείς αγορές διαβατήριο μας είναι η ιδιοτυπία, η ποιότητα, η μοναδικότητα του πιστοποιημένου ελληνικού προϊόντος. Μπορεί και πρέπει με διορατικότητα και οξυδέρκεια να εντοπίσουμε, να διασφαλίσουμε, να περιφρουρήσουμε τους τομείς παραγωγής και τις αγορές που όχι μόνο μας ανήκουν, αλλά βρίσκονται μπροστά μας και μας δίνουν προοπτικές συγκριτικής επιβολής και επικράτησης. Οι παραδοσιακές καλλιέργειες, τα βιολογικά και οικολογικά προϊόντα, οι επενδύσεις στην εξειδικευμένη και υψηλή τεχνολογία, η ολική ποιότητα στην προσφορά και την ανάπτυξη των υπηρεσιών, είναι η κατευθυντήρια γραμμή και επιδίωξη.
Γραμμή και επιδίωξη που για την παραγωγική αναδιάρθρωση υπαγορεύει επτά εντελώς συγκεκριμένες προτεραιότητες και ιεραρχήσεις :
–Στην κατάρτιση και εκπαίδευση του ανθρώπινου δυναμικού, του πιο παραγωγικού και ανταγωνιστικού κεφαλαίου μας, που συνδέεται απευθείας με τις αναπτυξιακές ανάγκες και συμβάλλει στα ποιοτικά χαρακτηριστικά της ανάπτυξης και την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας
–Στην περιφερειακή συγκρότηση της χώρας μέσα από αναπτυξιακά και παραγωγικά σχέδια με εξωστρεφή προσανατολισμό και με αντίστοιχη προσαρμογή, εξειδίκευση και κατεύθυνση των επενδυτικών κινήτρων κατά περιοχή.
–Στην ολοκλήρωση της μεγάλης μεταρρύθμισης του αγροτικού τομέα μέσα στα πλαίσια της ευρύτερης ανασυγκρότησης της υπαίθρου
–Στη διεύρυνση της παραγωγικής βάσης στη βιομηχανία, τη μεταποίηση, τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, με έμφαση στις επιχειρήσεις υψηλής τεχνολογίας
-Στην διαμόρφωση συνθηκών ολικής ποιότητας σε όλο το πλέγμα παροχής υπηρεσιών, με έμφαση την τουριστική ανάπτυξη
–Στην ενίσχυση των εθνικών πρωτοβουλιών, δημόσιων και ιδιωτικών, στους σύγχρονους και κρίσιμους ανταγωνιστικούς τομείς της ενέργειας, των τηλεπικοινωνιών, των μεταφορών, των διεθνικών δικτύων μέσα στις συνθήκες προϊούσας απελευθέρωσης των αγορών
–Στην ολοκλήρωση των εθνικών υποδομών για την Ελλάδα του 21ου αιώνα
Η ανασυγκρότηση αυτή ανταποκρίνεται στις σύνθετες ανάγκες της αναδυόμενης, σύγχρονης και ανεπτυγμένης πλέον, ελληνικής οικονομίας. Ανταποκρίνεται εξ αντικειμένου στις προδιαγραφές και κυρίως στις προοπτικές του συσσωρευμένου παραγωγικού δυναμικού της οικονομίας σε φυσικούς και ανθρώπινους πόρους. Ανταποκρίνεται στη γεωγραφική και ιστορική δυναμική που αναπτύσσουν οι περιφέρειες της χώρας και η χώρα στη Βαλκανική. Ανταποκρίνεται στις συνθήκες του διεθνούς ανταγωνισμού και των συγκριτικών μας πλεονεκτημάτων σ’ αυτόν.
Τρεις είναι οι προϋποθέσεις που καθιστούν την προσπάθειά μας όχι μόνο βιώσιμη αλλά και ευρύτατα προοδευτική και έχουν σχέση με την εσωτερική δομή και δυναμική της ίδιας της αναπτυξιακής διαδικασίας.
Η πρώτη προϋπόθεση αφορά την ισόρροπη ανάπτυξη:
Η χώρα για να ανταποκριθεί στον ανταγωνισμό έχει ανάγκη από κάθε παραγωγική και αναπτυξιακή της ικμάδα. Δεν εξαντλείται μόνο σε μεγάλες επιλογές και μεγάλα έργα. Ούτε στηρίζεται προνομιακά σε κάποιες κοινωνικές δυνάμεις. Δεν νοείται αναπτυξιακή στρατηγική με φθίνουσες περιοχές, ερήμωση χώρων, βίαιους και αυταρχικούς δήθεν εκσυγχρονισμούς που συρρικνώνουν κοινωνικές δυνάμεις στο όνομα του χωρίς όρους και όρια ανταγωνισμού. Η ισόρροπη ανάπτυξη επιβάλλει τη φτωχή περιοχή να αναπτυχθεί. Την ερήμωση της υπαίθρου να αναταχθεί. Την αγροτική οικονομία να ανασυνταχθεί κι όχι να συρρικνωθεί και να παραδοθεί. Τη μικρή και μεσαία επιχείρηση να εκσυγχρονιστεί και να ζήσει. Πλάι στο ρυθμιστικό πλαίσιο της αγοράς οφείλουμε να διαμορφώσουμε ρυθμιστικό πλαίσιο επιλογών που διασφαλίζει την ισόρροπη ανάπτυξη.
Η δεύτερη προϋπόθεση αφορά στον οικολογικό αναπροσανατολισμό της παραγωγικής δραστηριότητας:
Το περιβάλλον και η οικολογική ισορροπία για πολλά χρόνια ήταν ο φτωχός συγγενής της αναπτυξιακής διαδικασίας, ένα δευτερεύον ή παρεμπίπτον ζήτημα. Σήμερα έρχεται στο επίκεντρο της ανάπτυξης και αποτελεί κεντρικό κριτήριο και αφετηρία για την όποια επιλογή. Η κρίση του καταναλωτικού μας προτύπου, η στροφή στο μεσογειακό τύπο διατροφής, το φυσικό και κλιματολογικό πλεονέκτημα της χώρας, το τοπίο και οι πλουτοπαραγωγικοί της πόροι, πρέπει να κατευθύνουν την αναπτυξιακή προσπάθεια σ’ αυτό το στόχο. Και να μετατρέψουν το φυσικό και οικολογικό μας οικοσύστημα σε παραγωγική δύναμη πάνω στην οποία θεμελιώνεται η ποιότητα και η αναδημιουργία.
Η τρίτη προϋπόθεση αφορά το σύγχρονο κοινωνικό κράτος:
Η μέχρι σήμερα αντίληψη του Κράτους Πρόνοιας ως συμπληρωματικού στοιχείου της ανάπτυξης που τρέφεται από τα περισσεύματα του κρατικού προϋπολογισμού και εξαντλείται στα όρια της επιδοματικής προστασίας πρέπει να αλλάξει ριζικά. Το σύγχρονο Κοινωνικό Κράτος είναι αυτόνομο και οργανικό στοιχείο της ανάπτυξης. Οικοδομείται με μόνιμες και διευρυνόμενες δομές σ’ όλα τα πεδία της κοινωνικής προστασίας. Δομές που με τη σειρά τους ανατροφοδοτούν την ανάπτυξη. Η προσφορά κοινωνικών υπηρεσιών για την απασχόληση, την υγεία, την πρόνοια, την ασφάλιση, την κατοικία δεν είναι μόνο ένα κοινωνικό αγαθό. Είναι δημόσια υποχρέωση, συγκροτείται σε συνθήκες κοινωνικής συνεργασίας και παράγει ανταγωνιστικές υπηρεσίες σε σχέση με το διεθνές περιβάλλον. Ήρθε η ώρα, πάνω στο αναπτυξιακό πλεόνασμα που δημιουργήσαμε να αναπτύξουμε με εντελώς νέα αντίληψη το σύγχρονο Κοινωνικό Κράτος.
Κάτω από το πρίσμα αυτής της αντίληψης και της στρατηγικής και με δεδομένους τους στόχους και τις επιδιώξεις της, οφείλουμε να αποσαφηνίσουμε ρόλους, να εμπεδώσουμε νέες ριζοσπαστικές αντιλήψεις, να περάσουμε σε νέες πρακτικές, που αφορούν τους βασικούς συντελεστές της ανάπτυξης και τη συνεργασία τους:
Το Κράτος, τον Επιχειρηματία, τον Εργαζόμενο
Το σύγχρονο Κράτος είναι στρατηγείο και κατευθυντήριος νους της ανάπτυξης και όχι επιχειρηματίας. Στα πλαίσια αυτής της αντίληψης :
–Ανασυγκροτείται το Κράτος. Μέσα από την επιτάχυνση και ολοκλήρωση των αναγκαίων διαρθρωτικών αλλαγών. Την εξυγίανση και ανάπτυξη των ΔΕΚΟ. Την ουσιαστική μεταρρύθμιση, τον εκσυγχρονισμό και την αποκέντρωση της δημόσιας διοίκησης. Την ολοκλήρωση της μεταρρύθμισης στην παιδεία και την εκπαίδευση. Την ανασυγκρότηση του κοινωνικού κράτους. Την αναμόρφωση των εργασιακών σχέσεων.
