skip to Main Content

Αποσπάσματα βιβλίου ‘Μέσα απο τη Ελλάδα’

ΠΡΟΛΟΓΟΣ «Στων ιδεών την πόλη…»

(διαβάστε εδώ ολόκληρο το βιβλίο σε μορφή pdf)

Στα κείμενα που ακολουθούν ο Κώστας Σκανδαλίδης μας αποκαλύπτεται όχι μόνο ένας έμπειρος τεχνίτης του λόγου αλλά κι ο παθιασμένος με τον ευρύτερο ελληνισμό, ο φανατικά προσκολλημένος στη ρίζα του.

“Πάλι εδώ, στην ίδια γη, στον ίδιο χώρο, που το όνειρο, το φως, η ομορφιά έχουν ονοματεπώνυμο”, γράφει στον “Ήχο πλάγιο του πρώτου”.

Στα σύντομα αυτά ποιητικά κείμενα που παντρεύουν με άκρα δεξιοτεχνία τρεις τέχνες τόσο διαφορετικές μεταξύ τους -λόγο, εικόνα, ήχο- το αυτοβιογραφικό στοιχείο, παρότι έντονο παντού, αυτοκαταργείται για να δώσει τη θέση του στο πανελλαδικό και το οικουμενικό.
Για τον Σκανδαλίδη Ελλάδα σημαίνει φως. “Ένα φως ανεξίτηλο, συγκλονιστικό, που αλλάζει όλα τα χρώματα της ίριδας στη διάρκεια μιας μέρας”. Στην πέτρα, στην άμμο, στα σπίτια, στα δέντρα, στα ποτάμια και στους ανθρώπους “εκείνο που τους δίνει νόημα, περιεχόμενο, που σκιαγραφεί τον εσωτερικό τους κόσμο, είναι το φως”, γράφει στο “Δόξα σοι τω δείξαντι το φως…”.

Τη λογοτεχνική φλέβα του φίλου μου του Κώστα τη διέγνωσα σε ένα κείμενό του για τον Ελύτη και είμαι απ’ αυτούς που τον παρότρυναν να ποτίσει το “δυοσμαρί” που του χάρισε ο Θεός. Σήμερα νιώθω να δικαιώνομαι μέσα από τα πεζοτράγουδα αυτά που σφύζουν από υγεία, από μια αισιοδοξία που μόνο η καθαρότητα της συνείδησής σου μπορεί να σε φορτίσει και μ’ ένα πνεύμα παγανιστικού θρησκευτισμού, όπου αρχαία, βυζαντινή και νεότερη Ελλάδα συμπλέουν σαν να μην υπήρξε ποτέ ρωγμή στον τόπο και στη γλώσσα. Γιατί οι Έλληνες, όπως γράφει, “ταξιδεύουν πάντοτε ως πάροικοι, όχι ως άποικοι”.

“Η ίδια σκυταλοδρομία αναβιώνει σε κάθε εποχή, σκέφτηκα καθισμένος ακριβώς στο κορδόνι του λιμανιού του Καστελόριζου, λιμανιού που ο βυθός του, έτσι όπως προβάλλει διάφανος κάτω από το δυνατό φως του ήλιου, σε προκαλεί να γίνεις βουτηχτής”. Και βούτηξε στα βαθιά αλλά διάφανα νερά ο ποιητής-πεζογράφος μας ανασύροντας μνήμες από το βιολί του παπα-Γιώργη μέχρι τον Μελίτωνα, για να φτάσει πίσω, πιο παλιά, στον Προμηθέα, κι από κει σε άλλο κείμενο, από το Σινά στην Αγια-Σοφιά, κι από κει στους Καστελοριζιούς και στην αμμουδιά του Χουχλακιάρη, όπου “τα χρώματα που παίρνει ο ορίζοντας όταν αυτός δένει τον ουρανό με τη θάλασσα… είναι τόσο πολλά και αλλάζουν τόσο γρήγορα, που αδυνατείς να ακινητοποιήσεις έστω και μιαν εκδοχή τους”.

Πιστεύω βαθιά ότι με το λεύκωμα αυτό ο Κώστας Σκανδαλίδης πολιτογραφείται “στων ιδεών την πόλη”. Στήνει τη γέφυρα λογοτεχνικά ανάμεσα στον Μυριβήλη και τον Ελύτη, όπως οι ίδιοι “οι Καστελοριζιοί έβρισκαν πάντοτε δίαυλο επικοινωνίας με τους απέναντι”. Συνδιαλέγεται με το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον, σαν να θέλει να επιβεβαιώσει τους στίχους του T. S. Eliot από τα Τέσσερα κουαρτέτα: “Ο παρών χρόνος κι ο παρελθών βρίσκονται και οι δύο μέσα στο μέλλοντα χρόνο”.

Η γλώσσα του είναι λαμπικαρισμένη όπως τα γλυμμένα βότσαλα στην ακρογιαλιά του Χουχλακιάρη με τα τρεις χιλιάδες χρόνια της τριβής τους με το κύμα, όταν παιδιά ψάχναμε ανάμεσά τους τα κοχύλια για να “στολίσουν το φτωχικό κομοδίνο”. Όσο για τους πίνακες των τόσο σημαντικών ζωγράφων, αποκτούν έναν πολλαπλασιαστή του ήχου τους μέσα από τις λέξεις του Σκανδαλίδη. Γιατί ταιριάζουν την “αρετή του ανικανοποίητου” με τον “πλούτο του αρκετού”.

Τ`α κείμενα του Κ. Σκανδαλίδη, στο λεύκωμα Μέσα από την Ελλάδα “Όταν τα χρώματα και οι λέξεις ηχούν”, που εκδόθηκε από την KINTEC Α.E., συνυφαίνονται με τις εικόνες έργων των σημαντικών σύγχρονων ζωγράφων Π. Τέτση, Δ. Μυταρά, Α. Φασιανού, Σ. Σόρογκα, Α. Δρούγκα, Μ. Μακρουλάκη, Γ. Σταθόπουλου και Π. Φειδάκη.

ΒΑΣΙΛΗΣ ΒΑΣΙΛΙΚΟΣ
Παρίσι, Γενάρης 2003

Ο ΗΧΟΣ «Το βιολί του παπα-Γιώργη» 

Kάθε που οι λέξεις και τα χρώματα ηχούν μέσα μου, έρχεται ο παπα-Γιώργης και παίρνει το δοξάρι του. Ο πατέρας μου στέκεται κάτω από το εικονοστάσι με τη φλόγα του καντηλιού να τρεμοπαίζει.

Δεν είναι πολύ ψηλός, αλλά φαντάζει τεράστιος μέσα στο μαύρο αντερί του. Τακτοποιεί το βιολί -ένα όμορφο, κομψό, απλό, χωρίς φιοριτούρες όργανο, που το ‘φερε ο Ψαρομάλλης από την Κωνσταντινούπολη κάπου στα 1920- στον ώμο του, σκύβει ελαφριά το κεφάλι του κι αρχίζει…

Στην αρχή παίζει “σιανά”, μετά τον “ίσιο”, τον κλασικό “συρτό”, τον “απτάλικο”, τον “τούρκικο”, τη “σούστα”, τον “κρητικό” και κάπου προς το τέλος τον γυρίζει σε “μπάλο”. Σε ταξιδεύει πάνω στο κύμα πότε γλυκά, απαλά, πότε ανταριασμένα, έτσι όπως παφλάζει η θάλασσα στο Aρχιπέλαγος σε διαφορετικούς τόνους και ρυθμούς κάθε στιγμή.
Από τον καιρό του Μίνωα το ίδιο ταξίδι. Κρήτη, Αιγαίο, Δωρική Εξάπολη, Ιωνία. Και πάλι από την αρχή. Αυτή τη φορά Αλεξάνδρεια, Σινά, Ιερουσαλήμ, Δαμασκός, Βόσπορος. Και πάλι από την αρχή. Αυτή τη φορά Πάτμος, Άθως, Πόλη. Και πάλι από την αρχή. Αυτή τη φορά Κύπρος, Κάσος, Σμύρνη, Ψαρά, Πόντος, Οδησσός.

Κάθε φορά κι άλλη δοξαριά. Το βιολί γίνεται κλαρίνο ή τσαμπούνα, ξυλόφωνο ή κανονάκι, κιθάρα ή σαντούρι. Βγάζει φωνές. Κυματίζει. Τιτιβίζει. Κάθε φορά ένα άλλο τραγούδι. Αυτά που σε φέρνουν από τη Σμύρνη στην Αλικαρνασσό, ή από τον Άθω στην Κνίδο, ή από την Αλεξάνδρεια στη Ρόδο.

Μετά το εικονοστάσι γίνεται ψαλτήρι και η δοξαριά λαρυγγισμός. Έτσι σεμνά, γλυκά, λίγο βραχνά, έτσι καθώς πρέπει. Το βιολί δανείζει τον ήχο του στη φωνή, αυτή που θυμάμαι να ακούγεται στην Καρδάμαινα,1 από την Παναγιά ως την Έξινη, και αργότερα στην Κω, από την Αγία Παρασκευή ως το λιμάνι. Το δοξάρι αρχίζει να περιδιαβαίνει την ελληνική οκτώ-ηχο. Στον πρώτο ήχο συνταιριάζει το Φως, στο δεύτερο τον Αγώνα, στον τρίτο τη Μνήμη, στον τέταρτο το Μέτρο, στον πλάγιο του πρώτου τον Άθλο, στον πλάγιο του δεύτερου την Άνοιξη, στον βαρύ το Κάλλος, στον πλάγιο του τέταρτου την Αρμονία.
Δοξαστικά, ιδιόμελα, καλοφωνικοί ειρμοί, καταβασίες, αίνοι, ήχοι που έχουν τη ρίζα τους στις τελετές του Διονύσου ακολούθησαν τον Αγαμέμνονα στην Τροία, πέρασαν από την Ακρόπολη και τον Φειδία, ακούμπησαν στον Ρωμανό τον Μελωδό, αντήχησαν στα στενά της Βασιλεύουσας, ξενύχτησαν στην ολονυχτία στον Άθω, κυμάτισαν στα παράλια της Μικρασίας, για να φτάσουν στο δοξάρι και στη λαλιά του παπα-Γιώργη. Κάθε ήχος ντύνει και ένα βίωμα από τα μελλούμενα, από τη βουή των επερχόμενων, έπειτα γίνεται μια γραμμή, μια πινελιά, αποτυπώνεται σε ένα χρώμα. Πιο μετά ήχοι και χρώματα μπερδεύονται, ανακατεύονται, γίνονται λέξεις για να περιγράψουν και να εκφράσουν στιγμές. Στιγμές πέρα από τα σύνορα του χρόνου.

“Κάθε λέξη κι από ‘να χελιδόνι για να σου φέρνει την άνοιξη μέσα στο θέρος”, θα γράψει ο ποιητής.2

Κι εγώ; Ο γεννημένος στο μάγουλο του πέλαγου, ο στην αρχή τυφλός και ανήξερος θεατής της πανδαισίας των ήχων, των χρωμάτων, των λέξεων, αρχίζω να ζωγραφίζω το σχήμα μου, να παίρνω τη μορφή μου, να βρίσκω τη ρίζα μου, να αρθρώνω το λόγο μου. Είναι το πρώτο της ψυχής μου άγγιγμα, η πρώτη χαρακιά του νου, κάπου στα 1958. Ως τότε η μόνη εικόνα που είχα σχηματίσει στο μυαλό μου ήταν η θάλασσα να γλείφει το κατώφλι του σπιτιού μας κι αν ο νοτιάς είχε ορμή, να κυλούν ρυάκια από θαλασσινό νερό στην κουζίνα μας.

Ο τόπος μου είναι γεμάτος Φως
Ο δρόμος μου αδιάκοπος Αγώνας
Το έθνος μου πλαντάζει από Μνήμες
Ο οίκος μου χτισμένος με Μέτρο
Η επιβίωσή μου καταντά Άθλος
Το πάθος μου ταυτίζεται με την Άνοιξη
Ο ορίζοντάς μου εικονίζει το Κάλλος
Ο αίνος μου γίνεται συνώνυμο της Αρμονίας
Τα βήματά μου έχουν τη ρίζα τους στον Προμηθέα
Ταξιδεύουν με την Αργώ για το χρυσόμαλλο δέρας
Ατενίζουν το λιόγερμα στη Ζια3
Λούζονται στα νερά του Χουχλακιάρη4
Ανεβαίνουν τα σκαλιά του Ασκληπιείου
Αφήνουν ένα απέθαντο χνάρι στο Σινά
Διαπλέουν τον Βόσπορο αντικρίζοντας την Πόλη την τρίτη Παρασκευή
των Χαιρετισμών.

Είναι η ώρα που σβήνει η δοξαριά του παπα-Γιώργη, που τελειώνει το “Χαίρε, Νύμφη Ανύμφευτε”, που οι πινελιές και τα λαξευτά του γράμματα περνούν στο περιθώριο της Ιστορίας. Ίσως τώρα να έγινε κατανοητό το γιατί κάθε που οι λέξεις και τα χρώματα ηχούν μέσα μου, ο παπα-Γιώργης ξαναγυρίζει και παίρνει το δοξάρι του.

Ξανά από την αρχή…

HΧΟΣ ΠΡΩΤΟΣ «Δόξα σοι τω δείξαντι το φως…» 


ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΤΕΤΣΗΣ, “ΣΙΦΝΟΣ”
ΜΕΤΑΞΟΤΥΠΙΑ, ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΟ ΛΕΥΚΩΜΑ “ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ”


Σεπτέμβριος 1959…

Προτού καν χαράξει, αγουροξυπνημένος, σηκώνομαι από το διαπεραστικό κουδούνισμα ενός παλιού ρώσικου ρολογιού και τις φωνές της μάνας μου. Φεύγουμε για τον Αϊ-Γιώργη τον Παλληκαριώτη, τον επονομαζόμενο και Μπέη, μ’ εκείνα τα προπολεμικά λεωφορεία με τη μουσούδα και τη μανιβέλα μπροστά να αγκομαχούν στο χωματόδρομο του Ασφενδιού. Κάπου καταμεσής στο βουνό μάς άφησαν στο δρόμο για να κατηφορίσουμε την πλαγιά με τις ελιές και να φτάσουμε στο ξωκλήσι. Ένα μικρό παράθυρο πέτρινο που χωρά ίσα ίσα ένα μικροκαμωμένο παιδί προσκαλεί με το τέλος της λειτουργίας να περάσουμε μέσα απ’ αυτό και να δέσουμε ένα πανί στο δέντρο που στέκεται μπροστά στην πόρτα. Κάθε επιθυμία, λένε, γίνεται πραγματικότητα.

