Ομιλία Κ. Σκανδαλίδη Γενικού Εισηγητή του ΚΙΝΑΛ στη συζήτηση επι του Κρατικού Προϋπολογισμού 2020
Ακούγοντας τις εισηγήσεις του Κόμματος της Πλειοψηφίας και της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης και την επιστράτευση τόσων αριθμών, μου ήρθε στο μυαλό η παλιά ρήση «όταν οι αριθμοί ευημερούν, οι άνθρωποι δυστυχούν». Το λέω αυτό γιατί οι αριθμοί επιστρατεύονται για να αποδείξουν από τη μεριά της Ν.Δ. ότι ήρθε μια νέα εποχή στην Ελλάδα, ότι άλλαξε ριζικά η κατάσταση, ότι ανοίγει μια νέα σελίδα, μπαίνουμε σ’ έναν καινούργιο δρόμο. Ενώ, οι ίδιοι αριθμοί, όπως εξήγησε η Εισηγήτρια της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, αποδεικνύουν ότι συνεχίζεται η ίδια πολιτική και, μάλιστα, ότι η κυβέρνηση με την εισήγηση της ουσιαστικά αλλάζει θέση σε ό,τι αφορά την προηγούμενη περίοδο και την πολιτική του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. Το λέω αυτό γιατί πιστεύω ότι άλλαξε μεν η κυβέρνηση, δεν άλλαξε, όμως, ούτε κατά κεραία η οικονομική πολιτική. Ο κρατικός προϋπολογισμός βαδίζει στα ίδια χνάρια, με την ίδια τακτική των υπεραισιόδοξων προβλέψεων, στις δεδομένες δεσμεύσεις της χώρας, στις οποίες κυριολεκτικά εγκλωβίζεται.
Τι αλλάζετε στην ουσία; Τίποτα! Ίδια κινούσα ιδέα, ίδια δομή, ίδια αντίληψη. Όχι μόνο καμιά παρέμβαση στη δομή, ούτε καν στη συλλογιστική των αριθμών.
Εγώ , για να είμαι ειλικρινής, θα περίμενα από μια νέα κυβέρνηση, ιδιαίτερα σ’ αυτή τη φάση που περνάει η χώρα, που φιλοδοξεί να ανοίξει μια νέα εποχή, μια νέα σελίδα για τους Έλληνες και την Ελλάδα, στον κατεξοχήν νόμο που προσδιορίζει και οριοθετεί το μέλλον της χώρας την κορυφαία στιγμή του Κοινοβουλίου, να εμφανίσει μια τομή, μια ριζοσπαστική διάθεση, μια δομική αλλαγή στην ίδια την κατασκευή του προϋπολογισμού. Αντ’ αυτού, συμβατικοί στόχοι για την ανάπτυξη, υπεραισιόδοξες προβλέψεις για τα μακροοικονομικά με μεγάλο βαθμό αβεβαιότητας και απροσδιοριστίας. Η μόνη έγνοια είναι πώς θα εξισορροπηθούν τα έσοδα με τα έξοδα ενσωματώνοντας τις παροχές. Θα μπορούσε να είναι ένας κρατικός προϋπολογισμός του ΣΥ.ΡΙΖ.Α.
Να γίνω λίγο πιο συγκεκριμένος.
Σε ό,τι αφορά την υπεραισιοδοξία για τα μακροοικονομικά, το 2,8% ως πρόβλεψη για το ρυθμό ανάπτυξης έχει ως βάση κατά 0,5% τουλάχιστον χαμηλότερο ποσοστό από την πρόβλεψη του 2,5% για το 2019. Οι προβλέψεις του Ελληνικού Δημοσιονομικού Συμβουλίου και των διεθνών οργανισμών επίσης πολύ χαμηλότερες. Υστερούν οι βασικές συνιστώσες της αύξησης του Α.Ε.Π. Η ιδιωτική κατανάλωση έχει πολύ χαμηλότερες προβλέψεις, από 0,8% έως 1,8%, ο ακαθάριστος σχηματισμός παγίων κεφαλαίων, παρά την αισιόδοξη πρόβλεψη για αύξηση 13,4%, τελικά, ως καθαρός θα έχει αρνητικό πρόσημο λόγω των αποσβέσεων. Η εξέλιξη του ισοζυγίου εισαγωγές – εξαγωγές έχει αρνητικό πρόσημο, πράγμα που δείχνει τις διαρθρωτικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας. Η έλλειψη ρευστότητας λόγω του βάρους των κόκκινων δανείων στο τραπεζικό σύστημα εμποδίζει την πιστωτική επέκταση. Η εφορία για την αλλαγή στην τραπεζική πολιτική σκοντάφτει στην ίδια την πρακτική των τραπεζών, οι οποίες καθημερινά δυναμώνουν ουσιαστικά την μέγγενη, με βάση την οποία στραγγαλίζουν κυριολεκτικά την ελληνική οικονομία και, κυρίως, τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις και τα φυσικά πρόσωπα.