–Διασαφηνίζονται πλήρως οι σχέσεις δημόσιου και ιδιωτικού τομέα. Το κράτος ελέγχει τους ελάχιστους και απολύτως απαραίτητους στρατηγικούς τομείς. Καθοδηγεί το πλαίσιο και τους κανόνες του ανταγωνισμού. Δημιουργεί τις υποδομές. Διασφαλίζει δίκαιο και αναπτυξιακό φορολογικό σύστημα και σύστημα κινήτρων με διάρκεια, σταθερότητα και συνέπεια.
Οι αρχές, οι αξίες, οι στόχοι πάνω στους οποίους θα αναπτυχθεί η πρωτοβουλία, ο κοινωνικός ρόλος και το νέο ήθος του “επιχειρείν” υπαγορεύουν στον έλληνα επιχειρηματία για να γίνει ουσιαστικός συντελεστής της αναπτυξιακής προσπάθειας :
–τον επανακαθορισμό της δράσης που στις νέες συνθήκες πάνω στο τι αποτελεί παραγωγική δραστηριότητα
–την ολική ποιότητα στην αλυσίδα της παραγωγής και της διανομής των αγαθών
–τον εκσυγχρονισμό, τη συνένωση και τη συνεργασία των επιχειρήσεων
–την αναζήτηση νέων αγορών, νέων προϊόντων, νέων στρατηγικών συμμαχιών
-την ανάληψη επιχειρηματικού κινδύνου
–τον μακροπρόθεσμο σχεδιασμό και προγραμματισμό της επιχειρηματικής του δραστηριότητας
Υπάρχει, όμως, και ο κύριος συντελεστής της παραγωγής, ο εργαζόμενος που είναι ταυτόχρονα και ο κύριος καταναλωτής προϊόντων και αγαθών. Η φράση “να αμείβεται ο εργαζόμενος σύμφωνα με την προσφορά του” εμπεριέχει την πιο απλή και ουσιαστική μορφή κοινωνικής δικαιοσύνης. Και η δυνατότητα του να μπορεί να εργαστεί και να βρίσκει γι’ αυτό ευκαιρίες δεν είναι μόνο ένα κοινωνικό δικαίωμα, μια νόμιμη και δίκαιη διεκδίκηση. Εκφράζει την παραγωγικότητα και τη δυναμική της ίδιας της οικονομίας.
“Κράτος-εργοδότης-εργαζόμενος” υπήρξε το αντιπαραθετικό τρίγωνο μιας ολόκληρης εποχής.
“Κράτος – επιχειρηματίας – εργαζόμενος” πρέπει να γίνει ένα τρίγωνο σύνθεσης και συνεργασίας στη νέα εποχή.
Όχι ότι θα πάψουν να υπάρχουν αντιτιθέμενα κοινωνικά συμφέροντα. Προφανώς η απλοϊκή έκφραση του παλιού πολιτικού που διέταξε κάποτε να καταργηθεί η πάλη των τάξεων, εξακολουθεί να είναι μια μεταφυσική ουτοπία. Όμως, στα μεγέθη της σημερινής πρόκλησης για τη χώρα, η επιβίωση και ανάπτυξη όλων και του καθένα ξεχωριστά δεν μας δίνει την πολυτέλεια απώλειας της παραμικρής παραγωγικής δύναμης και ικμάδας που διαθέτουμε. Δεν έχουμε ακόμη περισσότερο την πολυτέλεια του κοινωνικού αποκλεισμού, της περιθωριοποίησης ή του εξοβελισμού του ανθρώπινου δυναμικού, της κοινωνικής αποδιάρθρωσης. Γι’ αυτό το αμέσως επόμενο τρίγωνο για την κοινωνική συνοχή οφείλει να γίνει ο εργαζόμενος – ο άνεργος – ο οικονομικός μετανάστης που πρέπει να συμβιώσουν σε μια κοινωνία ίσων ευκαιριών και αξιοκρατικών επιλογών. Πάνω στην αναβάθμιση της ποιότητας ζωής, στον εμπλουτισμό της καθημερινότητας του πολίτη πρέπει να οικοδομηθούν συνθήκες ασφάλειας για την εργασία, την υγεία, τη μόρφωση, την περιουσία και τη ζωή του.
Πρέπει με παρρησία να ομολογήσουμε ότι καμιά οικονομική και αναπτυξιακή προσαρμογή δεν θα αποκτήσει βιωσιμότητα, κοινωνική δυναμική και αντοχή στο χρόνο αν τα οφέλη της δεν διαχέονται δίκαια και αναλογικά σε αυτούς που συντελούν στην ολοκλήρωσή της. Το Ευ-ποιείν σε επίπεδο παραγωγής, δημιουργίας και ανάπτυξης πρέπει να ανταποκρίνεται ή καλύτερα να έχει άμεσο αντίκρισμα στο περιεχόμενο του Ευ-ζειν.. Γιατί πρέπει να είναι απολύτως σαφές ότι η ανάπτυξη που οδηγεί στην Ευ-ημερία μόνο πάνω σε μια Κοινωνία Πρωτοβουλίας, Συνοχής και Συμμετοχής μπορεί να στηριχθεί, μια Κοινωνία με συνεκτικό ιστό, την Αλληλεγγύη.
Κοινωνία Πρωτοβουλίας που διασφαλίζεται με την ενότητα όλων των παραγωγικών, επιχειρηματικών, πολιτισμικών και πνευματικών δυνάμεων σε κάθε χώρο και τόπο.
Κοινωνία Συνοχής που διασφαλίζεται από την αρχή ότι ο κάθε πολίτης έχει μερίδιο στα οφέλη της ανάπτυξης και στην κατανομή της ευημερίας με πρώτους του μη προνομιούχους έλληνες και ιδιαίτερα τις δυνάμεις του κοινωνικού αποκλεισμού.
Κοινωνία Συμμετοχής που διασφαλίζεται από ολοκληρωμένες παραγωγικές και αναπτυξιακές συμφωνίες πάνω σε όλες τις όψεις της πραγματικής ανάπτυξης σε τοπικό, περιφερειακό και εθνικό επίπεδο.
Ο δρόμος που οικοδομείται αυτού του τύπου η κοινωνική οργάνωση έχει ένα πολύ συγκεκριμένο όνομα : Αλληλεγγύη
Αλληλεγγύη σημαίνει μόνιμες πολιτικές αναδιανομής του εισοδήματος υπέρ των ασθενέστερων τάξεων και στρωμάτων του πληθυσμού.
Αλληλεγγύη σημαίνει ανακατανομή του πλούτου υπέρ της ισόρροπης ανάπτυξης και των ασθενέστερων και πιο υποβαθμισμένων περιοχών.
Αλληλεγγύη σημαίνει δυνατότητες απασχόλησης για όλους, παιδεία και εκπαίδευση που τις παράγουν, εναλλακτικές επιλογές και ίσες ευκαιρίες πρόσβασης στην αγορά εργασίας.
Αλληλεγγύη σημαίνει δίκτυο κοινωνικής προστασίας που διασφαλίζει το ελάχιστο επίπεδο ανεκτής διαβίωσης, ασφάλισης, υγείας, κατοικίας, πρόνοιας, για τους μη έχοντες και κατέχοντες.
Αλληλεγγύη σημαίνει αναβάθμιση της Ποιότητας Ζωής και εμπέδωση κλίματος ασφάλειας σε όλους ανεξαίρετα τους πολίτες.
Η Ελλάδα της Ευ-ημερίας έχει θέση για όλους κάτω από τον ήλιο.
ριζική αλλαγή του τύπου Διακυβέρνησης…
Ο τρίτος δρόμος που διασφαλίζει την εθνική Ευ-ημερία είναι η ριζική αλλαγή του τύπου της δημοκρατικής διακυβέρνησης και διαχείρισης της εξουσίας.