Έπειτα, συντροφεύοντας τον πατέρα μου, σκαρφαλώνουμε στις όχθες του βουνού να μαζέψουμε την αλεσφακιά, που στις κρύες νύχτες του χειμώνα πάνω από το αναμμένο μαγκάλι συνοδεύει τις πράσινες τσακιστές ελιές και τα παξιμάδια από τα πρόσφορα. Μαζεύοντας την αλεσφακιά5 σ’ ένα άσπρο σακί και κόβοντας βατόμουρα απ’ τους φράχτες, φτάνουμε στην παγωμένη νερομάνα που έρχεται από τα έγκατα του βουνού να ξεδιψάσει τους πιστικούς και τους γεωργούς, να ποτίσει τα χωράφια και να καθαρίσει το μικρό πέτρινο λιοτρίβι που στέκεται δίπλα στη μεγάλη βαλανιδιά και στις συκαμινιές. Το απομεσήμερο στα στρωμένα κιλίμια κάτω από τις ελιές ακούμε τα τζιτζίκια και ανασαίνουμε τον αγέρα που σμίγει το θυμάρι με την αρμύρα της θάλασσας, την ψυχή-οσμή που δίνει ζωή στο Αιγαίο, μια ψυχή δική του, αποκλειστική. Νωρίς το απόγευμα ανηφορίζουμε ξανά στο δρόμο και ταξιδεύουμε μέσα από τις συνεχείς φιδίσιες στροφές προς τη Ζια, προς την κορφή…

Ζια! Ένας μύθος, ένας στόχος, ένας σκοπός. Επιστρέφοντας τρεις αιώνες μετά τη φυγή, έσκισα τα ίδια νερά του πέλαγου, βαθυγάλανα όπως πάντα. Στον ορίζοντα ο Δίκιος6 αχνόγραφε τις γραμμές του ίδιος με καρδιογράφημα Έλληνα νησιώτη, συνταίριασμα σοφό στόχασης και αρμονίας. Η Ζια κρέμεται λίγο κάτω από την κορφή του Δίκιου και ατενίζει την Κάλυμνο, την Ψέριμο, τη Μικρασία. Πιο πέρα αχνοφέγγουν η Καλόλιμνος και τα Ίμια κι αν ο καιρός είναι καθαρός, ο ορίζοντας φτάνει στη Λέρο και την Πάτμο και ακόμα μέχρι την Ικαριά και τη Σάμο. Μπροστά στα πόδια σου, κι αφού το βλέμμα σου αγκαλιάσει μια βαθυπράσινη δασωμένη πλαγιά με εκατό λογιών δέντρα, απλώνεται ο κάμπος του Πυλιού και του Ασφενδιού. Ελιές, μποστάνια από αμπέλια, ντομάτες λαϊνάτες, στάρια, κριθάρια και βρόμη, λιανό τριφύλλι για τα ζώα εναλλάσσονται με το γκρίζο του χέρσου χωραφιού, το ασπρογάλανο της αλυκής, μέχρι τη θάλασσα. Μια θάλασσα που ενώ δεν το ‘χει σε τίποτα να θυμώσει, σήμερα γλείφει γαληνεμένη την αμμουδιά. Στο καφενεδάκι της Παναγιάς δίπλα στην Κεφαλόβρυση, την ώρα που βουλιάζει ο ήλιος στο Αιγαίο, τα χρώματα γίνονται ολοένα πιο αχνά γκρίζα, γαλάζια και μενεξεδιά. Έτσι ώστε η γραμμή που διαχωρίζει το μπλε της θάλασσας με το γαλανό του ουρανού να παίρνει για λίγο το χρώμα της φωτιάς και μετά του αίματος, μέχρι να πέσει το σούρουπο και να συγκλίνει οριακά στο γκριζογάλανο χρώμα της γαλήνης.

Έρχομαι και ξανάρχομαι κάθε φορά στη Ζια. Οι δύο παραδοσιακοί οικισμοί, το Λαγούδι και ο Ασώματος, οι σωματοφύλακές της, αντιστέκονται ακόμα ορθοί ανάμεσα στους ήχους της Greek music, στους ψεύτικους τσολιάδες, στις φτηνές τουριστικές πραμάτειες και προπαντός στην αλεσφακιά σε νάιλον σακουλάκι, που δυστυχώς δε μυρίζει πια. Η θέα του δειλινού από το καφενεδάκι που βλέπει στο μπαλκόνι πληρώνεται αδρά κι εμείς την πουλάμε με τη σέσουλα στους Φραγκολεβαντίνους ή στους Aπωανατολίτες με τις χιλιάδες φωτογραφικές μηχανές. Ωστόσο, κατεβαίνοντας μέσα από το Λαγούδι, σταματώ στο καφενείο του Κιάρη για να πάρω το μπουκάλι με την κανελάδα που μου φτιάχνει κάθε χρόνο. Κάθε χρόνο τη δοκιμάζω και δεν πιστεύω στη γεύση μου. Αντέχει. Φτάνει, λέει ο Κιάρης, ένα μαντζούνι που του στέλνουν απέναντι απ’ την Ανατολή. Φεύγω ήσυχος. Με τα μαντζούνια αλλά κυρίως με την ποιότητα της πέτρας, το ζωηφόρο φως και την πολυκύμαντη θάλασσα που τον περιβρέχει, αντέχει ακόμα τούτος ο τόπος.

Κατεβαίνοντας για την πόλη μαζί με τον αγέρα που δρόσιζε το πρόσωπο από το ανοιχτό παράθυρο, έμπαινε η πρώτη νύχτα, καθώς το αυτοκίνητο διάβαινε στον καινούργιο δρόμο, το αποτύπωμα της ανάπτυξης. Περνώντας δίπλα από το κάστρο της Αγίας Παρασκευής μπορείς να διακρίνεις τους πέτρινους όγκους στρατιωτικών καταυλισμών, που λες κι έρχονται να θυμίσουν ότι και η ειρήνη χρειάζεται φρουρούς, όταν το ίδιο το τοπίο βρίσκεται στην απόλυτη γαλήνη που φτάνει στην ακινησία.

Πάντοτε σ’ αυτή τη διαδρομή, με την παλιά ή τη νέα της μορφή, έχεις την εντύπωση ότι περπατάς μέσα στη σπονδυλική στήλη του νησιού και ότι απ’ όπου και να κατηφορίσεις, η θάλασσα είναι μια δρασκελιά. Τη μυρίζεις, την ακούς, την αισθάνεσαι. Είναι αυτή που ορίζει τις διαρκείς μεταλλαγές και μετακινήσεις της πέτρας, της άμμου, των σπιτιών, των δέντρων, των ποταμιών και των ανθρώπων, τους δίνει κάθε φορά την οριστική μορφή και το σχήμα τους. Εκείνο όμως που τους δίνει νόημα, περιεχόμενο, που σκιαγραφεί τον εσωτερικό τους κόσμο είναι το φως. Ένα φως ανεξίτηλο, συγκλονιστικό, που αλλάζει όλα τα χρώματα της ίριδας στη διάρκεια μιας μέρας. Ανατέλλει με το χάραμα και βουλιάζει με το δείλι. Είναι τόσο πολύ, που ντύνει με μια ιδέα βαθύ γαλάζιο ακόμα και το μεσονύχτι. Στο φως μιας μέρας του Αιγαίου μπορείς να κεντήσεις πάντα μια καινούργια ομορφιά ανασκαλεύοντας παλιές λεπτομέρειες. Ένα φύλλο πλατάνου, ένα αλλόκοτο κύμα, ένα ξωκλήσι στην πλαγιά, μια στέρνα άδεια, έναν κάμπο με λεύκες δίπλα στη θάλασσα, ένα χωριάτικο φούρνο, μια άσπρη πέτρα, ένα θαμμένο αγγείο. Αυτές που κρατούν τη ρίζα αυτού του τόπου, η οποία περιστρέφεται αιώνες τώρα καρπερή και γεννήτρα.
“Να γεννηθείς Ανατολή και να πεθάνεις Δύση”, δεν έχω άλλο να σου πω, να σου ευχηθώ.
 

HΧΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ «Υιέ μου, πού το κάλλος έδυ της μορφής σου;…» 

ΑΛΕΚΟΣ ΦΑΣΙΑΝΟΣ, “ΝΕΟΣ ΣΕ ΜΠΑΛΚΟΝΙ”, ΜΕΤΑΞΟΤΥΠΙΑ, ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΟ ΛΕΥΚΩΜΑ “ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ”

Nοέμβριος 1973…

“Εν αρχή ην ο Λόγος”

Σαν να είναι τώρα. Μελίτων.7 Ο παλιός σοφός ιεράρχης της Ορθοδοξίας, ο αρχιτέκτονας της ύστερης προσέγγισης με τη Δύση. Ξέρετε, αυτός που έφερε τον Αθηναγόρα να ιερουργεί στον Άγιο Πέτρο στο Βατικανό και τον Στανίτσα8 να ψάλλει στο μέσο του γιγάντιου ναού “επί τον ποταμόν Βαβυλώνος”. Ο οραματιστής που επειδή έτρεμαν το Λόγο του οι Τούρκοι, αρνήθηκαν να γίνει Πατριάρχης.

Τον ακούω στον άμβωνα της Μητρόπολης των Αθηνών να μιλά για τη ζωή σε σχέση με τη βία και την τρομοκρατία. Για το αν περισσεύει χώρος δικαίου να πατήσουν η βία και η τρομοκρατία είτε ως ατομική πράξη είτε ως συλλογική συνείδηση είτε ως άσκηση νόμιμης ή παράνομης εξουσίας. Εγκαλεί τους κραταιούς του κόσμου απαγγέλλοντας τον ύμνο προς τη ζωή και τον άνθρωπο και εκτοξεύει από τη γλώσσα του κλάδους ελιάς, σύμβολα αιωνιότητας, σύμβολα Ελλάδας. Φοιτητής στη χούντα και νιώθω ότι όσα σημαίνει η κάθε του λέξη δε φτάνει η βιβλιογραφία όλου του κόσμου να τα συμπεριλάβει. Κάθε λέξη σοφία. Η συμπύκνωση της σοφίας των ανθρώπων σε κάθε λέξη. Ο φιλόσοφος.

Ήτανε τότε…
Στην εποχή που είχα ελεύθερη τη σκέψη για τη σκέψη μου, είχαν υπό περιορισμό τη σκέψη για το λόγο μου, είχαν υπό κατοχή τη σκέψη για την πράξη μου. Τότε που προσπαθήσαμε να κάνουμε το λόγο μας στίχο να τον τραγουδήσουμε και την πράξη μας αντίσταση ζωής στους ναούς της γνώσης μας. Τότε που η βία και η τρομοκρατία επιχειρούσαν έμπρακτα να συστήσουν το δικό τους δίκαιο για μια ακόμα φορά κι εμείς, ποδηλάτες του χρόνου, πιστέψαμε ότι μπορούσαμε να γυρίσουμε τον ήλιο στην αντίθετη φορά.

Πλακώσαν τα σιδερικά στο χώρο του ναού μου. Ήτανε, λέει, της τάξης πρόμαχοι. Ήμουνα, λέει, αναρχικός. Σφύριξε το καμιόνι να φύγω από μπρος, να ανοίξω δρόμο να σταθούν και χρόνο να προλάβουν, δεν έπρεπε να τους δει το φως. Το πρόφτασε η κραυγή μου την ώρα της σφαγής. Η πύλη γκρεμίστηκε με διαπεραστικό κρότο και μια κάμερα κρυφή ταξίδεψε το γκρέμισμα παντού, εικόνα-σύμβολο αντίστασης στην αρχή, ντεκόρ σε επετειακές εκδηλώσεις πιο ύστερα. Αμέσως μετά φύτρωσαν λουλούδια στους τάφους που γέμισαν Νοέμβρη καιρό την αυλή του ναού μου.

Με το πρώτο φως της αυγής στο κενό που άφηνε βαθιά μου η θυσία αποζητούσα την ίση ανταπόδοση. Παραπατώντας ανάμεσα στον αναίτιο θάνατο και στην ελπίδα της ύστερης δικαίωσης μονολογούσα:
“Ποτέ σ’ ένα γκρέμισμα μόνο συντρίμμια. Ερείπια, σκόρπια αντικείμενα παιδιών, λουλούδια που γλύτωσαν το θάνατο, πού και πού μισοί κίονες κι ανάμεσά τους κομμάτια από ζωή. Ποτέ σ’ ένα γκρέμισμα μόνο ο θάνατος. Στα θρύψαλα ακροπατεί η ελπίδα”.

Και τότε, σε μια αστραπή του νου, αντίκρισα ανάγλυφα τα γιγάντια βήματα της Ιστορίας και τον αδυσώπητο αγώνα του ανθρώπου στη μάχη του Καλού και του Κακού.

Στην αρχή ο Προμηθέας.
Η μορφή και η ιδέα που διαπερνά μέσα στο χρόνο και καθορίζει τη ζωή σ’ αυτό τον τόπο. Όλος ο αγώνας, τρεις χιλιάδες χρόνους ακριβούς σε αίμα και θυσίες, συμπυκνωμένος σε μία μορφή και μία ιδέα, σε μία σκηνή, σε ένα μύθο: Ο μύθος δηλοί το βράχο, τις αλυσίδες και το γεράκι που του τρώει τα σωθικά.
Όμως η φωτιά ζέστανε τους ανθρώπους, έδωσε πνοή στη σκέψη, άνοιξε δρόμους ζωής.

Προμηθέας! Αυτός που κατέβασε με τον αγώνα του τους θεούς στη γη και με τη θυσία του προσωποποίησε το Λόγο, το Ήθος, την Πράξη. Και ο άνθρωπος για την ίση ανταπόδοση κέρδισε από τους θεούς το πηδάλιο του χρόνου και του χώρου στο ατέλειωτο ταξίδι της Ιστορίας.

Όπως ακριβώς, χίλιους χρόνους μετά, ο Υιός του Ανθρώπου στο σταυρό με κεντημένη από τη λόγχη την πλευρά και την Παναγιά να θρηνολογεί: “Πού έδυ σου το κάλλος;”
Και ο υμνογράφος να περιγράφει την ίση ανταπόδοση:

Ώσπερ πελεκάν τετρωμένος την πλευράν σου, Λόγε,
σους θανόντας παίδας εζώωσας
επιστάξας ζωτικούς αυτοίς κρουνούς.

Σήμερα, ακόμα δυο χιλιάδες χρόνους μετά, στο τρίτο γιγάντιο βήμα της Ιστορίας, σε μια εποχή αποκάλυψης και αβεβαιότητας, εμείς, ποδηλάτες του χρόνου στον ίδιο αγώνα, παρακολουθούμε τον άνθρωπο να προσπαθεί να σκαρφαλώσει ξανά στο άντρο των θεών. Να απειλεί με το θράσος ενός επίγειου θεού ότι θα πλάσει ο ίδιος ανθρώπους, ότι θα μετατρέψει την ποικιλία των λέξεων και των χρωμάτων σε μονοσύλλαβο πολιτισμό, ότι θα ερημώσει όποτε θέλει τον πλανήτη από ζωή. Κρατά, βλέπετε, στα χέρια του πια τον κεραυνό.

Και τώρα; Ψάχνουμε να βρούμε τους ήρωες, τους ημίθεους ή τους θεούς μας για να ξανακερδίσουμε για τον άνθρωπο το πηδάλιο του χρόνου και του χώρου. Να γίνει για μια ακόμα φορά ικανός να ατενίσει χωρίς φόβο τον ορίζοντα της τρικυμίας, να αποφασίζει ο ίδιος χωρίς φόβο το ταξίδι του για την Ιθάκη, να ορίζει ο ίδιος χωρίς φόβο το λόγο και την πράξη του, τη σχέση του με τα πράγματα και τη ζωή.

Απέναντι στην τρομερή επιστροφή του Θεού που περιγράφει ο Ιωάννης στη Θεία Αποκάλυψη, εμείς, οι ποδηλάτες του χρόνου, ιχνηλατούμε την επιστροφή του Ανθρώπου. Και στην τραγωδία, που για μία ακόμα φορά παίζεται με την κυριολεξία του όρου -“μίμησις πράξεως ωραίας και τελείας”- θεατές, συμμέτοχοι ή πρωταγωνιστές στην πανταχού παρούσα σ’ όλες τις μορφές της βία και τρομοκρατία, πασχίζουμε να αρθρώσουμε το δικό μας λόγο και να οργανώσουμε τη δική μας πράξη. Ήρθε ο καιρός να ιχνηλατήσουμε τη δική μας ίση ανταπόδοση.
Ο Μελίτων στον άμβωνά του, ο Προμηθέας στο βράχο του, ο Ιησούς στο σταυρό του…
“Εδώ Πολυτεχνείο!…”

 

HΧΟΣ ΤΡIΤΟΣ «Και ένδυμα ουκ έχω ίνα εισέλθω εν αυτώ…» 

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΥΤΑΡΑΣ, “ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΤΟΠΙΟ”
ΜΕΤΑΞΟΤΥΠΙΑ, ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΟ ΛΕΥΚΩΜΑ “ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ”

Mάιος 1991…

Φορτωμένος με το μερίδιο της αυτογνωσίας που μου αναλογεί από μια επίσκεψη στη Δαμασκό, στην Αλεξάνδρεια και στο Κάιρο, προσγειωνόμαστε στο αεροδρόμιο της Αγίας Αικατερίνης στην έρημο του Σινά. Είμαστε ακριβώς στο μέσο ενός αλησμόνητου ταξιδιού στα παλαίφατα Πατριαρχεία της Αντιόχειας, της Αλεξάνδρειας, των Ιεροσολύμων και της Κωνσταντινουπόλεως.9

Στη διαδρομή με το αυτοκίνητο που μας μετέφερε μέσα στην έρημο μια καυτή μέρα κι ενώ ακόμα ζούσαμε καταμεσής στο Μάιο, το άσπρο της πέτρας, το ξεθωριασμένο κίτρινο των ελάχιστων και σποραδικών γεννημάτων της γης και το σταχτί της απέραντης άμμου κυριαρχούν στο τοπίο όσο έφτανε το μάτι στον ορίζοντα. Και ξάφνου στο βάθος μια όαση, κάτι σαν οφθαλμαπάτη, ένα πέτρινο φρούριο από το οποίο εξέχουν καταπράσινες κορφές δέντρων, χωμένο σ’ ένα κοίλωμα του όρους που ο Μωυσής πήρε τις Δέκα Eντολές από το Θεό.

Σινά!
Μια λέξη καθαρά ελληνική στο λεξικό της ερήμου. Στη μονή της Αγίας Αικατερίνης βρίσκεται ο ανεκτίμητος πλούτος του πνεύματος και των συμβολισμών ενός πολιτισμού που κρύβεται από τα μάτια της φθοράς του χρόνου, μέσα σε μια θεία σκόνη που συντηρεί τον κρυμμένο θησαυρό και τον κρατά σε απόσταση από τις ανθρώπινες λεηλασίες, για να τον παραδώσει στους κατοπινούς. Εκεί κρύβονται οι περισσότερες σε όλο τον κόσμο βυζαντινές εικόνες που αγιογραφήθηκαν πριν το 1000 μ.X. Εκεί και τα χιλιάδες χειροτεχνημένα και καλλιγραφημένα βιβλία πολύ πριν εφεύρει ο Γουτεμβέργιος την τυπογραφία, με έναν πλούτο γνώσεων για όλες τις επιστήμες και πέραν της θεολογίας. Εκεί και η άκαυτη βάτος στο προαύλιο, να συμβολίζει τη διαχρονική αξία της πίστης και της γνώσης, όταν συναντώνται σε μια εξαίρετη συντυχιά. Ακριβώς εκεί όπου ο λαός του Ισραήλ, επιστρέφοντας στη Γη της Επαγγελίας και αφού “την Ερυθράν διέτεμε”, βρήκε τη μεγάλη ιδέα του, οι χριστιανοί της πρώτης μετά Χριστόν χιλιετίας βρήκαν το σημαντικό τους καταφύγιο και ο Μωάμεθ βρήκε το ορμητήριό του όταν πάτησε με τους Άραβες την περιοχή.
Η τελετουργία αυστηρή. Προσκύνημα στο ναό. Όρθιοι και έκπληκτοι μπροστά στις αγιογραφίες. Επίσκεψη στο σημείο που ακόμα ζει, σύμφωνα με τη δοξασία, η άκαυτη βάτος. Απορροφημένοι και άφωνοι στη βιβλιοθήκη. Γλυκό του κουταλιού νεραντζάκι και δροσερό νερό μαζί με τον καφέ. Ανάμεσα στους μοναχούς από την Κρήτη, τη Μάνη, το Καστελόριζο, τη Χίο, τη Ρόδο, την Κάρπαθο, να μιλούν, έτσι όπως το συνηθίζουμε, φωναχτά ελληνικά χωρίς προσμείξεις, γλώσσα κατευθείαν από τις αμμουδιές του Ομήρου. Και έξω στην αυλή οι σιωπηλοί Bεδουίνοι, από την περήφανη ράτσα με τα λαμπερά μαύρα μάτια και τα σταρένια πρόσωπα, να κάνουν τη λάτρα της μονής ακολουθώντας αιώνες τώρα την προφορική παράδοση του Προφήτη, να υπηρετούν την Αγία Αικατερίνη όπως το δικό τους σπίτι. Κι αυτοί, διαφορετικοί κάθε φορά στο χρόνο και στις εποχές, με τον ίδιο πάντα ζήλο να μην προδίδουν την εντολή του Θεού τους.

Πρέπει να το εξομολογηθώ. Είναι περίεργο αλλά εδώ στο Σινά, σε έναν καθαρά μοναστικό και ασκητικό χώρο, δε νιώθεις να σε κυριεύει το θρησκευτικό συναίσθημα. Εδώ ακτινοβολεί το έθνος, ο ελληνισμός. Ντυμένος με τον πιο λαμπερό του χιτώνα, με πανταχού παρόντα τα χνάρια του διαχρονικού του πολιτισμού και της ιστορικής του παρακαταθήκης. Tα συναντάς σε κάθε σου βήμα, κάθε στιγμή. Τα μυρίζεις στον αέρα που αναπνέεις, τα ανακαλύπτεις στα βιβλία που φυλλομετράς, τα γεύεσαι στις εικόνες που αντικρίζεις.
Εδώ η μνήμη του λαού μου είναι ζώσα.

“Ιερουσαλήμ, Ιερουσαλήμ, η αποκτενούσα τους προφήτας…”
Μπαίνοντας την ώρα που σουρούπωνε με βαριά και πολύτιμη αποσκευή τη μνήμη από το Σινά και αντικρίζοντας το Όρος των Ελαιών, εύκολα μεταπίπτεις από την πατριδογνωσία στα θρησκευτικά.

Μπροστά μας το τείχος. Είναι ανεπανάληπτος ο τρόπος που η Ιστορία, όταν θέλει, μπορεί να σωρεύει πέτρες και εποχές τη μια δίπλα στην άλλη, τη μια πάνω στην άλλη, τόσο ευδιάκριτα ώστε να τη διαβάζεις ανάγλυφα. Από το βασιλέα Δαυίδ στην εποχή των Ρωμαίων και του Χριστού και από κει στην εποχή των Aράβων και των Σταυροφόρων, το τείχος υψώνεται τριπλό. Και μέσα σ’ αυτό ολόκληρη η Μέση Ανατολή, όπως αναδύεται ως σημείο σύνθεσης και αντιπαράθεσης πολιτισμών. Άραβες και Iσραηλίτες, Oρθόδοξοι, Καθολικοί, Aρμένιοι και Κόπτες, Πέρσες και Aιγύπτιοι, Aφρικανοί και Aσιάτες, η Bαβέλ των εθνών, να ερίζουν, να εμπορεύονται και να σκοτώνονται καθημερινά γύρω από τα μεγάλα ορόσημα: Γολγοθάς, Πανάγιος Τάφος, Τείχος των Δακρύων, Ιερό Τέμενος…

Τα κειμήλια, οι πραμάτειες που ενδύονται την ευλογία του Θεανθρώπου, ποιος ξέρει μέσα από ποιους δρόμους και βασκανίες θα έκαναν τον Χριστό, επανερχόμενο στην πόλη, να αναφωνήσει με τον ίδιο ακριβώς τρόπο για “τον οίκο εμπορίου” και να εκδιώξει τους πραματευτάδες από το ναό. Πιο αληθινά και αυθεντικά φαντάζουν στα μάτια μου τα αλογάκια, οι καμήλες και τα σταυρουλάκια που πλέκαμε με βάγια για την Κυριακή των Βαΐων στο νησί. Η εβδομάδα των παθών και η μετάνοια στο Όρος των Ελαιών έχει πάντα μια διαχρονική επικαιρότητα. Όμως και εδώ, στο αιώνιο αλισβερίσι εθνών, δογμάτων, θρησκειών, ο ελληνισμός και η Ορθοδοξία κατέχουν πάντα τη δική τους ξεχωριστή θέση, κρατούν στασίδι.

Aν και από μέρες έχουμε μπει στο Πεντηκοστάριο, η είσοδος στην Κωνσταντινούπολη και η επίσκεψη στο Οικουμενικό Πατριαρχείο έφερε στην ψυχή μου μια πραγματική Mεγαλοβδομάδα. Αίσθημα ανημπόριας, γύμνιας, μελαγχολικής ανάμνησης, αίσθημα μιας πολύχρωμης μοναξιάς στο πολύβουο πλήθος, λες και ο ζωγράφος ανακάτεψε τα χρώματα, τις ρίζες, τις πέτρες, τα κλαδιά, τα φύλλα μπροστά στα μάτια μου για να περιγράψει στέρεο αλλά μπερδεμένο τον εσωτερικό μου κόσμο. Ευτυχώς άφησε ένα κομμάτι ουρανό και ένα πουλί που φαίνεται ικανό να επιστρέψει.

Φτάνοντας στην Αγια-Σοφιά, ένιωσα να παραπατώ ανάμεσα στην πραγματικότητα και την ουτοπία. Στην αρχή, πριν ακόμα φτάσω στο ναό, σκεφτόμουν ότι “ένδυμα ουκ έχω ίνα εισέλθω εν αυτώ”. Διαβαίνοντας όμως από τα ωραία ερείπια στον παλιό ναό, μετά στον πρόναο, ζωντανεύουν μία προς μία οι μνήμες. Ο Ιουστινιανός, ο Πατριάρχης, η πατημασιά του αλόγου του Παλαιολόγου, το βλέμμα “της του Θεού σοφίας” που αποπνέουν οι ανεκτίμητες αγιογραφίες, όσες σποραδικά αχνοφαίνονται, μέχρι να φτάσω στο κέντρο του ναού και να σηκώσω το βλέμμα στον τρούλο. Ξαφνικά νιώθω ανάλαφρος, να ανεβαίνω ψηλά σαν να θέλω να περάσω μέσα από το στενό παράθυρο του τρούλου, από κει που έμπαινε το εκτυφλωτικό φως. Και τότε κατάλαβα το κομμάτι του ουρανού που ξέμεινε στον πίνακα. Νιώθω πια να ταξιδεύω έξω από τον ιστορικό χρόνο.

Στο γυρισμό στην Αθήνα, ως συνήθως, μάζεψα τις μνήμες από το ταξίδι. Μου άφησαν μια γλυκόπικρη γεύση στον ουρανίσκο και μια εικόνα με χίλιες δυο φωτοσκιάσεις. Η Ελλάδα, ωστόσο, μένει ζωντανή και εδώ και μέσα μας, αλλά και εκεί που το άρωμά της ευλόγησε άλλους πολιτισμούς. “Η Ελλάδα εξακολουθεί να ταξιδεύει”, σκέφτηκα…

HΧΟΣ ΤEΤΑΡΤΟΣ «Μακάριοι οι πραείς, ότι αυτοί κληρονομήσουσι την γην…» 

ΣΩΤΗΡΗΣ ΣΟΡΟΓΚΑΣ, “ΠΑΛΙΑ ΣΤΕΓΗ”
ΜΕΤΑΞΟΤΥΠΙΑ, ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΟ ΛΕΥΚΩΜΑ “ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ”

Aύγουστος 1992…

Σήμερα ο γιος μου άνοιξε τα μάτια του στον κόσμο σε μια σύγχρονη κλινική με τα μέσα και την ακρίβεια μιας τεχνικά προχωρημένης μαιευτικής και η εικόνα του στην αγκαλιά της μάνας του στην πρώτη του στιγμή έμεινε ανεξίτηλα χαραγμένη μέσα μου, να νοηματοδοτεί το λόγο της ύπαρξής μου. Αντικρίζοντάς τους έτσι, μάνα και γιο, ενωμένους με τα δεσμά του αρχέγονου, του ενστικτώδους και ζωηφόρου έρωτα, είναι φυσικό κανείς να βουτά στα βαθιά νερά της μνήμης, να εικονογραφεί τα όρια της γνώσης, να προσπαθεί να προφητέψει τα μελλούμενα, να συγκρίνει ζωές και εποχές.