Ο κύκλος της Μεταπολίτευσης κλείνει με την Ελληνική Δημοκρατία να διέρχεται τη πιο ομαλή, απρόσκοπτη, σταθερή και λειτουργούσα περίοδο στην νεότερη ιστορία του τόπου. Σύνταγμα, θεσμοί, κοινωνικοί και δημόσιοι φορείς διαπνέονται από το κλίμα δημοκρατικής αναγέννησης και θωρακίζουν τον ιστορικό μας βηματισμό. Αυτό με κανένα τρόπο δεν συνεπάγεται ότι ολοκληρώθηκε το δημοκρατικό μοντέλο διακυβέρνησης και διαχείρισης της εξουσίας. Αντιθέτως με την προϊούσα σύμφυση των εξουσιών, τη διαπλοκή της οικονομίας με την πολιτική, την παντοδυναμία των μέσων μαζικής ενημέρωσης, τον αυξανόμενο κίνδυνο για τα δικαιώματα του πολίτη στις συνθήκες του ηλεκτρονικού διεθνισμού, την αναντιστοιχία των υπερεθνικών δημοκρατικών δομών σε σχέση με την ιδιωτικοποίηση και συγκέντρωση των εξουσιών επαναφέρουν επί τάπητος τη σχέση της πολιτικής με την οικονομία και την κοινωνία. Καθιστούν τη Δημοκρατία το μείζον πρόβλημα και της νέας εποχής και ασφαλώς τον βασικότερο συντελεστή της Ευ-ημερίας.
Επιπλέον στον τόπο μας όπου η παράδοση του πολιτικού συστήματος κυριαρχείται από το “κράτος-παροχών”, το “κράτος-εργοδότη”, το “κράτος-πελατειακών σχέσεων”, αυτή η πορεία περνά συχνά μέσα από αξεπέραστες συμπληγάδες. Παρά, λοιπόν, τα τεράστια βήματα που έγιναν, η απόσταση που έχουμε να διανύσουμε είναι ακόμη πολύ μεγάλη και ο δρόμος μακρύς. Στον κύκλο της Ευ-ημερίας η ολοκλήρωση των μεταρρυθμίσεων στις δομές οφείλει να αντιστοιχηθεί και μετουσιωθεί σε νέα περιεχόμενα και πρακτικές για τους δημόσιους, τους κοινωνικούς και τους ιδιωτικούς θεσμούς.
Έχει ήδη τεθεί το κεντρικό ερώτημα :
Πως η θεσμική συγκρότηση της Δημοκρατίας θα διασφαλίσει και θα εγγυηθεί τα νέα όρια ανάμεσα στην Ισότητα και την Ελευθερία στην κοινωνία της πληροφορίας.
Η απάντηση υπαγορεύεται από το τρίπτυχο:
Αποκέντρωση – Αυτονομία – Συνευθύνη
Που στην πράξη σημαίνει :
–Για τον τύπο της διακυβέρνησης αποκέντρωση και διάχυση των εξουσιών στους αντιπροσωπευτικούς και κοινωνικούς θεσμούς
–Για το Κράτος βαθύτατες διαδικασίες εκσυγχρονισμού, ουσιαστικής μεταρρύθμισης και δυναμική πορεία πολιτικής κοινωνικοποίησης
–Για τους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς διακριτές και αυτοδύναμες εξουσίες συναρθρωμένες και με συνεχή αποκέντρωση της
–Για την κοινωνική οργάνωση της βάσης συνεχή διεύρυνση της οικονομικής, πολιτικής, κοινωνικής δημοκρατίας προς τη δομή της αποκεντρωμένης, σύγχρονης και δημοκρατικής πολιτείας
–Για την ίδια την κοινωνία ανάπτυξη της ικανότητας για αυτοδιεύθυνση μέσα από την ενίσχυση των προϋποθέσεων ώστε να αναλαμβάνει την ευθύνη της απόφασης και του ελέγχου.
Η Αποκέντρωση συνδέεται καταλυτικά με την ολοκλήρωση του μετασχηματισμού και της μεταρρύθμισης του κράτους και του μοντέλου διακυβέρνησης
Συνηθίζουμε να λέμε για τις τέσσερις βαθμίδες αυτής της αλλαγής που αφορούν την επιτελική και σύγχρονη Κεντρική Διοίκηση, την Περιφερειακή Συγκρότηση, την Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση και τους ισχυρούς Δήμους. Και είναι αλήθεια ότι μόνο εμείς τολμήσαμε και τολμούμε καινοτόμες και ριζοσπαστικές λύσεις στη βάση ενός πραγματικού εθνικού σχεδιασμού που ολοκληρώνει δομές Δημοκρατικού Προγραμματισμού. Η αποτίμηση της ιστορικής διαδρομής για τη στρατηγική της αποκέντρωσης οδηγεί σε ορισμένα αναμφισβήτητα συμπεράσματα από τα οποία προκύπτουν οι επείγουσες προτεραιότητες αυτού του σχεδίου για τα επόμενα χρόνια.
Η πρώτη προτεραιότητα αφορά την ανάγκη να επαναβεβαιώσουμε για την πολιτική μας βούληση να επιταχύνουμε τους ρυθμούς ολοκλήρωσης της αποκέντρωσης. Οι συντηρητικές αντιλήψεις που θέλουν το κράτος να αντιστέκεται στην εκχώρηση αρμοδιοτήτων, πόρων και εξουσιών και οι πρακτικές που στην πρώτη δυσκολία του εγχειρήματος απαιτούν δρόμους επιστροφής στο συγκεντρωτικό κράτος πρέπει να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά. Η γενναία αποκέντρωση για να ολοκληρωθεί επιβάλλει ένα νέο ν. 1828 για την οικονομική αυτοτέλεια με τον οποίο από το 2001 και μετά οι Κεντρικοί Αυτοτελείς Πόροι της Αυτοδιοίκησης θα συμπεριλάβουν το σύνολο σχεδόν του φόρου εισοδήματος με παράλληλη συγκρότηση στους Δήμους και τις Νομαρχίες των μηχανισμών είσπραξης και διαχείρισης των πόρων. Η ουσιαστική οριοθέτηση των αρμοδιοτήτων πρέπει να γίνει όχι με αναζήτηση του περιεχομένου της “τοπικής υπόθεσης” αλλά με αυστηρό προσδιορισμό του τι αποτελεί “κρατική υπόθεση”.
Η δεύτερη προτεραιότητα αφορά αυτή καθ’ αυτή την μεταρρύθμιση του κράτους σε επιτελικό, προγραμματικό και στρατηγικό νου της ανάπτυξης. Πρέπει να ομολογήσουμε ότι ο εκσυγχρονισμός και η προσαρμογή της κεντρικής διοίκησης στο αποκεντρωμένο μοντέλο και η ένταξη της στις νέες ανάγκες που δημιουργούν οι ραγδαίες εξελίξεις είναι ίσως η “αχίλλεια πτέρνα μας”.
Η τρίτη προτεραιότητα που αφορά την περιφερειακή συγκρότηση της χώρας απαιτεί ένα πλαίσιο εθνικής συνεννόησης και διακομματικής συμφωνίας πάνω σε τρεις ουσιαστικές ανάγκες. Την αλλαγής της διοικητικής δομής του κράτους με την επιστροφή στις πραγματικές ιστορικές περιφέρειες που έχουν όνομα, ταυτότητα, παραγωγική ενότητα, ιστορική και αναπτυξιακή ομοιογένεια. Ο Μωριάς, το Αιγαίο, η Αττική, η Κρήτη, η Ρούμελη, η Ήπειρος, η Θεσσαλία, η Μακεδονία, η Θράκη, είναι ιστορικές, αναπτυξιακές, πολιτισμικές οντότητες. Την οργάνωση επιτέλους των Μητροπολιτικών Κέντρων ως μονάδων αυτοδιοίκησης που μέχρι τώρα παρακολουθούν από μακριά τις διαδικασίες της αποκέντρωσης. Και την ενίσχυση της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης είτε μέσα από διαδικασίες συγχωνεύσεων είτε μέσα από διανομαρχιακή συνεργασία ώστε να καταστεί πραγματικά δευτεροβάθμια οντότητα.
Η τέταρτη προτεραιότητα αφορά την προσαρμογή σ’ αυτή τη δομή του μοντέλου διακυβέρνησης. Με ευέλικτο και επιτελικό κυβερνητικό σχήμα χωρίς υπουργεία σκοπιμότητας. Με την κατάργηση του ασυμβίβαστου ανάμεσα στο βουλευτή και τον περιφερειάρχη για την αναβάθμιση της κυβερνητικής εκπροσώπησης στην Περιφέρεια και την ταυτόχρονη ελεγκτική δυνατότητα του Κοινοβουλίου.
Η Αυτονομία των αντιπροσωπευτικών θεσμών συνδέεται καταλυτικά με την αναβάθμιση τους, τον διακριτό και αυτοδύναμο ρόλο τους, αλλά και την ένταξή τους σε καθεστώς απόλυτης διαφάνειας και ελέγχου.