Για τα πρώτα του βήματα τα πράγματα φαίνονται απλά και προκαθορισμένα. Σε λίγες μέρες θα εγκατασταθεί σε ένα διαμέρισμα πολυκατοικίας. Σε λίγους μήνες θα παίζει στο δωμάτιό του με τα παιχνίδια του και αργότερα με το κομπιούτερ του. Σε λίγα χρόνια θα πάει στο σχολείο για να γνωρίσει έμπρακτα τι ακριβώς σημαίνει ο στίχος του ποιητή “Bλέπεις είναι οι Άλλοι και δε γίνεται Αυτοί χωρίς Εσένα και δε γίνεται μ’ Αυτούς χωρίς Εσύ”. Από κει και πέρα η εικόνα γίνεται ασαφής, τα όρια μπερδεύονται. Τι θα βιώσει, τι θα κρατήσει απόθεμα στο ερμάρι του νου και της καρδιάς του, πώς θα σχεδιάσει τη δική του κεραμοσκεπή, το χώρο του, το δικό του οίκο;

Αδυνατώντας να ξετυλίξω την ανέμη προς τα εμπρός, είναι φυσικό να ξετυλίγω το κουβάρι της μνήμης προς τα πίσω. Οι μέρες, οι μήνες, οι εποχές, τα χρόνια διαδέχονται το ένα το άλλο και καθετί που γίνεται βίωμα παραμένει εκεί ασάλευτο να μας κοιτάζει με το βλέμμα των παιδικών μας ματιών. Τι είναι πραγματικότητα και τι παραμύθι, τι είναι ζωή και τι παιχνίδι του μυαλού και της ψυχής; Ποιος άραγε να ξέρει…

Κι όμως οι μήνες είναι εδώ, ανεξίτηλα χαραγμένοι μέσα μου. Ο Γενάρης του αγιασμού των Φώτων. Ο Φλεβάρης της γιορτής των Φουντών.10 Ο Μάρτης των Χαιρετισμών. Ο Απρίλης της άνοιξης και της Mεγαλοβδομάδας. Ο Μάης με τα άσπρα και μοβ γιασεμιά. Ο Ιούνης των πρώτων ερώτων στους δρόμους. Ο Ιούλης με τις δάφνες και τις μυρτιές στην αυλή της Αγίας Παρασκευής. Ο Αύγουστος με τα αντιμαχείτικα καρπούζια και τα καρδαμιώτικα πεπόνια να μοσχομυρίζουν κάτω από τα κρεβάτια. Ο Σεπτέμβρης του πανηγυριού του χωριού. Ο Οκτώβρης της γκριζογάλανης γαλήνης και της μερωμένης θάλασσας. Ο Νοέμβρης με τα χοιροσφάγια.11 Ο Δεκέμβρης με το ρόισμα των βαρβάρων12 στη γειτονιά. Και οι φωνές της μάνας μου σ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου να ηχούν στα αυτιά μου και να με εγκαλούν γιατί παραβίαζα τη σοφή τάξη των πραγμάτων.

Η εικόνα τόσο ζωντανή, που μοιάζει μόλις χθες. Ο χώρος τόσο οικείος, που κρατά ακόμα στο νου τις σιωπές και τους ήχους. Το σπίτι μας, απέναντι στην πόρτα της εκκλησίας, παλιόχρονο -εκ των υστέρων αποδείχθηκε νεοκλασικό! – πρώην σχολείο και αποθήκη, με πρώην κυπαρίσσια, χαλίκια και πηγάδι. Στην πίσω αυλή η συκιά και το περιβόλι της “σαμαραδιάς”. Στον ψηλοτάβανο διάδρομο που είχε για κουζίνα η κουμπάνια της χρονιάς -το τυρί της τυριάς, η νταμιτζάνα με το κρασί-ανάμα, οι ελιές, τα όσπρια, τα κρεμμύδια και τα σκόρδα- το παραδοσιακό “καφάσι”. Στις δύο μεγάλες κάμαρες που σήκωναν την ευημερία μας μέσα από τα τεράστια παράθυρα, έμπαιναν την άνοιξη τα κλαδιά των δέντρων, το θέρος τα μελτέμια, το φθινόπωρο η υγρασία, το χειμώνα ο χιονιάς.

Στο σπίτι μας στην πόλη ροβολήσαμε από το “πυργάλι” μας στο χωριό. Χτίζοντάς το ο μάστορης με τη σοφία του λαϊκού αρχιτέκτονα, σκέφτηκε ότι η κατεύθυνση του μελτεμιού το καλοκαίρι και του νοτιά το χειμώνα στην άδεντρη Καρδάμαινα απαιτεί τέσσερα τουλάχιστον παράθυρα στις μεγάλες κάμαρες και μάλιστα αντικριστά. Έτσι για να κοιμηθείς το απομεσήμερο του θέρους που σκάει ο τζίτζικας, θέλεις κουβέρτα. Η λαϊκή αρχιτεκτονική που εξακολουθεί να ζει και σήμερα σε κάθε γωνιά της Ελλάδας, παρά τη φιλότιμη προσπάθεια να την εξαφανίσουμε, αναδεικνύει σπίτια που χτίστηκαν όχι με οικονομετρία αλλά με ανθρωπομετρία.

Είναι το ίδιο μέτρο που ενσωματώνει ολόκληρες πόλεις ή κτίσματα αρχιτεκτονικά, αριστουργήματα διαφορετικών ρυθμών και εποχών, σε ένα οικοσύστημα ιδιαίτερου φυσικού και αισθητικού κάλλους, όπου η μάντρα κι ο βοσκός, η θάλασσα και ο ψαράς, το ξεροχώραφο κι ο γεωργός και αργότερα η ξενιτιά και ο ξενιτεμένος κύκλωναν την παρουσία τους και έχτιζαν την καλημέρα τους. Έτσι όπως σοφά τοποθετούσαν την κεραμοσκεπή πάνω σε καλαμωτές.

Είναι το ίδιο μέτρο, σκέφτηκα ανεβαίνοντας τα πέτρινα σκαλιά του Ασκληπιείου, που έρχεται κατευθείαν από την αντίληψη που είχε για τον άνθρωπο και τη ζωή του ο Ιπποκράτης ο Κώος. Φυλλομετρώντας το ίδιο βράδυ που γεννήθηκε ο γιος μου τη “μαιευτική” του πιο διάσημου γιατρού της αρχαιότητας, διέγνωσα για πρώτη φορά μια αλήθεια. Μπορεί οι γνώσεις στον πλανήτη να διπλασιάζονται κάθε δύο χρόνια, όμως πολύ λίγα πράγματα άλλαξαν στα θεμέλια της ιπποκρατικής τέχνης. Γιατί στον Ιπποκράτη δε βρίσκεται μόνο η συσσωρευμένη ιατρική τεχνογνωσία της εποχής. Συνυπάρχουν στο πρόσωπό του ο φιλόσοφος, ο μαθηματικός, ο γεωμέτρης, ο γιατρός, ο ποιητής, ο κάτοχος της εμπειρικής γνώσης, ο άνθρωπος ο αρμονικά ταυτισμένος με τη φύση, το περιβάλλον και το οικοσύστημα. Όλοι οι συντελεστές που μετατρέπουν την επιστήμη σε τέχνη.

Ασκληπιείο. Ο οίκος του Ιπποκράτη. Χώρος λατρείας του Ασκληπιού, πρακτικό νοσοκομείο της εποχής, τόπος επιστημονικής έρευνας και σπίτι χτισμένο στη μαγική πλαγιά με τα ψηλά κυπαρίσσια. Κατοικία με τη σύγχρονη πολυεπίπεδη αρχιτεκτονική σ’ όλη της τη μεγαλοπρέπεια. Ένας πολυχώρος λειτουργικός, αισθητικά αρμονικός, μετρικά ανθρώπινος, σε πλήρη αρμονία με τη βίωση της τέχνης του.

Σήμερα ο γιος μου άνοιξε τα μάτια του στον κόσμο κι εγώ, ο αθεράπευτα ρομαντικός, του εύχομαι να βιώσει ξανά έναν πολιτισμό με μέτρο τον άνθρωπο, με πλούτο και ποικιλία στις αξίες της ζωής του, σε αρμονία με τη φύση. Ίσως δεν μπορεί να ξαναγυρίσει στον Ιπποκράτη ή στην τεχνική της κεραμοσκεπής. Μπορεί όμως να ανοίξει ένα νέο δρόμο ανάμεσα στην αισθητική απόλαυση και την πρακτική χρησιμότητα που να οδηγεί ξανά από την εκπαίδευση στην παιδεία, από την επιστήμη στην τέχνη, από το επάγγελμα στην ανθρώπινη οντότητα. Να ενώσει ξανά τα σπασμένα κομμάτια και θρύψαλα που γεμίζουν τη ζωή μας, να ανατρέψει τα καταφύγια που στεγάζουν την αλλοτρίωσή μας, να χτίσει τον οίκο του με γνώμονα τη δική του καλημέρα. Να κληρονομήσει εντέλει με πραότητα τη γη, που έτσι κι αλλιώς πάντα στους επίγονους και επερχόμενους ανήκει.

Αργά το βράδυ, μπερδεμένος στις σκέψεις μου και στη χαρά μου, έρχεται στο νου μου εικόνα-χαρακιά. Ήμουν, λέει, παιδί στις πρώτες μου μνήμες και έρχεται ξανά ο παπα-Γιώργης, χωρίς το βιολί του αυτή τη φορά. Και στην ικεσία μου, με βαριά από τη νύστα βλέφαρα, να μου πει ένα παραμύθι, ακούω εκείνη τη βαθιά και όμορφη φωνή του:

Κόκκινη κλωστή δεμένη, στην ανέμη τυλιγμένη,
δώσ’ της κλότσο να γυρίσει, παραμύθι ν’ αρχινήσει.
Καλησπέρα, καλή αρχή του παραμυθιού…
Και τα παιδιά νυστάξαν κι άλλα σειούνται κι άλλα ξυούνται
Κι άλλα κουπανάσκελα κοιμούνται…

Καληνύχτα…
 

HΧΟΣ ΠΛAΓΙΟΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ «Τω στερεώσαντι την γην επί των υδάτων…» 


ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΔΡΟΥΓΚΑΣ, “ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΗ ΝΙΚΗ”
ΜΕΤΑΞΟΤΥΠΙΑ, ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΟ ΛΕΥΚΩΜΑ “ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ”

Iούλιος 1995…

Πετώντας χαμηλά με ελικόπτερο στην άγονη γραμμή του ανατολικού Αιγαίου, ένα πρωί με λαμπερό φως, βλέπω τις βραχονησίδες και τους βράχους ανάμεσα στο Καστελόριζο και στην Αντίφιλο -“Κας” τη λένε σήμερα οι Tούρκοι-13 θαρρείς και μοιάζουν χνάρια από την πατημασιά ενός Κύκλωπα που θέλησε να περάσει από το ένα λιμάνι στο άλλο. Είναι ακριβώς η ίδια αίσθηση που έχεις όταν πετάς με αεροπλάνο πολύ ψηλά πάνω από το Αιγαίο για τα Κυκλαδονήσια ή τα Δωδεκάνησα. Τα νησιά είναι αφημένα στο Αρχιπέλαγος όπως οι πατημασιές του Κύκλωπα. Μια δρασκελιά από το ένα στο άλλο.

Ο Κύκλωπας μπορεί να περπατούσε με τις μεγάλες του δρασκελιές στο Αιγαίο, δεν εμπόδισε όμως τον Ιάσονα να περάσει κωπηλατώντας τις Συμπληγάδες. Ίσως επειδή οι Έλληνες δεν είναι Kύκλωπες να έγιναν κωπηλάτες, σήμα κατατεθέν της μακραίωνης περιπέτειάς τους. Από την αχλή ακόμα της μυθολογίας τους επιχειρούν ιστορικές εξόδους και τις επαναλαμβάνουν στις μεγάλες εποχές τους. Όταν ο Ιάσονας και η Αργώ του φορτωμένη ήρωες και ημίθεους εκστρατεύουν για το χρυσόμαλλο δέρας, αρχίζει αυτό το ατέλειωτο ταξίδι στον κόσμο. Οι Συμπληγάδες πέτρες ή Κυανέες νήσοι στον Ελλήσποντο ήταν τα μεγάλα τείχη του ως τότε γνωστού κόσμου, που ανοιγόκλειναν και συνέτριβαν όποιον τολμούσε να διαβεί ανάμεσά τους.

Ο Ιάσονας τις άφησε για πάντα ανοιχτές και ακίνητες για να περνούν οι Έλληνες ταξιδευτές, κωπηλατώντας πότε για τη Μαύρη Θάλασσα, πότε για την Κάτω Ιταλία, πότε διά μέσου της Μικρασίας στην Περσία, στην Ινδία, στο Θιβέτ, πότε στην Παλαιστίνη, στο Σινά και στην Αίγυπτο και αργότερα παντού στον πλανήτη, σε κάθε ήπειρο “όπου γη και πατρίς”. Και ταξιδεύουν πάντοτε ως πάροικοι, όχι ως άποικοι, όχι με την αντίληψη του έθνους-αποστολής ούτε με την αίσθηση της φυλετικής καθαρότητας. Mε έντονο τον ανθρωποκεντρικό και αντιστασιακό τους χαρακτήρα, το φιλελεύθερο και φυσιοκρατικό τους πνεύμα να οριοθετεί έναν πολιτισμό συμβίωσης και συνύπαρξης. Το ταξίδι των Eλλήνων στο χώρο και το χρόνο φαίνεται να συνεχίζεται παντοτινά.

Σε όλους τους σταθμούς του ταξιδιού, είτε μέσα στο Αιγαίο είτε πέρα από αυτό, ο Ιάσονας κι οι Αργοναύτες του πλεύριζαν στα λιμάνια, μαχόντουσαν, συμβίωναν και τελικά νικούσαν σε μια αδιάκοπη σκυταλοδρομία. Μέχρι να φτάσουν στο χρυσόμαλλο δέρας, όπου ο αγώνας για την επιβίωση και οι νίκες οδηγούσαν στον άθλο.

Η ίδια σκυταλοδρομία αναβιώνει σε κάθε εποχή, σκέφτηκα καθισμένος ακριβώς στο κορδόνι του λιμανιού του Καστελόριζου, λιμανιού που ο βυθός του, έτσι όπως προβάλλει διάφανος κάτω από το δυνατό φως του ήλιου, σε προκαλεί να γίνεις βουτηχτής. Όπου και να ταξίδεψα στον κόσμο, χρόνια τώρα, βρήκα Kαστελοριζιούς. Ριζώνουν παντού με μια ευκολία που φαντάζει ανεξήγητη ιστορικά. Μόνο στην Ωκεανία ζουν τριάντα ή σαράντα φορές περισσότεροι από αυτούς που έχουν μείνει στο νησί και μάλιστα όλοι ανεξαιρέτως δαχτυλοδειχτούμενοι. Όπως ανεξήγητο φαντάζει ότι ακόμα και στις πιο κρίσιμες ώρες με τους απέναντι -εξαιτίας της απομόνωσης και της απόστασης του νησιού από τον ελλαδικό χώρο, φαίνεται υπόθεση μιας δρασκελιάς γι’ αυτούς- οι Kαστελοριζιοί έβρισκαν πάντοτε δίαυλο επικοινωνίας μαζί τους. Για να πάρουν τους καρπούς τους, να ζητήσουν βοήθεια σε μια δύσκολη στιγμή, να πουλήσουν τα ψάρια τους. Αναζητώντας εξήγηση, δεν μπόρεσα να σταθώ πέρα από το φυσικό χώρο του νησιού, που κάνει τη ζωή κλειστή μέσα στον ανοιχτό ορίζοντα, που σε προκαλεί να κρατάς τις χαρές και τις λύπες σου, να βολεύεσαι μέσα στις δικές σου εμπειρίες, να χτίζεις το βίωμα της καλημέρας σου από θαλασσινό νερό, από φως και από λευκές πέτρες. Και να ονειρεύεσαι πάντοτε το ταξίδι που θα σου ανοίξει δρόμους για νίκες και άθλους.

Ταξιδεύοντας από το μύθο στην Ιστορία, ο αγώνας της επιβίωσης έγινε για τους κωπηλάτες αυτού του τόπου συνώνυμο της άμιλλας. Μιας άμιλλας που ένωσε στην αρχή την πόλη-κράτος. Αργότερα μέσα από την ολυμπιακή ιδέα ένωσε τις πόλεις της Ελλάδας και πιο μετά τα κράτη-έθνη του κόσμου. Έγινε αγώνισμα, διεκδίκηση, νίκη. Νίκη χωρίς λάφυρα, συνώνυμη του ήθους. Νίκη που αποκτούσε πραγματική αξία χρήσης, γκρέμιζε τείχη για να περάσουν οι νικητές, εγκαθίδρυε εκεχειρίες, σταματούσε έριδες και διαμάχες. Η σκυταλοδρομία έγινε αγώνισμα για να αναδείξει στην αρμονία του ανθρώπου με τη φύση την κυριαρχία του ανθρώπου πάνω στη φύση. Ο άθλος των Διαγοριδών, που έφερε την Καλλιπάτειρα στην Ολυμπία παρά τους νόμους και ενάντια σ’ αυτούς, δεν ήταν τίποτε άλλο παρά η επικράτηση της ηθικής και της δικαίωσης για τους κωπηλάτες της ζωής.

Ταξιδεύοντας από την Ιστορία στο μέλλον, να μαστε λοιπόν ξανά μπροστά στους νικητές που αγναντεύουν τη θάλασσα από τη στεριά, γνωρίζοντας καλά ότι προϋπήρξε το νερό που μέσα του γεννήθηκαν για να στερεωθεί “η γη επί των υδάτων”. Στους νικητές με τα στάχυα, τις ελιές, τις μέλισσες, τα πουλιά, να κοιτάζουν με το βλέμμα καρφωμένο στην Aνατολή. Με το κεφάλι και το κορμί αψεγάδιαστο σύμπλεγμα αρμονίας και δύναμης. Στους νικητές με τα ακόντια, τους δίσκους, τις σφύρες, τους βατήρες.

Η λέξη νίκη σε παραπέμπει ευθέως στο νήμα. Το νήμα μπορεί να είναι ο χρόνος που συνδέει τις εποχές, τις στιγμές, τα πράγματα, τους δίνει καθολική υπόσταση, τα κάνει κόσμο με την κυριολεξία του όρου. Το νήμα μπορεί να είναι το τέλος ενός αγώνα σκυταλοδρομίας που αλλάζει σκυτάλη από νησί σε νησί.

Ποιος θα το κόψει πρώτος, να ντυθεί τη δόξα του νικητή, να φορέσει στο σγουρόμαλλο κεφάλι του τον κότινο, να ανακαλύψει στο βλέμμα και στην ψυχή των ανθρώπων τον έρωτα, να τελειώσει τη ζωή του σε μια στιγμή, μέχρι αυτή τη στιγμή.

Άθλος! Έτσι αρχίζει και τελειώνει κάθε νέα εκστρατεία, κάθε νέα έξοδος από τα τείχη. Πάλι εδώ, στην ίδια γη, στον ίδιο χώρο που το όνειρο, το φως, η ομορφιά έχουν ονοματεπώνυμο.

HΧΟΣ ΠΛAΓΙΟΣ ΤΟΥ ΔΕΥΤΕΡΟΥ «Εξέδυσάν με τα ιμάτιά μου…» 

ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΑΚΡΟΥΛΑΚΗΣ, “ΠΑΠΑΡΟΥΝΕΣ”
ΜΕΤΑΞΟΤΥΠΙΑ, ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΟ ΛΕΥΚΩΜΑ “ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ”

Aπρίλιος 2000…

Επιστροφή στην Πόλη… Γερμένος στην κουπαστή του καραβιού που μας φέρνει πίσω από τα Πριγκιποννήσια κι αφού περάσαμε λίγες ώρες συντροφιά με την Ελλάδα -όση απέμεινε- στη Χάλκη, κοιτάζω μια τα νερά στον Βόσπορο και μια την Κωνσταντινούπολη, που μας υποδέχεται ξανά. Στα χέρια μου κρατώ ένα μπουκέτο παπαρούνες που έκοψα στην αυλή της Μεγάλης του Γένους Σχολής για να κρατήσω ζωντανή την ελπίδα της άνοιξης γι’ αυτήν. Η ταχύτητα που διαπλέουμε το στενό είναι τόσο αργή, λες και θέλει να προλάβουμε στα λίγα μίλια του ταξιδιού να διανύσουμε το λιόγερμα, το σούρουπο και να φτάσουμε βαθιά νύχτα, για να μου δοθεί η ευκαιρία να ξετυλίξω στο μπερδεμένο κουβάρι του νου και της ψυχής μου όλο τον ιστορικό χρόνο.

Βόσπορος! Η γεωγραφία και η Ιστορία μάς διδάσκουν ότι τα περάσματα είναι πάντοτε στενά και μάλιστα όσο πιο μεγάλα και σημαντικά πράγματα συνδέουν μεταξύ τους, τόσο στενότερα είναι. Τα στενά της Σαλαμίνας δε χωρούσαν τα καράβια του Ξέρξη, τα στενά των Θερμοπυλών δε χωρούσαν παρά τον Εφιάλτη, η Κερκόπορτα δε χωρούσε παρά κάποιους μετρημένους στα δάχτυλα, που αρκούσαν ωστόσο να αλώσουν την Πόλη και να μαρμαρώσουν το Βασιλιά.

Ο Βόσπορος είναι τόσο στενός όσο το πέρασμα του Βοός. Ικανός ωστόσο για να σε μεταφέρει γεωγραφικά και ιστορικά από την Άσπρη στη Μαύρη Θάλασσα, από το Αρχιπέλαγος στον Εύξεινο Πόντο, από την Ευρώπη στην Ασία, από τη Χριστιανοσύνη στο Ισλάμ, από τη Δύση εντέλει στην Ανατολή. Τα νερά του, μπλε στην αρχή και κρυστάλλινα, αλλάζουν όσο προχωράς στα στενά, γίνονται πράσινα και θολά. Ευτυχώς που οι γέφυρες στον Κεράτιο κρατούν ακόμα το βάρος της Ιστορίας και των ανθρώπων και δεν υπάρχει πια η αλυσίδα που θα μας απαγορεύσει να προσεγγίσουμε την Πόλη.

Η Πόλη! Όσο απλώνεται το βλέμμα τριγύρω, είναι χτισμένη παντού αγκαλιάζοντας ολόκληρο τον Βόσπορο. Θαρρείς και δεν υπάρχει πουθενά ένα ξέφωτο, ένα γυμνό τοπίο. Με το μάτι ζυγιάζεις την έκταση, την πυκνότητα, τον όγκο και σε πιάνει δέος όταν συνειδητοποιείς ότι γύρω από την Κωνσταντινούπολη η σημερινή Ιστανμπούλ σηκώνει μιάμιση σχεδόν φορά τον πληθυσμό της Ελλάδας. Tο Φανάρι απέμεινε ένας κόκκος στην άμμο του Ισλάμ, ένα μικρό, εύθραυστο αλλά μυρίπνοο και αειθαλές γιασεμί στην αυλή του Μωάμεθ. Από το μυχό του Κεράτιου έρχονται στ’ αυτιά μου ανεπαίσθητα από διαφορετικούς δρόμους αλλά στον ίδιο ήχο, το θρηνητικό και γλυκύ πλάγιο του δευτέρου, ο αργόσυρτος αμανές ενός χότζα μαζί με το “Eξέδυσάν με τα ιμάτιά μου” της Μεγάλης Πέμπτης.

Μετέωρη η διάθεσή μου, κονιορτοποιημένη σε εκατομμύρια κομμάτια, κάθεται μαζί με τα εκατομμύρια πουλιά πάνω στους εκτυφλωτικά φωτισμένους μιναρέδες, καθώς η γεμάτη πια νύχτα μάς φέρνει στην άλλοτε κοσμοκράτειρα και σήμερα κοσμοκρατούμενη Πόλη. Μετέωρο και το βήμα μου ανάμεσα σε Δύση και Ανατολή, ανάμεσα στις εποχές της Ιστορίας. Δεν ξέρω τι να διαλέξω, το “επτά” ή το “τρία”;

Το μυστικό “επτά”, που στην ελληνική Ανατολή συνδέει τη συμβολική των πραγμάτων με τη μεταφυσική σκέψη, ή το μυστικό “τρία”, που στην ελληνική Δύση μπολιάζει τη χριστιανοσύνη στις διάφορες εκδοχές και τα συγκρουόμενα οχυρά της με τον ορθό λόγο. Επτά οι λόφοι που πάνω τους κοιμάται και απόψε η Πόλη. Επτά τα θαύματα και οι σοφοί της αρχαιότητας. Επτά τα μυστήρια της Εκκλησίας. Μέσα από τρίπτυχα κινείται στην αλληλουχία των εποχών η Ιστορία αυτού του τόπου. Ακρόπολη, Δελφοί, Ολυμπία. Άθως, Πάτμος, Κωνσταντινούπολη. Κύπρος, Σμύρνη, Πόλη.

Τρίπτυχο είναι και το στρατί που συνδέει την άνοιξη της Ελλάδας με το Πάσχα των Ελλήνων: Πάθος, Σταύρωση, Aνάσταση.

Ξεκινώντας από τις μητριαρχικές θεότητες, τον Απόλλωνα της μουσικής και του φωτός, και φτάνοντας ως τον τρόπο που βιώνει το χριστιανισμό του, ο Έλληνας δένει αξεδιάλυτα την πίστη του με τη γη του, τη θάλασσα, τα ανθρώπινα πάθη και τα πάθη του γένους του, με τις παραστάσεις που γεννούν, με τα συναισθήματα που εκφράζουν. Ο Θεός της Ορθοδοξίας είναι γι’ αυτόν γήινος με κυρίαρχη την ανθρώπινη διάστασή του.

Είναι φυσικό λοιπόν αυτό το στρατί να ταυτίζεται με την άνοιξη και να κορυφώνεται στο Πάσχα της. Γιατί μόνο τότε μπορείς να δεις ένα περιβόλι γεμάτο κατακόκκινες παπαρούνες με τα φύλλα και τους λεπτούς μίσχους να λικνίζονται στις ανοιξιάτικες αύρες. Μόνο τότε μπορείς να γεμίσεις με αυτές το βάζο του Ευαγγελισμού, που θα φέρει το χαρμόσυνο μήνυμα της γέννησης. Μόνο τότε μπορείς με μια αγκαλιά από αυτές να στολίσεις τον Επιτάφιο εξανθρωπίζοντας το θάνατο. Μόνο τότε μπορείς, προσφέροντάς τες στον Εσπερινό της Αγάπης, να νιώσεις τον έρωτα που γεννά η Aνάσταση. Και το κυριότερο, όσες κι αν κόψεις από αυτές, ξαναγεννιούνται στο περιβόλι της άνοιξης. Ίσως γι’ αυτό όλα τα πράγματα σ’ αυτό τον τόπο γεννιούνται, πεθαίνουν και ανασταίνονται την άνοιξη.

Επιστροφή στον παρελθόντα χρόνο… Ταξιδεύω ξανά στο νησί. Γερμένος στην κουπαστή του καραβιού, περνώ, μόλις χαράζει, τη στροφή ανάμεσα σε Ψέριμο και Κω. Στ’ αριστερά μου, μια μόλις δρασκελιά απόσταση, το Μποντρούμ14 -Πετρούμι το λέγαμε πάντα- πλάι στην παλιά Αλικαρνασσό. Από μικρός έβλεπα απέναντι τα λιγοστά σπίτια να γίνονται με ταχύτητα μεγάλη πολιτεία. Στο μυαλό μου ξανά η προσταγή της μάνας μου: “Σαλάμι από τον Αχμέτ, ταχίνι και χαλβά από τον Παρβέρη, γάλα από τον Βολακά, λουκουμάδες από τον Παντελίκιζη”. Ο ένας Tουρκοκρητικός, ο άλλος Kώτης, ο τρίτος Tούρκος, ο τέταρτος Πετρουμιανός. Καλοί γειτόνοι, μοιράζαμε τα υπάρχοντά μας, τις στιγμές μας και τα συναισθήματά μας καταπώς ταιριάζει στη φύση μας. Συνύπαρξη.

Με τον Μαχήρ ήμασταν συνέχεια μαζί, ανταγωνιστές στα μαθήματα, συναγωνιστές στο παιχνίδι. Φύγαμε σχεδόν μαζί από το νησί, εγώ για την πρωτεύουσα, αυτός για την Τουρκία. Μετά κύλησε η καχυποψία στο αίμα όπως το σαράκι που τρώει αργά τα σωθικά.

Επιστροφή ξανά στον ενεστώτα χρόνο… Περιπλανιέμαι στους δρόμους της Πόλης. Οι εκκλησιές μας κρυμμένες πίσω από τα τζαμιά, οι παλιές πέτρες θαμμένες κάτω από τα καινούργια κτίσματα, οι απέθαντες σκιές προστατευμένες στα σκοτεινά καντούνια. Το χρώμα, ο αγέρας, το φως, μια θαμπάδα και ένα κίτρινο υγρό να σε διαπερνά. Κι όμως συναντάς το χαμόγελο λίγο δειλό και αμήχανο στην αρχή, πιο σταθερό λίγο μετά, να σου υπόσχεται μια πιο άσπρη, πιο καθαρή μέρα, όπως την υπόσχεση που σου δίνει αυτή η παπαρούνα καθώς ξεπηδά μέσα από τα χαλάσματα και τις πέτρες που απέμειναν δίπλα στο τείχος όπου άφησε την τελευταία του πνοή ο Παλαιολόγος.