Μιλούσαμε πάντοτε για τα τρία βάθρα της Δημοκρατίας, το Εθνικό Κοινοβούλιο, την Αυτοδιοίκηση, το Συνδικαλισμό. Το ότι όλοι ομολογούν ότι οι αντιπροσωπευτικές διαδικασίες περνούν περίοδο γενικευμένης κρίσης και έλλειψης ουσιαστικού προσανατολισμού στα νέα δεδομένα της κοινωνίας της πληροφορίας δείχνει και το πραγματικό μέγεθος του προβλήματος. Η συχνά κυρίαρχη εικόνα που θέλει τη Βουλή επαίτη και “φτωχό” συμπλήρωμα της εκτελεστικής εξουσίας, τυπικό διαχειριστή τοπικών συμφερόντων, την Αυτοδιοίκηση προέκταση ή, ακόμα χειρότερα κακέκτυπο του κράτους και το συνδικαλιστικό κίνημα επαγγελματικό στρώμα διεκδίκησης συντεχνιακών συμφερόντων, πρέπει ταχύτατα να εκλείψει από το κοινωνικό προσκήνιο.
Η αναβάθμιση του Κοινοβουλίου απαιτεί βουλευτή εθνικό και περιφερειακό αντιπρόσωπο με ουσιαστικές εξουσίες και με αντίστοιχο διαφοροποιημένο ρόλο. Τόσο η διαδικασία της ανάδειξης του, όσο και η υποδομή και τα μέσα που στηρίζουν αυτή τη λειτουργία πρέπει να τεθούν εξαρχής επί τάπητος. Και να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά ο λαϊκισμός που ελλοχεύει πίσω από κάθε ενέργεια που σκοπό έχει να διασύρει και να αμαυρώσει το κορυφαίο λειτούργημα της Δημοκρατίας. Ο κεντρικός στόχος εξακολουθεί να περνά μέσα από τη γενναία αλλαγή της σχέσης ανάμεσα στη Νομοθετική και την Εκτελεστική Εξουσία υπέρ της πρώτης.
Η πορεία της Αυτοδιοίκησης θα κριθεί κυρίως από την δυνατότητα της να αποτελέσει εναλλακτικό πρότυπο στο ξεπερασμένο και παραδοσιακό κράτος με δυνατότητα ουσιαστικής ανάληψης των ευθυνών από τους αιρετούς εκπροσώπους της. Η ολοκλήρωση και αυτοδύναμη άσκηση της τοπικής εξουσίας ασφαλώς επιβάλλει διευρυμένο πλέγμα αρμοδιοτήτων πόρων, διοικητικών και τεχνικών μηχανισμών. Ταυτόχρονα, όμως επιβάλει την διάφανη διαχείριση, την παραγωγική αξιοποίηση των πόρων και την παροχή έργου και υπηρεσιών υψηλής ποιότητας στους πολίτες. Η Αυτοδιοίκηση οφείλει να ενώσει τις αναπτυξιακές, παραγωγικές, πολιτισμικές και κοινωνικές δυνάμεις του τόπου με ένα συνεκτικό σχέδιο αρμονικά ενταγμένο στον εθνικό και περιφερειακό προγραμματισμό.
Η προσαρμογή του συνδικάτου στα νέα δεδομένα απαιτεί πριν και πάνω απ’ όλα προσαρμογή στις νέες κοινωνικές ανάγκες και διεύρυνση της κοινωνικής βάσης των συμμαχιών και των εκφράσεων του. Να φύγει από το στείρο επαγγελματισμό και τον άκριτο διεκδικητισμό που ταμπουρώνει το συνδικαλιστικό κίνημα σε χαρακώματα οριστικά ξεπερασμένα από την ίδια την ιστορία. Να ανοιχτεί στους άνεργους, τους οικονομικούς μετανάστες, τις δυνάμεις τους κοινωνικού αποκλεισμού. Να εγκαταλείψει την άγονη αντιπαράθεση περί των κεκτημένων των ανωτέρων στρωμάτων των εργαζομένων που μονοπωλούν στο όνομα πάντα της “αριστερής καθαρότητας” και της “ταξικής συνείδησης”, τις μάχιμες δυνάμεις του συνδικαλιστικού κινήματος. Και να στραφεί ξανά στους όρους και τις συνθήκες της ιδιωτικής οικονομίας και της στυγνής εκμετάλλευσης των χαμηλόμισθων, της μερικής απασχόλησης, της ανυπαρξίας ελεγκτικών μηχανισμών στις παρυφές της αγοράς εργασίας. Να αναδειχθεί, ταυτόχρονα, όχι τυπικός κοινωνικός εταίρος που διαπραγματεύεται απλώς συλλογικές συμβάσεις αλλά ουσιαστικός παραγωγικός και αναπτυξιακός συντελεστής που στην απασχόληση, το κοινωνικό κράτος, την ποιότητα ζωής στηρίζει ένα πραγματικό και προωθημένο πλαίσιο διεκδίκησης. Ένα πλαίσιο που διασφαλίζει παράλληλα όλες τις όψεις της πραγματικής ανάπτυξης και τους στόχους της για τη χώρα. Έτσι η ανάκτηση της αξιοπιστίας του θα του δώσει την αίγλη και την ακτινοβολία που σήμερα δοκιμάζεται.
Και τα τρία βάθρα της Δημοκρατίας οφείλουν να συνδεθούν πραγματικά και ουσιαστικά με τις ευρωπαϊκές και τις παγκόσμιες εξελίξεις στην πορεία θεσμικής ολοκλήρωσης των υπερεθνικών δομών της Δημοκρατίας. Να διαμορφώσουν κοινούς τόπους διεκδικητικών αγώνων και να διασφαλίσουν τα συμφέροντα και τη ζωή των πολιτών απέναντι στις ανεξέλεγκτες δυνάμεις της αγοράς. Η αναζήτηση των συμμαχιών τους, η εκπαίδευση του ανθρώπινου δυναμικού τους, η γνώση και αξιοποίηση των ευκαιριών που εμφανίζονται διεθνώς, η πραγματική και ουσιαστική συμμετοχή τους στα ευρωπαϊκά όργανα είναι η σύγχρονη πρόκληση. Και η συμβολή τους στην δημιουργία της ατομικής και της εθνικής Ευ-ημερίας το τελικό κριτήριο της πράξης , της παρουσίας, της παρέμβασης τους.
Η Συνευθύνη των κοινωνικών και αντιπροσωπευτικών φορέων και κάθε μορφής κοινωνικής οργάνωσης συνδέεται καταλυτικά με τη διαμόρφωση της Κοινωνίας Αλληλεγγύης. Μη κυβερνητικές οργανώσεις, σωματεία, σύλλογοι, συντεχνίες, επαγγελματικοί, εκπαιδευτικοί, πολιτιστικοί, περιβαλλοντικοί, φορείς, επιμελητήρια, διαμορφωτές κοινής γνώμης, έχουν το δικό τους αξιόλογο μερίδιο σ’ αυτή την προσπάθεια. Το πλέγμα θεσμών ανάδειξης της κυρίαρχης θέλησης της λαϊκής βάσης και της ενεργού βλάστησης των πιο προοδευτικών, πρωτοπόρων και δημιουργικών δυνάμεων της κάθε τοπικής κοινωνίας αποτελεί βασική παράμετρο της ανοιχτής, ανεκτικής και συνεκτικής κοινωνίας.
Το αντιπροσωπευτικό και κοινοβουλευτικό πολιτικό σύστημα μέσω της Συνευθύνης των φορέων της βάσης ανοίγει δρόμους από το έθνος στην πόλη, από το έθνος στον κόσμο. Η Συνευθύνη και η Αλληλεγγύη προϋποθέτουν τη διαρκή διεύρυνση και τον πολλαπλασιασμό των μορφών έκφρασης της άμεσης δημοκρατίας. Εκεί πολιτική και κόμματα θα βρούν τη νέα δυναμική που υπαγορεύουν οι σύγχρονες ανάγκες.
Ο πολίτης στην κοινωνία της πληροφορίας έχει κάθε δικαίωμα και λόγο συμμετοχής στην απόφαση. Έχει κάθε δικαίωμα και λόγο στη διαφάνεια της οποίας ατομικής ή συλλογικής δράσης. Έχει κάθε δικαίωμα και λόγο ελέγχου στα δημόσια και τα κοινωνικά δρώμενα. Η πολιτική πρέπει να γυρίσει από την ανοιχτή πόρτα στην κοινωνία. Να μη μπαίνει “σαν το κλέφτη” από τα παράθυρα. Και να επαναπροσδιορίσει την αρμοδιότητα της στο χώρο της ιδιωτικής και της δημόσιας σφαίρας στην κοινωνία και την οικονομία.