Α! Ξέχασα. Συνάντησα ξανά και τον Μαχήρ, αφού ξόδεψα πολύ χρόνο και προσπάθεια μαζί με πολλούς άλλους να γλυτώσει το θάνατο που του επιδίκασε το δικαστήριο της Σμύρνης αντιστεκόμενος στο καθεστώς.15 Με την παπαρούνα και τον Μαχήρ ένιωσα να εξοικειώνομαι με την Πόλη, τις γεύσεις της, τις απίστευτες ομορφιές της, τις μυρωδιές και τους ήχους της, να γίνεται ξανά δική μου, να μπορεί να γίνει η Πόλη που θα σηκώσει την παρουσία μου.
Επιστροφή στο μέλλον… Ίσως είναι καλύτερα που δε θα γυρίσω τροπαιοφόρος, κατακτητής, εκδικητής, αλλά ξανά ως πάροικος. Σ’ έναν κόσμο όπου οι ανθρωπιστικές και οικουμενικές αξίες δίνουν ξανά τη μάχη τους και νικούν με ανταμοιβή έναν ακόμα πολιτισμό του ανθρώπου. Ποιος ξέρει; Μπορεί και να γίνουμε επιτέλους καλοί γειτόνοι…

HΧΟΣ ΒΑΡYΣ «Τις Θεός μέγας, ως ο Θεός ημών;…» 

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΣ, “ΑΥΛΗΤΡΙΔΑ”
ΜΕΤΑΞΟΤΥΠΙΑ, ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΟ ΛΕΥΚΩΜΑ “ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ”

Iούνιος 1988…

Κάθομαι στο μικρό ταβερνάκι πάνω στην αμμουδιά του Χουχλακιάρη και αντικρίζω από το παράθυρο τα χρώματα που παίρνει ο ορίζοντας όταν δένει τον ουρανό με τη θάλασσα. Είναι τόσο πολλά και αλλάζουν τόσο γρήγορα, που αδυνατείς να ακινητοποιήσεις έστω και μία εκδοχή τους. Στο μυαλό μου ηχούν σκόρπιες λέξεις, μισοτελειωμένες φράσεις: Κάλλος, Γυναίκα, Θάλασσα, Ενότητα των Αντιθέτων, Δυοσμαρί, Έρωτας…

Είναι η εποχή που το χωριό μου πήρε το δικό του σκληρό χρώμα και η θάλασσα τη δική της κρύα ζωντάνια. Το σκληρό γαλάζιο ηγεμονεύει. Θάλασσα, ουρανός, άσπρα σπίτια, πάντα το πρόβλημα του νερού και του πράσινου. Νερό που φτάνει μέχρι το ισόγειο των σπιτιών -για τον πρώτο όροφο λιγοστό, για τον δεύτερο ανύπαρκτο- και αφήνει σημάδια στο ποτήρι. Πράσινο που το απαντάς μόνο σε γλάστρες ή σε κάποια αρμυρήθρα, κι αυτή όχι πάντα μέσα στο χωριό.

Είναι η εποχή που πόλη και χωριό μετρούν τα τριάντα χιλιόμετρα της απόστασής τους στις κλίμακες των αντιθέτων: πολυκοσμία και αποξένωση, συνύπαρξη και μοναξιά. Και ανάμεσά τους ένα μικρό φυλλαράκι δυόσμου, το δυοσμαρί.

Χουχλακιάρης! Δε νομίζω ότι υπάρχει νησί στο Αιγαίο χωρίς μια παραλία με χοχλάκους, με μεγάλες πέτρες. Εδώ όμως δεν πρόκειται γι’ αυτό. Το τοπωνύμιο αναδύθηκε από μια γωνιά, εκεί που πέφτει το βουνό στη θάλασσα και υπάρχουν μεγάλες πέτρες γεμάτες πεταλίδες. Από κει και πέρα, όσο παίρνει το μάτι σου, η αμμουδιά είναι απέραντη. Παλιότερα δεν είχαν μεταφερθεί όλοι στη θάλασσα. Μέσα στα πουρνάρια και στους ξεροπόταμους, κάτω από το κάστρο της Αγίας Παρασκευής, ήτανε χτισμένο το παλιό χωριό. Σκόρπια σπίτια ανάμεσα στις πολλές εκκλησιές, τα λίγα δέντρα και τα λιγοστά χωράφια, με στέρνες και ταβλάδους, χαμηλοτάβανα και στενά, κρατούσαν τη φτώχια και την καλοσύνη τους. Μετά κατηφόρισαν στη θάλασσα, λες και ήθελαν να κόψουν θαλασσινές φέτες και να χτίσουν καλύβια. Εκεί χτίσανε τα σπίτια τους, που συχνά τα γκρέμιζε η θάλασσα στο θυμό της, τα όνειρά τους, που συχνά τα γκρέμιζε ο στενός ορίζοντας, τις δουλειές τους, που συχνά τις γκρέμιζε η θεομηνία και ο Iταλός διοικητής. Κι έτσι πάνω στη θέληση της θάλασσας απόθεσαν τη ζωή τους, τις γιορτές τους, τους θρήνους και την απαντοχή τους.

Πάνε ογδόντα χρόνια από τότε που ο παππούς μου πήγαινε τις νύχτες του καλοκαιριού μέσα στο βουνό, εκεί όπου η γιαγιά μου στην καλύβα με τα κλαριά, τα σχίνα και τις χαρουπιές φύλαγε τα σύκα. Κρατούσε στα χέρια το κλεφτοφάναρο που βοηθά το άλογο στο δρόμο και φοβίζει τις οχιές και τους ποντικολούς, που άφθονα τριγυρίζουν καλοκαιριάτικα στα χωράφια. Αυτό ήταν το δικό του αιώνιο ραντεβού για το φιλί και τον έρωτα.

Σήμερα το χωριό μετρά δέκα φορές τους κατοίκους του σε τουριστικές κλίνες, η θάλασσα όμως και ο Χουχλακιάρης παραμένουν αναλλοίωτα.

Χουχλακιάρης! Εκεί φτάσαμε σήμερα μαζί με το Δυοσμαρί. Μείναμε ώρες στην αμμουδιά με τον Γιώργο Σεφέρη να μας κρατά συντροφιά. Η Σαλώμη, η Λάλα, ο Στράτης… στις έξι αυγουστιάτικες νύχτες του 1926, στην Ακρόπολη.16 Το αυγουστιάτικο φεγγάρι είναι η άλλη όψη του ήλιου του καταμεσήμερου. Ένας ήλιος που μας χάιδευε και άχνιζε το δέρμα μας ανασαίνοντάς τον όπως το πράσινο φύλλο ενός πλάτανου. Ο Στράτης έπαιζε το βιολί στη Λάλα με την ίδια αίσθηση της ένταξης στο φυσικό του χώρο και τότε και τώρα, όπως βέβαια κι ο παπα-Γιώργης μισό αιώνα πριν. Κάποια στιγμή το Δυοσμαρί πάλευε με το νερό στα εκατό τουλάχιστον μέτρα όπως το νεραϊδόπλασμα στην Παναγιά τη Γοργόνα. Όληνε τούτη την ώρα μιλούσα με τον ήλιο και τη μοναξιά. Μια κατοστή μέτρα από τη θάλασσα η αρμύρα ξασπρίζει και σβιέται.

Η σκέψη μου μπορεί να έκανε τον Φειδία να κοκκινίσει από ντροπή, όμως ισχυρίζομαι ότι μπορώ να χτίσω την Ακρόπολη μέσα στην καρδιά ενός κόκκου από άμμο που μόλις έγλυψε η αρμύρα της θάλασσας στο Χουχλακιάρη, στην αμμουδιά του χωριού μου. Είναι ακριβώς το ίδιο με την αίσθηση που έχεις παίρνοντας στη χούφτα σου την άμμο από κει που μόλις αποσύρθηκε το κύμα, καθώς αντικρίζεις αναρίθμητα χρώματα, σχήματα, μορφές να λάμπουν στον ήλιο, όταν ακόμα ψάχναμε κοχύλια για να στολίσουμε το φτωχικό κομοδίνο. Είναι ακριβώς το ίδιο με την αίσθηση της πανδαισίας των χρωμάτων που έχεις από το παράθυρο αντικρίζοντας τον ορίζοντα τη στιγμή ακριβώς που αυτός διατυπώνει τον ορισμό του κάλλους. Αιγαίο. Θάλασσα. Ήλιος.

Η θάλασσα διαπερνούσε κάθε μου πόρο, έτσι που νόμιζες πως θα ξεκρίνεις ανάμεσα στα μόρια του κορμιού μου τους διαδρόμους του νου και της καρδιάς. Και η ματιά της το ίδιο διαπεραστική να διασχίζει κάθε μονοπάτι, κάθε χαραματιά ανάμεσα στους πόρους μου.

Κάποια στιγμή, έτσι που βρισκόταν πλαγιασμένη δίπλα μου, θέλησα με τις παλάμες να αποτυπώσω το σχήμα της, να το ταξιδέψω στα δικά μου χνάρια. Ώσπου ένα μελτέμι άλλαξε τη διάταξη των αμμόλοφων περνώντας την αμμόσκονη σύρριζα στο δέρμα μας, που, υγρό από τη θάλασσα που το δέχτηκε μόλις πριν, έδειχνε τη συνύπαρξη των αντιθέτων.
Το μικρό ταβερνάκι αμέσως μετά μας κράτησε άθικτους λίγη ακόμα ώρα και ενώ οι αμμόλοφοι οριστικοποιούσαν το σχήμα και τη μορφή τους.

Η επιστροφή μας στο πράσινο τοπίο της πόλης μού δημιούργησε μια αίσθηση ασήκωτου βάρους. Κρατώντας στους ώμους μου το σχήμα της, στο λεωφορείο, στο σταθμό, στο απόγευμα της πόλης, πλάι στους φοίνικες, στις αγγελικές και στη γαληνεμένη θάλασσα, τούτη η μέρα άφησε βαθιά μου χαρακιά, ένα φυλλαράκι δυόσμο, το Δυοσμαρί.
Έρωτας! Πώς να ταιριάξεις, αλήθεια, στην “αρετή του ανικανοποίητου” τον “πλούτο του αρκετού”;

HΧΟΣ ΠΛAΓΙΟΣ ΤΟΥ ΤΕΤAΡΤΟΥ «Χαίρε, Νύμφη Ανύμφευτε…» 

ΠΑΝΟΣ ΦΕΙΔΑΚΗΣ, “ΜΕ ΘΕΑ ΣΤΟ ΑΠΕΡΑΝΤΟ ΓΑΛΑΖΙΟ”
ΜΕΤΑΞΟΤΥΠΙΑ, ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΟ ΛΕΥΚΩΜΑ “ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ”

Mάρτιος 1969…

Είναι η ώρα που σβήνει το βιολί του παπα-Γιώργη, που τελειώνει το “Χαίρε, Νύμφη Ανύμφευτε”, που οι πινελιές και τα λαξευτά του γράμματα μαζί με τη φωνή και τη δοξαριά του περνούν στην Ιστορία. Δέκα του Μάρτη, μήνυμα πικρό πέτρα βαριά μού ρίχνει. “Ήρθες, λοιπόν, κυρ Χάροντα; Έλα να σε φιλέψουμε φρέσκια μυζήθρα ανάλατη και μέλι θυμαρίσιο του δρόμου να ψυχοπιαστείς. Έλα να σε ποτίσουμε γλυκόπιοτο της λησμονιάς κρασί” -το είχε για άγιο νάμα- “για να ξεδώσει ο νους σου”.
Νωρίς παντρεύτηκα το δάκρυ στο χάσιμο του ακριβού…

Τρίτη Παρασκευή των Νηστειών. Επιστρέφοντας από το νεκροταφείο ξαλαφρωμένος από την αφόρητη πίεση της κακιάς ώρας, σήμαινε κιόλας η καμπάνα της Ελλάδας των Χαιρετισμών κι εμένα, μηχανικά, αντί τα βήματά μου να με φέρουν απέναντι στο σπίτι μας, με οδήγησαν στην Αγία Παρασκευή.

Εκείνη τη μέρα οι Χαιρετισμοί έφτασαν ως το μεδούλι της ψυχής και του μυαλού μου, ανακεφαλαίωσαν τα διάσπαρτα βιώματά μου, ολοκλήρωσαν τη σχέση μου με τη ζωή και την Ελλάδα. Χρειαζόταν ο θάνατος για να αποκαλύψει τη δύναμη της αναγέννησης, για να περιγράψει μέσα από την ένταση που κουβαλά την αρμονία, μέσα από το θρήνο τον ύμνο στη ζωή, μέσα από το χαμό την ανάταση και την ελπίδα.

Από τους πρώτους ψαλμούς ένιωσα τη σχέση αυτού που ζω με την Ελλάδα.

Ανοίξω το στόμα μου και πληρωθήσεται πνεύματος,
και λόγον ερεύξομαι τη βασιλίδι Μητρί?
και οφθήσομαι φαιδρώς πανηγυρίζων,
και άσω γηθόμενος ταύτης τα θαύματα.

Τότε κατάλαβα την αποστροφή του Τάσου Λιγνάδη πάνω στο Άξιον Εστί του Οδυσσέα Ελύτη, που μόλις δυο μέρες πριν είχα διδαχθεί στην τάξη μου:
Ανοίγω το στόμα μου κι αναγαλλιάζει το πέλαγος
και παίρνει τα λόγια μου στις σκοτεινές του σπηλιές
και στις φώκιες τις μικρές τα ψιθυρίζει
τις νύχτες που κλαιν των ανθρώπων τα βάσανα.17

Στο ίδιο μέτρο ο στίχος, στην ίδια δομή η γλώσσα, στην ίδια ένταση η στιγμή, στον ίδιο δρόμο ο ύμνος ανάμεσα στον υμνογράφο και το μελωδό, στον ποιητή και το συνθέτη, στο χθες και το σήμερα αυτού του τόπου.

Για να έρθει η κορύφωση λίγο μετά, όταν στο αργό “Τη Yπερμάχω” σε ήχο πλάγιο του τετάρτου και στο στίχο “Αναγράφω σοι η Πόλις σου, Θεοτόκε” στην κραυγή προς τη Θεοτόκο η Ελλάδα βρίσκει την ασπίδα της. Η στάση και ο λαρυγγισμός στο “Θεοτόκε” μετέφερε την άνοιξη, το Πατριαρχείο, την οικουμενικότητα της Ορθοδοξίας, την αντίσταση του ελληνισμού μέσα στους αιώνες, τη μουσική που έθρεψε αυτό τον τόπο και τράφηκε μαζί του σε μια ακροτελεύτια Στιγμή.

Η ίδια ασπίδα που η άλλη “Πόλις σου”, η Αθήνα, έβρισκε χιλιάδες χρόνια πριν στη θεά της Σοφίας. Από τον Ορφέα στον Τέρπανδρο, στον Αλκαίο, στη Σαπφώ και από κει στον Θεόκριτο και μέχρι τις μέρες μας, η ίδια αρχή της αρμονίας. Από το μύθο για τους χορούς και τα όργανα που χτυπούσαν οι Κουρήτες για να καλύψουν τα κλάματα του νεογέννητου Δία ως τον πρωτοχριστιανικό ύμνο στον πάπυρο της Οξυρρύγχου και από κει στη βυζαντινή και τη δημοτική μουσική, η ίδια ρίζα περιστρέφεται τραγουδώντας ή χορεύοντας. Από την άρπα και τον αυλό ως τη φλογέρα, τη μαντούρα, το σουραύλι και από κει στη λύρα ή στην τσαμπούνα, για να φτάσουμε στο βιολί, στο σαντούρι, στο κανονάκι, στο λαγούτο, ακόμα και στο μπουζούκι ή στον μπαγλαμά, ήχοι οικείοι, απλοί, αρμονικοί εκφράζουν μια πηγαία μουσική αίσθηση.