Εδώ στην πραγματική έκφραση της Συνευθύνης κρίνεται η αποτελεσματικότητα του Δημοκρατικού Προγραμματισμού, μετριέται η αναδημιουργία στο χώρο της Ανάπτυξης, απεικονίζεται το πραγματικό μέτρο και η ποιότητα της ίδιας της Δημοκρατίας.
από τη διαδοχή των προσώπων στο Διάδοχο ΠΑΣΟΚ…
Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον, μέσα απ’ αυτούς τους δρόμους, οφείλουμε να αναζητήσουμε την Ευ-ημερία.
Το μέσο που οδηγεί σ’ αυτή ούτε χθες, ούτε σήμερα, ούτε αύριο, θα πάψει να είναι η πολιτική και το κόμμα, η πολιτική διαμέσου του κόμματος. Και βέβαια, ο σύγχρονος σοσιαλιστικός πολιτικός σχηματισμός. Ένας σχηματισμός που οφείλει να ανακτήσει το ηθικό, πολιτικό και κοινωνικό του έρμα και κύρος.
Όταν ο Ανδρέας Παπανδρέου υπέγραφε την ιδρυτική πράξη της γέννησης του Πανελληνίου Σοσιαλιστικού Κινήματος και παρουσίαζε την ιστορική πια διακήρυξη της 3ης Σεπτέμβρη, κανείς δεν μπορούσε να συλλάβει, ούτε καν να διανοηθεί, αυτό που επρόκειτο ιστορικά να συμβεί στη χώρα και το χώρο της ελληνικής Αριστεράς. Ότι ένα Κίνημα που ξεκινούσε από το μηδέν, μόλις σε εφτά χρόνια θα ερχόταν στην εξουσία και έκτοτε ότι θα κυβερνούσε τη χώρα τα δεκαπέντε από τα είκοσι τελευταία χρόνια του αιώνα που φεύγει. Η ίδρυση του αποτέλεσε τη μεγαλύτερη ιδεολογική, πολιτική, κοινωνική και οργανωτική τομή, την πιο αυθεντική υπέρβαση του παλιού πολιτικού κόσμου, στη μεταπολεμική και μετεμφυλιακή Ελλάδα. Υπέρβαση που σημάδεψε αποφασιστικά τον κύκλο της Μεταπολίτευσης από την αρχή του, για να κυριαρχήσει στη συνέχεια στο μεγαλύτερο μέρος του και μέχρι το τέλος του.
Σε αντίθεση με τα κόμματα της ιστορικής αριστεράς, που, κυρίως στη Δύση, δημιουργούνται ως συνέχεια και μετεξέλιξη συνδικαλιστικών αγώνων και οργανώσεων και ως πολιτική έκφραση κοινωνικών διεκδικήσεων, το ΠΑΣΟΚ ιδρύεται κατ’ ευθείαν ως πολιτικό ριζοσπαστικό κίνημα εθνικής και κοινωνικής αναφοράς και ανασυγκρότησης του τόπου. Γι’ αυτό και η πρώτη πνοή που εμφύσησε και δημιούργησε την κοινωνική του δυναμική ήταν η επαναστατική, για τα πολιτικά δεδομένα της εποχής επιλογή της αυτοοργάνωσης. Απαιτήθηκαν σχεδόν τρία χρόνια (Σεπτέβριος ’74 – Ιούνιος ’77) για να ολοκληρώσει την πρώτη ουσιαστική σύνθεση απόψεων με περιεχόμενο τη στρατηγική συμφωνία του δημοκρατικού δρόμου για το σοσιαλισμό.
Το ΠΑΣΟΚ επιχείρησε στην ιστορική του διαδρομή έως και σήμερα να οικοδομήσει ένα τρίτο δρόμο ανάμεσα στις παραδοσιακές εκδοχές του σοσιαλδημοκρατικού και του τριτοδιεθνιστικού κομματικού προτύπου. Με την κινηματική του μορφή, την ιδεολογική ηγεμονία και την πολιτική επικυριαρχία της πρότασης του, την δυναμική της αυτοοργάνωσης άνοιξε τολμηρά αυτό το δρόμο. Και ενώ κυριάρχησε ως πολιτικός σχηματισμός, δάνεισε σχήματα, συνθήματα, οργανωτικές πρακτικές και θέσεις στους άλλους χώρους σε όλη τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης, δεν μπόρεσε να ολοκληρωθεί ως σύγχρονος σοσιαλιστικός σχηματισμός. Η γρήγορη εμπλοκή στην άσκηση, τη νομή, τη διαχείριση της εξουσίας με όλα τα συμπαρομαρτούντα έφερε το ΠΑΣΟΚ από κόμμα μαζών να μετεξελίσσεται διαδοχικά σε κόμμα εξουσίας και από κει σε κόμμα αξιωματούχων. Η υποχώρηση της σοσιαλιστικής επαγγελίας και η αποϊδεολογικοποίηση των εξουσιαστικών σχέσεων, οδήγησαν ως εδώ τα πράγματα.
Στην ίδια χρονική διαδρομή η διεθνής, κατά γενική ομολογία, κρίση της πολιτικής και των φορέων της, η αμφισβήτηση και απόρριψη των παραδοσιακών κομματικών προτύπων, το τεράστιο θεωρητικό και πολιτικό κενό που δημιουργήθηκε από τις κατεδαφίσεις της νέας εποχής, παρά την πλούσια εμπειρία και την αγωνιστική παράδοση της ιστορικής Αριστεράς, δεν ήταν και το καλύτερο εξωτερικό περιβάλλον για να μπορέσει να επωαστεί και να ριζώσει το νέο, το άλλο. Παρ’ ότι η μεγάλη δύναμη του ΠΑΣΟΚ πάντοτε ήταν η δύναμη της προσαρμογής του στις πραγματικές εξελίξεις και ανατροπές, όπως η χώρα δύσκολα και με υστέρηση προσαρμόζεται σ’ αυτές, όπως οι θεσμοί αντιστέκονται και είναι οι τελευταίοι που αναδομούνται, έτσι και το ΠΑΣΟΚ ως οργανωμένο πολιτικό κόμμα βρέθηκε σε απόσταση από τις ανάγκες της εποχής και περιεπλάκη στα παντοδύναμα γρανάζια του “κρατισμού” και του “κυβερνητισμού”. Η σημερινή εικόνα στο πολιτικό μας σύστημα με τη συντηρητική παράταξη να αναζητεί απεγνωσμένα φυσιογνωμία και στρατηγική επαναφοράς στην εξουσία, με την ιστορική αριστερά είτε να μένει καθηλωμένη σε ξεπερασμένες οριστικά εποχές, είτε να αναζητεί ρυθμιστικό ρόλο “αντί πάσης θυσίας”, εμφανίζει το ΠΑΣΟΚ στην μοναξιά της αυτάρκειας και της μόνης πρότασης εξουσίας. Μια μοναξιά που εύκολα μεταπίπτει στην οίηση και την αλαζονεία. Το ΠΑΣΟΚ σε όλη αυτή την περίοδο διατηρούσε πάντοτε την ανολοκλήρωτη, έστω, προγραμματική του αυτονομία, τους στόχους του, την ανεξαρτησία του από συγκεκριμένα κέντρα, την ηγεμονία της πολιτικής του πρότασης. Απώλεσε, όμως, σταδιακά την αυτονομία της πολιτικής του στρατηγικής από τις λογικές διαχείρισης και αναπαραγωγής της εξουσίας, τη συλλογική του οντότητα από τις προσωπικές στρατηγικές, και, συνακόλουθα τη νομιμοποίηση μιας γραμμής υπέρβασης που θα εξέφραζε αυθεντικά το νέο, το ρηξικέλευθο, το ριζοσπαστικό. Το νέο που, ωστόσο, επέρχεται όλα αυτό τον καιρό με μαθηματική ακρίβεια κατεδαφίζοντας στο πέρασμα του τα πάντα.
Από το 1986 ήδη, τίθεται καθαρά το ερώτημα αν το ΠΑΣΟΚ θα εξακολουθήσει να εκφράζει συλλογικές κοινωνικές ανάγκες ή θα ολοκληρωθεί ως άθροισμα στρατηγικών νομής και διαχείρισης τιμαρείων της εξουσίας. Η πανθομολογούμενη ανάγκη της στροφής στην κοινωνία, σταθερό αιτούμενο έκτοτε, μένει ακόμη στο πεδίο των επικλήσεων και στην αναζήτηση λέξεων-συμβόλων σχετικά με το “δέον γενέσθαι”. Η “ανασυγκρότηση”, η “αναγέννηση”, η “ανασύνταξη”, η “επανίδρυση”, επιχείρησαν κατά σειρά να εκφράσουν αυτή την ανάγκη. Και πάντοτε ετίθετο ως προϋπόθεση μια “νέα διακήρυξη”, ένα “μανιφέστο”, ένα “μεσοπρόθεσμο σχέδιο”. Το περιούσιο κείμενο θα είχε γραφεί αν ήταν υπόθεση απλώς μια στιγμιαίας έμπνευσης και όχι υπόθεση ανατροπής δεδομένων, εξουσιαστικών σχέσεων, παγιωμένων ισορροπιών, αλλά και συγκεκριμένων πολιτικών πρακτικών.
Στο δρόμο από τον Ανδρέα Παπανδρέου στον Κώστα Σημίτη, αλλά κυρίως μετά το Συνέδριο και τις εκλογές του 1996, το κλασικό πια δίπολο “ιστορικότητα – νεωτερικότητα” εμφανίζεται έντονα και κυρίαρχα ως η διαχωριστική εσωτερική γραμμή στα βήματα προσαρμογής του ΠΑΣΟΚ στις νέες συνθήκες. Οι αμετανόητοι νοσταλγοί της πρώϊμης εποχής και οι σύγχρονοι αρνητές της πήραν θέσεις μάχης. “Παλιό” και “νέο” ΠΑΣΟΚ, “λαϊκιστές” και “εκσυγχρονιστές” ή “δυνάμεις σοσιαλιστικής καθαρότητας” και δυνάμεις “συντηρητικής στροφής”, βρίσκονται αντιμέτωπα και αντιπαρατίθενται στο κλειστό περίβλημα των εξουσιαστικών σχέσεων, στην εναλλαγή των ρόλων, στην κατανομή των αξιωμάτων. Πρόκειται για ένα είδος αντιπαράθεσης πλήρως ενσωματωμένης στην πολύχρονη κρίση του χώρου.
Η ανατροπή των δεδομένων, η πολυπόθητη υπέρβαση, η νέα ιστορική σύνθεση, για μια ακόμη φορά, μετά την πρώτη του ’74 -’77 δεν μπορούσε να προέλθει μόνο από τα πάνω. Απαιτούσε και απαιτεί στροφή στην κοινωνία, νέα συλλογική αυτονομία στη χάραξη της στρατηγικής, μετατόπιση και υπέρβαση της “ιστορικής ισορροπίας” στις σύγχρονες προοδευτικές κατευθύνσεις, και, ασφαλώς, νέα πρόσωπα στην πρώτη γραμμή της μάχης. Απαιτούσε και απαιτεί πρωτοπόρες δυνάμεις πάνω στο έδαφος της νέας πραγματικότητας με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον. Με άλλα λόγια χρειαζόμαστε επειγόντως και για να μη ξεπεραστούμε από την εποχή μας συμπύκνωσης σε μια ιστορική στιγμή της ορμής της αυτοοργάνωσης του ’74 και της δύναμης της ιδεολογικής και πολιτικής οριοθέτησης του ’77 στο νέο ιστορικό κύκλο.
Ισχυρίζομαι ότι αυτή η ιστορική στιγμή εν δυνάμει επέρχεται μετά τη Νίκη στις εκλογές του 2000 με την είσοδο της χώρας στην εποχή του κύκλου της Ευ-ημερίας.
Η κοινωνία μας βγαίνοντας από το τούνελ της μακρόσυρτης μεταβατικής φάσης προσλαμβάνει με ενάργεια τις νέες δυνατότητες, αντιλαμβάνεται τον ίδιο το βηματισμό του ελληνισμού στην ιστορία, μπορεί να επαναπροσδιορίσει την κίνηση προς τα εμπρός. Η ορατή προοπτική της Ευ-ημερίας κινητοποιεί μια νέα συλλογική συνείδηση. Ο τόπος αποκτά ξανά έμπνευση και όραμα. Στέκεται στα πόδια του, στηρίζεται στις δυνάμεις του και ατενίζει το αύριο με αυτοπεποίθηση και αισιοδοξία. Ο λαός προσβλέπει ξανά στο ΠΑΣΟΚ με εμπιστοσύνη που απορρέει από την τελική ιστορική πράξη και την θετική έκβαση της μάχης του μεταπολιτευτικού κύκλου. Είναι η πρώτη φορά που ένας μεγάλος ιστορικός κύκλος δεν κλείνει με εθνική τραγωδία. Που ένας νέος ιστορικός κύκλος ανοίγει με τρόπο δημιουργικό και γόνιμο χωρίς να οικοδομείται στα ερείπια μια καταστροφής ή ήττας. Και επειδή σ’ αυτό τον τόπο από την παλιγγενεσία και μετά οι ιστορικοί κύκλοι διαγράφονται επάλληλα με τέταρτα του αιώνα, ο δρόμος προς το 2020 δεν μοιάζει στην αφετηρία ούτε με το 1830, ούτε με το 1850, ούτε με το 1897, ούτε με το 1922, ούτε με το 1950, ούτε με το 1975.
Το σύγχρονο και επίκαιρο σοσιαλιστικό αίτημα αντανακλάται στο πατριωτικό, δημοκρατικό και κοινωνικό πρόσωπο του ΠΑΣΟΚ με νέους ιδεολογικούς και πολιτικούς όρους, με αδρές και καθαρές γραμμές. Υποχωρεί η περίοδος της σύγχυσης, της αποϊδεολογικοποίησης, της ισοπέδωσης. Η πολιτική επανέρχεται στο προσκήνιο και επανακαθορίζεται το περιεχόμενο της στο σύνολο της κοινωνικής οργάνωσης και όχι μόνο στο πεδίο της κρατικής διαχείρισης. Το υπάρχον ΠΑΣΟΚ ως καθεστωτικό κόμμα άγγιξε οριστικά και αμετάκλητα τα όρια του. Η ανανέωση, η νέα συλλογικότητα, η συλλογική επικύρωση και αναζήτηση, η αναγέννηση εντέλει, μετά την περιπλάνηση και την απομυθοποίηση για πολλά χρόνια στα εσωκομματικά χαρακώματα, βρίσκει γόνιμο και πρόσφορο έδαφος στη νέα πραγματικότητα.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου στον πρώτο κύκλο της ζωής του ΠΑΣΟΚ κρίθηκε πρώτα ως Πρόεδρος του Κινήματος, εν συνέχεια ως Κυβερνήτης και εντέλει ως εθνικός ηγέτης οριστικά με θετικό τρόπο. Γι’ αυτό και ο ιστορικός χρόνος όσο περνά θα οριοθετεί με ολοένα πιο καθαρό τρόπο το πραγματικό διαμέτρημα και τη συμβολή του. Ο Κώστας Σημίτης κρίνεται ήδη θετικά ως Κυβερνήτης με αποτελεσματική και αξιόπιστη δράση. Με τη νέα Νίκη κατοχυρώνεται ως ηγέτης μακράς πνοής για τον τόπο που συνδέεται με το μεγάλο άλμα του προς τα εμπρός στη στροφή της χιλιετίας. Ως πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ θα κριθεί για πρώτη φορά μετά τις εκλογές επί της ουσίας. Στην ανατροπή των παγιωμένων εξουσιαστικών σχέσεων. Στην προοδευτική μετατόπιση των ισορροπιών. Στην ανανέωση και την νέα δυναμική του χώρου. Στην ενότητα και τον πολυσυλλεκτικό χαρακτήρα μιας παράταξης προσαρμοσμένης στις νέες ανάγκες χωρίς παλινωδίες και “εμπρός-πίσω”. Στην απεμπλοκή του ΠΑΣΟΚ από τα βαρίδια που το κρατούν καθηλωμένο και “φτωχό συγγενή” των κοινωνικών εξελίξεων. Τη ριζική αλλαγή του μοντέλου διαχείρισης της εξουσίας και του τύπου διακυβέρνησης που ο ίδιος ο Κώστας Σημίτης οραματίστηκε από την εποχή της “δομικής αντιπολίτευσης” του ΠΑΣΟΚ οφείλει να την πραγματώσει πρώτα στο ίδιο το Κίνημα που λογικά θα έπρεπε να αποτελεί την πυξίδα αυτής της αλλαγής.