Από τον αρπιστή και την αυλητρίδα μέχρι σήμερα, όργανα, ήχοι και φόρμες έχουν μια ανεπανάληπτη συνέχεια και ενότητα. Αν κάποιος ήθελε να περιγράψει ένα νησιώτικο χορό από το πανηγύρι του Αγίου Παντελεήμονα στο Όθος της Καρπάθου, δε θα μπορούσε να βρει καλύτερο τρόπο:
“Νέοι και νέες ερωτοτροπούσαν χορεύοντας και κρατώντας ο ένας το χέρι του άλλου απ’ τον καρπό… κι ανάμεσά τους ένας εμπνευσμένος μουσικός κρατούσε κι έπαιζε τη λύρα του”.
Κι όμως δεν είναι απ’ αυτό το πανηγύρι. Είναι ο χορός όπως τον περιγράφει ο Όμηρος στην Ιλιάδα σε απλά νεοελληνικά.

Κάποια στιγμή, έτσι όπως στεκόμουνα και μετρούσα με το βλέμμα την αβάσταχτη απουσία του, η σκέψη μου φτερούγιζε. Ο Ηλίας, ο ψάλτης με τα κομμένα χέρια και τη γλυκύτατη φωνή, ακουμπούσε στον ώμο μου και εγώ μικρό παιδί, ίσα που το κεφάλι μου έφτανε στο ψαλτήρι, του γύριζα τις σελίδες με τους βυζαντινούς φθόγγους. Και μετά το αργόσυρτο δίχορο “Τη Yπερμάχω”, μπροστά στην εικόνα της Παναγιάς, δακρυσμένη μέσα στα λουλούδια και τα μύρα, στέκεται ο παπα-Γιώργης έτοιμος να απαγγείλει τον “Άγγελο Πρωτοστάτη”, ντυμένος τα άμφια που του στείλανε από τα Iεροσόλυμα και έραψε ο ίδιος. Ξεκινούσε με ένα βαθύ μινόρε του πλάγιου πρώτου, συνέχιζε στον βαρύ, για να τελειώσει με τον πλάγιο του τετάρτου. Τρία στάσιμα, τρεις διαφορετικοί ήχοι, τρία διαφορετικά “Χαίρε, Νύμφη Ανύμφευτε” και “Αλληλούια”. Και ο Ηλίας να τον ακολουθεί από ήχο σε ήχο και να μονολογεί με την έντονη καλυμνιακή προφορά του “Xαρά στο κουράγιο του πάλι του παπά μας!”.

Ακριβώς στην ίδια θέση μετά την πάνδημη κηδεία είχα το θράσος να σταθώ για το “Άσπιλε” και δε λύγισα παρά μόνο στο τέλος, όταν απευθυνόμενος στην Παναγία διάβαζα “Την πάσαν ελπίδαν μου εις σε ανατίθημι, Μήτερ του Θεού”. Ήταν το τέλος μιας μέρας που στη διάρκειά της μεγάλωσα πολλά πολλά χρόνια.

Από τότε και κάθε χρόνο τα χαράματα της Μεγάλης Παρασκευής ακολουθώ τα βήματα που οδηγούν στο νεκροταφείο. Όλα τα υπάρχοντα λουλούδια παρόντα, όλες οι μυρωδιές δυνατές να συγχρωτίζονται με το θυμιατήρι που καπνίζει πάνω στους φρεσκοπλυμένους τάφους, δίπλα στο καντηλάκι που καίει στη μνήμη. Κι ένας ήλιος να παίζει κρυφτό με τα κυπαρίσσια και να στέλνει τις αχτίδες του μέσα από τεθλασμένες γραμμές φωτίζοντας τα πρόσωπα και τα βλέμματα που υγρά στέκονται πλάι στους τάφους. Χιλιάδες νεκροί ζωντανεύουν κάθε χρόνο αυτό το χάραμα και χιλιάδες ζωντανοί που πορεύονται να τους συναντήσουν αποζητούν την καλημέρα σου. Μια καλημέρα που σήμερα ειδικά ισοδυναμεί με πάνδημη εξομολόγηση. Συγχώρεση.

Στο σκοτεινό εκκλησάκι του Αϊ-Γιάννη, όπου από μικρός εξοικειώθηκα με το θάνατο και πίστεψα στην Aνάσταση, η βραχνή φωνή του αυτοσχέδιου ψάλτη κανοναρχεί την Ώρα Πρώτη: “Τα ρήματά μου ενώτισαι, Κύριε, σύνες της κραυγής μου? πρόσχες τη φωνή της δεήσεώς μου, ο βασιλεύς μου και ο Θεός μου”. Την Ενάτη Ώρα την πρόλαβα στην Αγία Παρασκευή με τον Επιτάφιο κατάφορτο με λουλούδια, έτοιμο να δεχτεί την Αποκαθήλωση κανοναρχώντας το “Σήμερον κρεμάται επί ξύλου…” μπροστά στο σταυρό που σήκωνε ακόμα το σώμα του Ιησού.

Δεν ξέρω πώς να σας το πω, αλλά από μικρός, όταν τελείωνε ο Επιτάφιος με το “Ω γλυκύ μου έαρ”, ένιωθα μια ιδιότυπη θλίψη παρά το ότι επέρχεται η Ανάσταση, ίσως γιατί δεμένος με το Tριώδιο, τους Xαιρετισμούς και την πορεία στο σταυρό μέσα στα λουλούδια και τα μύρα της άνοιξης, δεν ήθελα να παραδοθώ στη χαρά. Ίσως έτσι εξηγείται το πώς ένας λαός τραγικός και ευπροσήγορος, έτοιμος κάθε στιγμή να αναστήσει κλαίγοντας τους νεκρούς του, βιώνει την πατρίδα του, την πίστη του, το ιστορικό του φορτίο.

Χαιρετώ σε, ακριβέ… Γλυκά, πυκνά η θύμηση, γλυκά, πυκνά το δάκρυ, γλυκά, πυκνά το χέρι σου θα σπρώχνουν τη ζωή μου…

EΠIΛEΓOMENA «Mια άλλη Eλλάδα» 

Tο 1987 είχα την τύχη να επιμεληθώ την έκθεση “Όψεις μιας Mεγάλης Eλλάδας” του Enzo Crea στο Mορφωτικό Ίδρυμα Eθνικής Tραπέζης. Πολύτιμες καλλιτεχνικές εκδόσεις, χειρόγραφα και φωτογραφίες αποκάλυπταν τη βαθιά αισθητική εμπειρία ενός παθιασμένου γνώστη του ελληνικού πολιτισμού και της τέχνης της τυπογραφίας, του Enzo Crea. Δεκαέξι σημαντικές εκδόσεις των Edizioni dell’ Elefante, μαζί με σαράντα φωτογραφίες των ανθρώπων της ιδιαίτερης πατρίδας του Crea, της Kαλαβρίας, παρουσίαζαν την κοινή πολιτιστική μας κληρονομιά από την αρχαιότητα έως τις μέρες μας, με εξαίρεση τον Mεσαίωνα. O αείμνηστος Γ. Π. Σαββίδης είχε τότε επισημάνει “ότι θα ήταν και ανακρίβεια και προσβολή να χαρακτηρίσει κανείς τον Enzo Crea “φιλέλληνα”, ακόμα και με την καλύτερη εκδοχή του όρου”. Tο πολύχρονο εκδοτικό του έργο φανερώνει πως υπήρξε ένα γνήσιο πνευματικό τέκνο της αιώνιας Mεγάλης Eλλάδας. Oι φιλόκαλες εκδόσεις του οιστρηλατούσαν κάθε φίλο του βιβλίου και της τέχνης μεταδίδοντάς του το πάθος για καθετί υψηλό.
H έκθεση εκείνη μου έδωσε το έναυσμα για την έκδοση του καλλιτεχνικού λευκώματος Mέσα από την Eλλάδα. Eίχα και τώρα την ευκαιρία να έρθω σε επαφή με τον εμπνευσμένο και φιλότεχνο επιχειρηματία κ. Kυριάκο Tσιγκίρογλου, Διευθύνοντα Σύμβουλο της Kintec, ο οποίος συνέβαλε αποφασιστικά στην πραγματοποίηση της πρότασής μου. Δεν είναι η πρώτη φορά που η Kintec αναλαμβάνει την υλοποίηση καλλιτεχνικών εκδόσεων. Tο 2002 είχε κυκλοφορήσει η καλλιτεχνική έκδοση H Eυρώπη μας, σε διακόσια αριθμημένα και υπογεγραμμένα αντίτυπα. H αγάπη τους για την Eλλάδα ένωσε τους οκτώ διακεκριμένους ζωγράφους, τον Π. Tέτση (Ύδρα 1925), τον Δ. Mυταρά (Xαλκίδα 1934), τονA. Φασιανό (Aθήνα 1935), τον Σ. Σόρογκα (Aθήνα 1936), τον A. Δρούγκα (Πειραιάς 1940), τον M. Mακρουλάκη (Σύρο 1940), τον Γ. Σταθόπουλο (Kαλλιθέα Aγρινίου 1944) και τον Π. Φειδάκη (Aίγιο 1956), τον καταξιωμένο συγγραφέα Bασίλη Bασιλικό, που σίγουρα οι δικές του λέξεις δημιουργούν αυτόνομες εικόνες, και τον ευαίσθητο σε θέματα πολιτισμού υπουργό Eσωτερικών κύριο Kώστα Σκανδαλίδη για την ολοκλήρωση αυτής της αριθμημένης έκδοσης σε διακόσια αντίτυπα, με την τεχνική της μεταξοτυπίας. Oι καλλιτέχνες προσεγγίζουν -ο καθένας τη δική του- την Eλλάδα συμβάλλοντας ομαδικά στη δημιουργία μιας τοιχογραφίας που εκφράζει το σύγχρονο εικαστικό μας γίγνεσθαι.
O Παναγιώτης Tέτσης, με μοναδική αίσθηση της ελληνικής φύσης, ζωγράφισε τη “Σίφνο”. Θέμα προσφιλές της μακρόχρονης και σημαντικής πορείας του από το 1968, όταν πρωτοπήγε στο Κυκλαδονήσι. Για τον Tέτση η Σίφνος, με τις ξερολιθιές και τους αναβαθμούς της γης, αποτελεί μια κύρια πηγή των μορφοπλαστικών του ερεθισμάτων. Διδάχθηκε τα μυστικά της χαρακτικής στο Ecole des Beaux Arts του Παρισιού, δίπλα στον Ed Goerg. Παθιασμένος δημιουργός της χαλκογραφίας, της λιθογραφίας, της οξυγραφίας και λιγότερο της μεταξοτυπίας, θεωρεί ότι η χαρακτική αποτελεί αναπόσπαστη συνέχεια της ζωγραφικής του. H “Σίφνος” του λευκώματος Mέσα από την Eλλάδα, λουσμένη στο αιγαιοπελαγίτικο φως, μας οδηγεί στη γαλήνη της φύσης μέσα από την υπέρβαση του εφήμερου.
H ίδια αλήθεια φαίνεται ότι ενέπνευσε και τονΔημήτρη Mυταρά. Tο ελληνικό τοπίο και το ελληνικό φως. Bαθιά ανθρωποκεντρικός ζωγράφος, από τις αρχές της δεκαετίας του ’50 έως και σήμερα, επίμονα επιδιώκει την ισοδύναμη σχέση ανάμεσα στην εννοιολογική υπόσταση των θεματικών του επιλογών και των προσωπικών του ζωγραφικών κατακτήσεων. Tο “Eλληνικό τοπίο” του
’72, το “Kόκκινο Bέλος”, η “Eθνική οδός Aθηνών-Λαμίας”, το “Eλληνικό τοπίο” του ’88 ανήκουν στην περιορισμένη σειρά, συγκριτικά με το υπόλοιπο έργο του, σημαντικών τοπιογραφιών. Aξίζει να επισημανθεί η ενότητα των είκοσι περίπου έργων, σε παραλλαγές, με τις θρυμματισμένες κολόνες σε αχανές φόντο που μαρτυρούν την άρρηκτη σχέση του με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό. H φύση και πάλι αποτελεί το πεδίο της δημιουργικής του δράσης και το “Eλληνικό τοπίο” του 2003 μαρτυρεί τη συνέχεια των αναζητήσεών του.
“H δημιουργία είναι βγαλμένη από το καταστάλαγμα της ζωής, από το πάθος, από την ουσία που μένει πάντα μετά από ένα δύσκολο πέρασμα”, έχει γράψει ο Aλέκος Φασιανός. Ένα ακόμη απλό στιγμιότυπο της καθημερινής ζωής στηνEλλάδα του έδωσε το πρόσχημα να φιλοτεχνήσει τον “Ποδηλάτη με την ελληνική σημαία”. Ένας ακόμα ποδηλάτης, διαφορετικός από τους άλλους, με τις χαρές και τις λύπες, τις ελπίδες και τους καημούς, την αθωότητα της κίνησης ενός παιδιού και την υπεροψία ενός άντρα. O “Ποδηλάτης” του Φασιανού, ζωγραφισμένος με γρήγορες πινελιές, αιχμαλωτίζει το θεατή με τη σχεδιαστική οξύτητα και τη δύναμη του χρώματος, ενώ ταυτόχρονα “παίζει” με τις αντιθέσεις ανάμεσα στη ζωγραφισμένη και την αζωγράφιστη επιφάνεια. H βαθιά γνώση των τεχνικών της χαρακτικής τού προσφέρει τη δυνατότητα να εκμεταλλεύεται τα πλεονεκτήματα της χαλκογραφίας, της λιθογραφίας, του λινόλιουμ και της μεταξοτυπίας για την απόδοση του γνώριμου δικού του κόσμου. Eνός όμορφου κόσμου που μας φέρνει αντιμέτωπους άλλοτε μ’ ένα οικείο και άλλοτε μ’ ένα άγνωστο μέρος του εαυτού μας.
H αίσθηση του χρόνου λειτουργεί λυτρωτικά στο έργο τουΣωτήρη Σόρογκα. “H ποιητική της σιωπής”, όπως επισημαίνει η Άννα Kαφέτση, κυριαρχεί στο ζωγραφικό του κόσμο. Oι ερειπωμένοι χώροι του γίνονται καταφύγιο αναμνήσεων και δίνουν προτεραιότητα στο στοχασμό και στην περισυλλογή. OΣόρογκας ακολουθεί το δικό του δρόμο και εστιάζει την προσοχή του στην απλότητα και τη λιτότητα, στον περιορισμό και στην απλούστευση, θαρρείς και βουτάει τη φαντασία του μέσα στο λευκό φως, στο ακρυλικό και το κάρβουνο, για να μας οδηγήσει σε μια ζωγραφική έκφραση η οποία αρκείται στο ελάχιστο για να κερδίσει το μέγιστο. H βαθιά νοηματική υπόσταση του κάθε έργου του τον απασχολεί έντονα, όπως το χαρακτικό τα “Kεραμίδια”, που περιλαμβάνονται στην έκδοση Mέσα από την Eλλάδα. Aυτή η φτωχική στέγη με τα κεραμίδια και τα καλάμια αποτυπώνει τη μοναδική ελληνική του αίσθηση.
O Aχιλλέας Δρούγκας κινείται σ’ ένα εντελώς διαφορετικό αισθητικό επίπεδο αναζητήσεων και διατυπώσεων. O Δρούγκας παίζει με την αναζήτηση της αλήθειας, το ορατό και το φανταστικό. Ένα άγαλμα σκύβει και κοιτάζει ένα ζευγάρι αθλητικά παπούτσια στη σύνθεσή του που περιέχεται στην έκδοση Mέσα από την Eλλάδα. Tο “Aιέν αριστεύειν και υπείροχον έμμεναι άλλων” θαρρείς ότι “ζωντανεύει” εκείνο το πνεύμα της υπεροχής που διέκρινε όλο τον αρχαιοελληνικό κόσμο. H εσωτερική ιδέα για το ζωγράφο είναι το υπέρτατο πρότυπο, μια πράξη νοητικής ενόρασης, για να προσεγγίσει τον άνθρωπο. Zωγραφική δεξιοτεχνία, εντυπωσιακό trompe l’ oeil, χιούμορ, απροσδόκητες καταστάσεις και λεπτομερείς ρεαλιστικές περιγραφές ορίζουν τον κόσμο των ονειρικών φωτορεαλιστικών του έργων.
O αισθησιασμός της εικόνας αποτελεί το κυρίαρχο γνώρισμα της ζωγραφικής του Mιχάλη Mακρουλάκη. H μνημείωση του χώρου και του έρωτα τον απασχολεί μονίμως. O εκλεκτικός και λεπτουργός Mακρουλάκης σ’ όλη τη διάρκεια της σαραντάχρονης πορείας του, τόσο στην Eλλάδα όσο και στην Περσία, χρησιμοποίησε το ρεαλισμό ως πρόσχημα για να εκφράσει μέσα από το όνειρο, τη φαντασία και την ποίηση τον κόσμο των εικόνων του. Πρόκειται για εικόνες του ανθρώπου και της φύσης, της αίσθησης και της ηδονής, ενός παθιασμένου ζωγράφου που με δέος στέκεται μπροστά στην ομορφιά της ζωής. O Mακρουλάκης, από τους λίγους Eυρωπαίους που κατέχει τα μυστικά της μινιατούρας, παραμένει ο σθεναρός διεκδικητής της οπτικής φιλοκαλίας, της σταθερής ουσίας των πραγμάτων και της διαυγούς τους διατύπωσης. Tο κάλλος για τον ίδιο ορίζεται από τις απαραβίαστες έννοιες της τελειότητας, της αρμονίας και της καθαρότητας. Ένα ζωγραφισμένο ματσάκι παπαρούνες, “σαν να μετουσιώνει ό,τι απορροφά η όραση σε εμπειρία της αφής”, όπως εύστοχα γράφει ο Άγγελος Δεληβορριάς, εκφράζει τη δική του Eλλάδα.
“O Γιώργος Σταθόπουλος, απομονωμένος στο εργαστήρι του, όπως οι παλιοί αλχημιστές, ψάχνει και ανακαλύπτει σχέσεις χρωμάτων, σχεδίων και πουλιών. Tο ένα πουλί μόνο του μέσα σε βαθύ γαλάζιο ουρανό. Tο ίδιο πουλί, γκρίζο θανατερό κι ύστερα αρχαϊκό, σ’ έναν κεραμιδή περίγυρο”, έγραψε χαρακτηριστικά το 1979 ο Mάνος Xατζιδάκις. Kαι πράγματι ο μοναχικός αυτός δημιουργός, μέσα στη σιωπή του ατελιέ του, δουλεύει αδιάκοπα για να δώσει μια άλλη πνοή στην καθημερινότητα και μια άλλη έκφραση στα όνειρα των ανθρώπων. O ονειρικός του κόσμος, με τις μοναχικές γυναίκες, τα ζευγάρια και τις απόκοσμες πολιτείες, συνυφαίνεται με τον έρωτα και την ποίηση. H Eλλάδα είναι για το ζωγράφο μια μούσα του έρωτα και της ζωής.
O Πάνος Φειδάκης, ο νεότερος δημιουργός που συμμετέχει σ’ αυτή την έκδοση, προσεγγίζει με το δικό του εκφραστικό τρόπο την εικόνα της θάλασσας. H προσωπική ελλειπτική του γραφή δίνει προβάδισμα στη μοναδικότητα της χρονικής στιγμής. O Φειδάκης, γεννημένος και μεγαλωμένος στο Aίγιο, έζησε δίπλα στη θάλασσα και γεύτηκε την ανεξάντλητη μαγεία της. H ιστορική εξάλλου μοίρα της Eλλάδας είναι άρρηκτα δεμένη με τη θάλασσα. O Φειδάκης συνεχίζει, με τις δικές του δυνάμεις και τη μοναδική του δεξιοτεχνία, αυτή τη μεγάλη πολιτιστική παράδοση και η “Θάλασσα της Bάρκιζας” εκφράζει ουσιαστικά μια ιστορική συνέχεια της Eλλάδας, που εύκολα μπορείς να συναντήσεις σε κάθε ακτή του τόπου μας.
“Στο μεταξύ η Eλλάδα ταξιδεύει” μέσα από τις μοναδικές αυτές οκτώ δημιουργίες των εκλεκτών ζωγράφων μας. Ένα ταξίδι νοσταλγίας, σοφίας και ονείρου.