Η νέα Νίκη απομυθοποιεί εξ αντικειμένου τις προσωπικές διαδρομές των στελεχών που διαμόρφωσαν τις ισορροπίες στη δεκαετία του ’80 και τις κρατούν απαράλλαχτες ως τα σήμερα. Η αλληλουχία των ιστορικών κύκλων προϋποθέτει και την αλληλουχία των πολιτικών γενεών. Από αυτό τον κανόνα κανένα προοδευτικό κόμμα ή κίνημα στην ιστορία δεν ξέφυγε. Είναι κανόνας χωρίς εξαίρεση. Οι ερχόμενες εκλογές και η νίκη ανοίγουν το δρόμο. Κλείνοντας με Νίκη αυτή τη συγκεκριμένη φάση του Κινήματος η οποία κυριαρχήθηκε από την ομαλή και ώριμη διαδοχή του Ανδρέα Παπανδρέου από των Κώστα Σημίτη, σταματά οριστικά αυτού του τύπου η “διαδοχολογία” στο επίπεδο των στελεχών. Και ανοίγει επιτέλους το κεφάλαιο της διαδοχής του ΠΑΣΟΚ ως συλλογικού υποκειμένου στην αλληλουχία των ιστορικών κύκλων. Έχω την αίσθηση ότι το διαδοχο-ΠΑΣΟΚ για πρώτη φορά βρίσκεται επί θύραις μετά τη Νίκη. Στην κορυφή έτσι κι αλλιώς θα υπάρξει άλλη πραγματικότητα. Το ερώτημα είναι τι γίνεται στον κορμό, στη σπονδυλική στήλη και ιδιαίτερα στην καρδιά, στην κοινωνική και πολιτική βάση του ΠΑΣΟΚ.
Το 5ο Συνέδριο του Κινήματος αποσαφήνισε οριστικά ότι ο μετασχηματισμός του ΠΑΣΟΚ σε σύγχρονο σοσιαλιστικό πολιτικό σχηματισμό προϋποθέτει μια συγκεκριμένη διαδικασία μετάβασης :
– Από το “κόμμα μαζών” ή το “κόμμα αξιωματούχων” στον σχηματισμό αυτόνομων και ενεργών πολιτών
– Από το κόμμα “αντιπολιτευτικού τύπου” στον ολοκληρωμένο κυβερνητικό σχηματισμό
– Από το “κόμμα-καθοδηγητή” στο κόμμα-κοινωνικό υποκείμενο
– Από την περιχαράκωση στην έξοδο από τα εθνικά μας τείχη
– Από την αρχή της “δι’αντιπροσώπων εκπροσώπησης” στην αρχή της άμεσης δημοκρατίας
Η οργανωτική μορφή που πρέπει να πάρει το ΠΑΣΟΚ της νέας εποχής ως σύγχρονος σχηματισμός αυτόνομων και ενεργών πολιτών συμπεριλαμβάνει δύο ταυτόχρονες και παράλληλες δομές. Το Κόμμα-σύγχρονο θεσμό με την τοπική, την περιφερειακή, την εθνική, την ευρωπαϊκή του έκφραση.
Το Κίνημα – πολιτών με την τοπική του συγκρότηση, αυτενέργεια και δράση.
Χαρακτηριστικά αυτής της νέας μορφής είναι μια βάση ανοιχτή στην κοινωνία, οργανωμένη σύμφωνα με τους σύγχρονους καταμερισμούς της, στην εξειδικευμένη πολιτική της δραστηριότητα. Μια βάση που μπορεί να επιβάλει την αξιολόγηση, την αξιοκρατία, την εναλλαγή, την ανακλητότητα, την άμεση τελικά δημοκρατία. Μια βάση που βουλεύεται με καθολικές ψηφοφορίες και διευρύνει συνεχώς τους δεσμούς της με τις κοινωνικές δυνάμεις διαμορφώνοντας πλειοψηφικά ρεύματα. Μια βάση που αποφαίνεται με δημοψηφίσματα διευρύνει συνεχώς τα εκλεκτορικά της σώματα και κατοχυρώνει ευρείας μορφής προκριματικές εκλογές. Μια βάση που ομαδοποιείται γύρω από τις νέες και μελλοντικές απαιτήσεις σε τοπικό, εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο εκφέροντας ένα νέο ριζοσπαστικό πολιτικό λόγο. Μια βάση που διαμορφώνει νέες ζωντανές σχέσεις συνεργασίας και συμπόρευσης με τα συνδικάτα, την αυτοδιοίκηση, τις μη κυβερνητικές οργανώσεις των πολιτών, τους μαζικούς και κοινωνικούς χώρους και θεσμούς. Μια βάση που διαμορφώνει νέα αισθητική στην
πολιτική, αξιοποιεί τα σύγχρονα επικοινωνιακά μέσα και προβάλλει ελκυστική εικόνα στην κοινωνία.
Αυτή η μετάβαση παρ’ ότι μόλις στο τελευταίο Συνέδριο ολοκληρώθηκε ως πολιτική θεωρία, υπάρχει ως πολιτική συμφωνία από τις αρχές της δεκαετίας του ’90. Από την θεωρία στην πράξη, όμως, τα πράγματα δεν ακολούθησαν το δρόμο τους. Και το ισχυρίζεται αυτό ένα στέλεχος που σ’ όλες τις φάσεις διαμόρφωσης αυτής της συμφωνίας και σ’ όλες τις προσπάθειες υλοποίησης μιας οποιαδήποτε εκδοχής της στο πολιτικό-οργανωτικό πεδίο συμμετείχε ενεργά. Μέσα στις συμπληγάδες της κοινωνικής απάθειας και ιδιώτευσης σε σχέση με την πολιτική και την κρίση της γενικώτερα και της διαδοχολογίας των προσώπων και της ανασφάλειας των στελεχών σε σχέση με το ΠΑΣΟΚ ειδικότερα δεν τελεσφόρησαν τα αλλεπάλληλα εγχειρήματα.
Η ανασύνταξη των δυνάμεων του χώρου που επιχειρείται σήμερα δεν πρέπει να συντηρεί ψευδαισθήσεις σε σχέση με τις πραγματικές διαστάσεις και την προοπτική της. Περιορίζεται ουσιαστικά στην επιστροφή της πολιτικής στο οργανωμένο ΠΑΣΟΚ από τις πόρτες κι όχι από τα παράθυρα, στην οργάνωση μιας στοιχειώδους κοινωνικής παρέμβασης, στην πολιτική επανασυσπείρωση στελεχών εν όψει εκλογικής μάχης και στην πρώτη λειψή αντιστοίχηση με τη νέα κοινωνική πραγματικότητα. Είναι η αναγκαία και ικανή συνθήκη που οδηγεί στη Νίκη.
Για τη μετάβαση, όμως, από τη Νίκη στο Μέλλον από την εποχή της διαδοχής των προσώπων στο διάδοχο ΠΑΣΟΚ, για να κερδίσουμε οριστικά το μέλλον απαιτείται και προϋποτίθεται :
Συντεταγμένη πορεία ανατροπής και μετασχηματισμού εκ βάθρων του υπάρχοντος ΠΑΣΟΚ μέσα από διαδικασίες πραγματικής αυτοοργάνωσης που φέρνει την κοινωνία στο προσκήνιο του κόμματος. Πορεία που καταλήγει στο 6ο Συνέδριο την άνοιξη του 2002, σε ένα ουσιαστικά ιδρυτικό Συνέδριο που επικυρώνει την ολοκληρωμένη, δοκιμασμένη και λειτουργούσα νέα δομή.
Φτάσαμε στο τέλος. Η αυθεντική πορεία για τη Νίκη και το Μέλλον δείχνει το δρόμο προς την Ευ-ημερία. Σ’ αυτή την πορεία μας ενώνει η ιστορική μας αυτογνωσία. Μας ενώνουν οι ρίζες, οι ιδέες, οι αξίες μας. Μας ενώνει η πατριωτική, δημοκρατική και κοινωνική μας ευαισθησία. Μας ενώνει η Ελλάδα και το μέλλον του Ελληνισμού που επιστρέφει ήδη στο ιστορικό προσκήνιο ισχυρός και ακμαίος. Μας ενώνει η προοπτική της καλη-μέρας του πολίτη. Μας ενώνει η αναγέννηση και η επανίδρυση του ΠΑΣΟΚ. Το Διάδοχο ΠΑΣΟΚ που εγγυάται και το νέο ιστορικό κύκλο, τον κύκλο της Ευ-ημερίας.
Είμαστε μπροστά, είμαστε κιόλας μέσα, στην ιστορική στιγμή της αφετηρίας αυτού του κύκλου. Ζούμε σε άλλη βέβαια εποχή, με περισσότερη λογική και πολύ λιγότερο συναίσθημα, με άλλους όρους, μέρες όπως τις πρώτες που γέννησαν αυτό το Κίνημα που όπως έλεγε συχνά ο Ανδρέας Παπανδρέου και επαναλαμβάνει εξίσου συχνά ο Κώστας Σημίτης “έρχεται από μακριά και θα πάει πολύ πιο μακριά”.
Αν η Μεταπολίτευση απαιτούσε ένα σύγχρονο πλαίσιο εθνικής στρατηγικής για την πορεία της χώρας, τη δημοκρατία, την ανάπτυξη, την κοινωνική δικαιοσύνη, ο κύκλος της Ευ-ημερίας απαιτεί μια πραγματική αναγέννηση του καθημερινού. Οι δυνάμεις της Ευ-ημερίας, οι δυνάμεις της παραγωγής, του πνεύματος, του πολιτισμού, της οικολογίας, της ζώσας και ενεργού κοινωνίας, ο προοδευτικός κοινωνικός συνασπισμός, απαιτούν από το Διάδοχο ΠΑΣΟΚ, ένα νέο πολιτικό και κομματικό πολιτισμό. Ένα πολιτισμό που μεταφέρει τον πυρήνα της πολιτικής από την κατάληψη του κράτους και τη διαχείριση των κρατικών υποθέσεων στην κοινωνία. Που επανακαθορίζει την αρμοδιότητα της πολιτικής στο χώρο του ιδιωτικού και προτάσσει κάθε φορά το κοινωνικό κριτήριο απέναντι στο “κράτος-αφέντη” και την “κοινωνία των ιδιωτών”. Που προσανατολίζει σε πρακτικό περιεχόμενο τους στόχους της κοινωνίας και αρθρώνει τις συμφωνίες σε τοπικό, εθνικό, ευρωπαϊκό επίπεδο. Που οδηγεί από τη γενική και άγονη αντιπαράθεση και σκιαμαχία στην προγραμματική οριοθέτηση τω εθνικών, προοδευτικών και κοινωνικών μετώπων και στη βάση αυτής της οριοθέτησης επαναπροσδιορίζει το τι είναι εντέλει προοδευτικό και τι συντηρητικό.
Η νέα εποχή δεν συμβαδίζει με την αβεβαιότητα, τη σύγχυση, την ανασφάλεια. Απαιτεί καθαρές θέσεις, καθαρές προτάσεις, καθαρές λύσεις.
η νέα γενιά στο προσκήνιο για την Ευ-ημερία…
Ποιο θα είναι τελικά το κριτήριο, ο στόχος και η προϋπόθεση ταυτόχρονα, της αυθεντικής πορείας προς τη Νίκη και το Μέλλον;
Να πάρουν στα χέρια τους την υπόθεση οι νέοι άνθρωποι. Αυτοί που κρατούν ακόμη στο νου και τη ψυχή τους στο χώρο για ανθρώπινη ευαισθησία, για ανατρεπτική ορμή, για όραμα βαθειάς αλλαγής του καθημερινού. Αυτοί που δεν έχουν ακόμη αλλοτριωθεί μέσα στις καταθλιπτικές δομές του εμπορευματικού και τεχνολογικού μας πολιτισμού και της μελαγχολικής μας δημοκρατίας. Αυτοί που δεν έστρεψαν ακόμη το πηδάλιο της ζωής τους προς αλιευτικά καταφύγια ασήμαντης ιδιωτικής ή κοινωνικής εξουσίας.
Οι σύγχρονες και επίκαιρες ιδέες μας για μια πορεία βήμα με βήμα προς την Ευ-ημερία μόνο στο γόνιμο έδαφος της νεολαίας μπορούν να αναπτυχθούν, να κατακτηθούν και να ολοκληρωθούν. Στο γόνιμο έδαφος μιας γενιάς που, όταν συνειδητοποιεί τη ζωή και τον εαυτό της σε πολύ μικρή ηλικία έχει κιόλας τη δύναμη, την ικανότητα, τη γνώση να αυτοκυβερνηθεί πριν ακόμη ακουμπήσουν πάνω της οι εξουσιαστικές δομές. Χωρίς την ορμητική έφοδο της νέας γενιάς στο προσκήνιο της πολιτικής που οδηγεί στην Ευ-ημερία, χωρίς την ανατρεπτική αλλά -αυτή τη φορά- “δημιουργικά καταστροφική της ορμή”, στην οποία μαζί με την αμφισβήτηση εμφιλοχωρεί σ’ αυτή και η γνώση του επόμενου βήματος, δεν μπορεί να υπάρξει αυθεντική πορεία. Γιατί σ’ αυτή τη γενιά επικεντρώνονται όλες οι τρομακτικές δυνάμεις της εποχής που θα επινοήσουν το μέλλον, που θα οδηγήσουν στο 2020. Οι δυνάμεις της ενσωμάτωσης ή της αναγέννησης. Οι δυνάμεις του ατομικισμού ή της νέας συλλογικότητας. Οι δυνάμεις της καταστροφής ή της δημιουργίας, της ισοπεδωτικής ποσότητας ή της ποιότητας. Οι δυνάμεις της πραγμοποίησης ή της αυτοπραγμάτωσης του ανθρώπου.
Η νέα γενιά οφείλει να σταθεί απέναντι στις παντοδύναμες εξουσιαστικές δομές με χαμόγελο και απόφαση. Η εξουσία δεν είναι το αντίπαλο δέος. Είναι δομή προς κοινωνικοποίηση με την πιο βαθειά σημασία του όρου. Κοινωνικοποίηση της γνώσης, της πληροφορίας, της κρατικής και διοικητικής διαχείρισης, των αποφάσεων, των διαδικασιών αντιπροσώπευσης, των ίσων ευκαιριών, των διαφανών και αξιοκρατικών επιλογών, των πολιτικών διαδικασιών. Είναι η κοινωνικοποίηση κάθε μορφής εξουσίας που οδηγεί παράλληλα με την άμεση δημοκρατία στην κοινωνική πλειοψηφία που επιβάλλει την μεταρρύθμιση και την αναγέννηση του καθημερινού. Αυτό, όμως, είναι υπόθεση κυρίως της νέας γενιάς ή καλύτερα των επερχόμενων γενεών, οι οποίες δεν περιμένουν πια το μέλλον για να εγκατασταθούν στο θρόνο των δημιουργών δυνάμεων της κοινωνίας. Μπορούν από τώρα.
Η δική μας υποχρέωση δεν είναι να τους καθοδηγήσουμε, να τους πούμε πως θα ζήσουν, να τους επιβάλλουμε τα στερεότυπα και τα κλισέ της εποχής που φεύγει. Η δική μας υποχρέωση είναι να τους ανοίξουμε το δρόμο ή καλύτερα να τους ανοίγουμε συνεχώς δρόμους για να περπατήσουν. Ο ισχυρισμός ότι η σύγχρονη νέα γενιά της πατρίδας μας δεν έχει πια μνήμες, αγωνιστικές εμπειρίες, ενδιαφέρον για την πολιτική και τα κοινά, αποτελεί μια επιδερμική ανάγνωση της πραγματικότητας. Η σύγχρονη ελληνική νεολαία έχει είδος, μορφή, περιεχόμενο, σμιλεμένα από τις καλύτερες παραδόσεις της πορείας του ελληνισμού στο χρόνο. Απλώς απεχθάνεται το ψεύτικο, το κατασκευασμένο, το εικονικό, το ξύλινο, το χωρίς ψυχή, το στείρο επαγγελματικό στην πολιτική. Η παιδεία, ο πολιτισμός, η δημοκρατία, η πρόοδος, η Ευ-ημερία τελικά, δεν πρόκειται να της αποδοθούν από καμιά προηγούμενη γενιά. Να συλλαβίσει πρέπει και θέλει το δικό της αξιακό σύστημα, να χειραφετηθεί από τις δουλείες των εξουσιαστικών σχέσεων, να απελευθερώσει τώρα τις δημιουργικές της δυνατότητες και να επινοήσει την Ελλάδα του 21ου αιώνα και τον τρόπο που θέλει να ζήσει σ’ αυτήν.
Στη δεκαετία του ’70 το ΠΑΣΟΚ άνοιξε τα φτερά του επειδή οι δημιουργικές δυνάμεις της νέας γενιάς συγκρότησαν τη σπονδυλική του στήλη, διαμόρφωσαν την ιδεολογία και τη στρατηγική του, χάραξαν τελικά την πορεία και την προοπτική του. Στη δεκαετία του 2000 το ΠΑΣΟΚ θα ανοίξει ξανά τα φτερά του και θα δικαιώσει την πεποίθηση ότι αποτελεί την κεντρική δύναμη που μπορεί να αναλάβει την διεύθυνση του πολιτικού και κοινωνικού σχεδίου που οδηγεί στην Ευ-ημερία, όταν στα πρώτα βήματα του νέου αιώνα εκφράσει ξανά με τρόπο αυθεντικό χωρίς πατερναλισμούς και στρεβλώσεις τη νέα γενιά. Τη γενιά της χειραφέτησης και της αυτοδιαχείρισης. Τη νέα γενιά που δεν οικοδομεί πια το Μέλλον, αλλά που είναι το ίδιο το Μέλλον. Εκεί τελικά θα κριθεί το Διάδοχο ΠΑΣΟΚ και η οποία ιστορική μου μετεξέλιξη.
This Post Has 0 Comments