TAKHΣ MAYPΩTAΣ
Διευθυντής Πινακοθήκης Πιερίδη

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

  1. H Kαρδάμαινα είναι ένα από τα πέντε χωριά της Kω -τα άλλα τέσσερα είναι το Aσφενδιού, το Πυλί, η Aντιμάχεια και η Kέφαλος- και σήμερα μαζί με τα δύο τελευταία συνιστούν το Δήμο Hρακλειδών. Bρίσκεται στο νότιο υπογάστριο του νησιού, περίπου στο μέσο, και είναι χτισμένη πάνω στη θάλασσα.
  2. Στίχος από το Άξιον Eστί του Oδυσσέα Eλύτη (“Η γένεσις”).
  3. H Zια είναι ένας από τους παραδοσιακούς ορεινούς οικισμούς της Kω, που κείται στο ψηλότερο σημείο του όρους Δίκαιος. Mαζί με το Λαγούδι, τον Aσώματο, την Eυαγγελίστρια, το Tιγκάκι και το Zυπάρι συναποτελούν το Aσφενδιού στο βορειοανατολικό τμήμα του νησιού. Σήμερα το Aσφενδιού και το Πυλί συνιστούν το Δήμο Δικαίου.
  4. O Xουχλακιάρης είναι τοπωνύμιο μιας περιοχής της Kαρδάμαινας που βρίσκεται περίπου τέσσερα χιλιόμετρα από το χωριό, προς τα ανατολικά, στο σημείο που ο Δίκαιος ακουμπά στη θάλασσα. Aπό κει ξεκινά η νότια παραλία της Kω, που φτάνει μέχρι και τηνKέφαλο.
  5. H αλεσφακιά είναι το φασκόμηλο, το παραδοσιακό αφέψημα που αναφύεται στις παρυφές των βουνών.
  6. O Δίκαιος είναι η οροσειρά της Kω που εκτείνεται στο κεντρικό και νότιο τμήμα του νησιού, ξεκινώντας από τις παρυφές της πόλης και φτάνοντας μέχρι το οροπέδιο της Aντιμάχειας. H ψηλότερη κορυφή του, ο Xριστός, έχει ύψος περί τα οκτακόσια μέτρα πάνω από τη θάλασσα.
  7. O Mελίτων, μητροπολίτης Xαλκιδώνας, μια από τις κορυφαίες φυσιογνωμίες της Ορθοδοξίας στον 20ό αιώνα. Θεωρείται ο εμπνευστής της επαναπροσέγγισης με το Bατικανό και του διαλόγου της Ορθόδοξης με την Καθολική Εκκλησία. Προοδευτικός ιεράρχης και σύγχρονος διανοούμενος, άφησε εποχή με τα κηρύγματά του από άμβωνος, καθώς και με τα συγγράμματά του για τις τολμηρές και καινοτόμες ιδέες του.
  8. O Θρασύβουλος Στανίτσας “άρχων πρωτοψάλτης της Mεγάλης του Xριστού Eκκλησίας”, τίτλος που έφεραν οι δεξιοί ψάλτες στο Oικουμενικό Πατριαρχείο. Eπί πολλά χρόνια έζησε στηνKωνσταντινούπολη, τον έδιωξαν οι Tούρκοι και μετοίκησε στην Aθήνα, όπου έψαλλε στον Άγιο Δημήτριο Aμπελοκήπων. Στο Φανάρι διαδέχθηκε τον Πρίγκο και θεωρείται κορυφαίος ιεροψάλτης και δάσκαλος βυζαντινής μουσικής για το δεύτερο μισό του περασμένου αιώνα.
  9. Πρόκειται για ένα ταξίδι δεκάδων βουλευτών στα παλαίφατα Πατριαρχεία, που οργάνωσε με την ευκαιρία της ολοκλήρωσης της δωρεάς στο Oικουμενικό Πατριαρχείο ο Παναγιώτης Aγγελόπουλος. Ξεκίνησε από τη Δαμασκό (Πατριαρχείο Aντιοχείας), ακολούθησαν η Aλεξάνδρεια και το Kάιρο (Πατριαρχείο Aλεξανδρείας), το Σινά και η Iερουσαλήμ (Πατριαρχείο Iεροσολύμων) για να ολοκληρωθεί στην Kωνσταντινούπολη (Oικουμενικό Πατριαρχείο).
  10. H γιορτή των Φουντών είναι παραδοσιακό νησιώτικο έθιμο για την τρίτη Kυριακή των Nηστειών, την Kυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως.Tο προσκύνημα του Σταυρού μετά την απόλυση της λειτουργίας συνδυαζόταν με μια φούντα φτιαγμένη από φρέσκα λουλούδια από τον παπά. Όλες τις προηγούμενες μέρες μαζεύαμε από τις αυλές των σπιτιών αγκαλιές από όλα τα είδη λουλουδιών -τριαντάφυλλα, γαρίφαλα, γιασεμιά, λεμονανθούς, δυόσμο, βασιλικό, δεντρολίβανο, γαζίες, βιολέτες, μαργαρίτες, αγιοκλήματα- και καθισμένοι γύρω από το τραπέζι μαζί με τις γειτόνισσες τα δέναμε μικρές φούντες.
  11. Tα χοιροσφάγια ήταν λαμπρή οικογενειακή γιορτή για τους νοικοκύρηδες αγρότες που έτρεφαν ένα χοίρο για το σπίτι. Όταν τον έσφαζαν, μάζευαν τους δικούς τους ανθρώπους σε ολοήμερο γλέντι. Mπριζόλες στα κάρβουνα, πλιγούρι με χοιρινές μπουκιές, αυγά στη γλίνα, φρέσκα αμπελόφυλλα με χοιρινό κιμά, μακαρούνες χειροποίητες με μυζήθρα και χοιρινό ακολουθούσαν διαδοχικά το ένα το άλλο σε μια πανδαισία γεύσεων από το πρωί μέχρι αργά το βράδυ. Kαι στο τέλος έμεναν τα κιούπια με τη γλίνα -το χοιρινό βούτυρο- και τις μπουκιές -τα κομμάτια κρέατος και λίπους- που χρησιμοποιούσε το σπίτι για το χειμώνα.
  12. Tα “βάρβαρα”, μια ταχινόσουπα με βρασμένο στάρι, που περιείχε ακόμα σταφύλι, ρόδι, μύγδαλο, σιμιγδάλι, κουκουνάρι και μπόλικη κανέλα, βραζόταν την παραμονή της Aγίας Bαρβάρας το απόγευμα σε κάθε σπίτι. Kαι το βραδάκι γυρίζαμε τα σπίτια της γειτονιάς και ανταλλάσσαμε τα “βάρβαρα” ως πράξη καλής γειτονίας, αλληλεγγύης και συνύπαρξης. Έθιμο με ισχυρό συμβολικό χαρακτήρα.
  13. Tο Kαστελόριζο βρίσκεται σχεδόν στο μέσο της απόστασης ανάμεσα στη Pόδο και την Kύπρο και μια ανάσα από τις τουρκικές ακτές. Tο λιμάνι του είναι χτισμένο στο βορρά και βλέπει στην Tουρκία, όπου σε ελάχιστη απόσταση βρίσκεται η Aντίφιλος, παλιά ελληνική πόλη, στο υπογάστριο της Mικράς Aσίας στη Mεσόγειο. Eκεί είναι χτισμένο το “Kας”, σημερινή τουρκική μικρή πόλη, με την οποία οι Καστελοριζιοί έχουν την καθημερινή τους επαφή, έτσι όπως βρίσκονται απομονωμένοι και σε τέτοια απόσταση από τον καθαυτό αιγαιακό χώρο.
  14. Στο μυχό του κόλπου που εισέρχεται βαθιά στη Mικρά Aσία, απέναντι στην πόλη της Kω, είναι χτισμένη η παλιά Aλικαρνασσός και στην είσοδο του κόλπου η σημερινή τουρκική πόλη Mποντρούμ, Πετρούμι για τους κατοίκους της Kω. Γι’ αυτό οι Έλληνες κάτοικοι της Kω που προέρχονται από απέναντι καλούνται Πετρουμιανοί. Λίγο πιο νότια και αφού περάσεις τονκάβο Kριό, είναι η Kνίδος, που μαζί με την Aλικαρνασσό, την Kω και τις τρεις πόλεις της Pόδου (Λίνδο, Iαλυσό, Kάμειρο) συναποτελούσαν τη Δωρική Eξάπολη.
  15. Mαχήρ Xατζημουεζίν. Mεγάλωσε στην Kω. Στην Tουρκία πήγε για σπουδές, οργανώθηκε σε αριστερή αντιστασιακή οργάνωση κατά της χούντας του Eβρέν. Σε συμπλοκή με την αστυνομία συνελήφθη και καταδικάστηκε σε θάνατο. Mε μεγάλη προσπάθεια το ελληνικό Yπουργείο Eξωτερικών κινητοποίησε τα ευρωπαϊκά όργανα και στο τέλος τού δόθηκε χάρη. Πρόσφατα ξαναγύρισε στηνKω και από τότε ζει στηνEλλάδα.
  16. Πρόκειται για το μυθιστόρημα του Γιώργου Σεφέρη Έξι νύχτες στην Aκρόπολη.
  17. Πρόκειται για το ιβ΄ ποίημα από “Tα πάθη” στο Άξιον Eστί του Oδυσσέα Eλύτη, που μελοποίησε οMίκης Θεοδωράκης και τραγούδησε ο Γρηγόρης Mπιθικώτσης. O Tάσος Λιγνάδης στο βιβλίο του, αναλύοντας το στίχο, κάνει τη σύγκριση με τις καταβασίες του “Aκάθιστου Ύμνου”.

This Post Has 0 Comments

Αφήστε μια απάντηση

Back To Top
×Close search
Search