Η δημόσια κατανάλωση προβλέπεται με πολύ χαμηλούς ρυθμούς 0,6% και μέσα σε όλο αυτό το κλίμα της εξέλιξης των μακροοικονομικών μεγεθών υπάρχει αυτό που αναγνωρίζει και το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο, η ρευστότητα και η αβεβαιότητα στο διεθνές περιβάλλον που ενδεχόμενα θα επιδράσουν αρνητικά.
Οι κυβερνήσεις τα τελευταία χρόνια δεν προϋπολογίζουν με βάση τις τάσεις στη διεθνή οικονομία και την αγορά. Δεν υπάρχουν στους προϋπολογισμούς ουσιαστικές, πέρα από γενικολογίες, αναλύσεις των πιθανοτήτων, των προβλέψεων, αυτών που χαρακτηρίζουν ως τάσεις οι διεθνείς οργανισμοί. Για να δούμε την εξέλιξη της αστάθειας στη Μέση Ανατολή, για παράδειγμα και το πετρέλαιο, να δούμε την εξέλιξη στα πλαίσια του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου που απομονώνει την Ευρώπη με την πολιτική του Τραμπ. Να δούμε όλο αυτό το σύστημα των εξελίξεων της παγκόσμιας οικονομίας και την ευρωπαϊκή εξέλιξη μέσα σε αυτή, η οποία, θα μπορούσε να προσδιορίσει μερικές προστατευτικές επιλογές για την ίδια την κατασκευή του προϋπολογισμού ενόψει ενός κρίσιμου έτους, όπως είναι το 2020. Αυτή είναι η πρώτη μου παρατήρηση που αφορά την υπεραισιοδοξία για τα μακροοικονομικά.
Στο γενικότερο περιεχόμενο του Προϋπολογισμού, πιστεύω ότι τα μεγέθη του προσχεδίου αποδεικνύουν κυρίαρχα τον εγκλωβισμό της χώρας στις δεσμεύσεις της, αυτές που έχει υπογράψει η προηγούμενη κυβέρνηση. Εξάλλου, αυτό δεν το έκρυψε ο κ. Πρωθυπουργός, το λέει με κάθε τρόπο ότι δεν διαπραγματευόμαστε σήμερα, θα αποδείξουμε ότι είμαστε αξιόπιστοι και τα επόμενα χρόνια θα ρίξουν τα πλεονάσματα. Η ανακοίνωση του υπερπλεονάσματος του εννεάμηνου Ιανουάριος – Σεπτέμβριος επιβεβαιώνει για μία ακόμη φορά αυτό που επανειλημμένα έχουμε επισημάνει για την αφαίμαξη της οικονομίας και της κοινωνίας από τη σωρευτική φορολογία και τις ακραίες περικοπές των μνημονίων του ΣΥ.ΡΙΖ.Α.. Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι ένα μεγάλο μέρος της υπέρβασης του στόχου κατά 3,3 δισ. οφείλεται σε μη τακτικά έσοδα, ύψους 1,7 δισ., εν τούτοις, τα αυξημένα έσοδα από φόρους κατά 615 εκατ. και οι μειωμένες δαπάνες του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων κατά 542 εκατ. αναδεικνύουν την επιτακτική ανάγκη για στοχευμένες μειώσεις φόρων, όπως έχουμε προτείνει με τη γνωστή πρόταση νόμου, καθώς και την ενίσχυση του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων προς όφελος της ανάπτυξης.
Όμως, η κυβέρνηση, δυστυχώς, ακολουθεί την πεπατημένη. Διακινεί σενάρια προσωρινών και πρόσκαιρων παροχών που θα ενισχύσουν οικονομικά συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες, δεν κάνει όμως καμία συζήτηση και προσπάθεια προσέγγισης της ουσίας του προβλήματος που συνδέεται με τις μακροχρόνιες δεσμεύσεις της χώρας για πρωτογενή πλεονάσματα του 3,5% που καθηλώνουν την ανάπτυξη και αναπαράγουν τα ίδια προβλήματα. Το πρωτογενές πλεόνασμα της γενικής κυβέρνησης 7,26 δισεκατομμύρια ή 3,56% του Α.Ε.Π. είναι συνέχεια των δεσμεύσεων που ανέλαβε η κυβέρνηση ΣΥ.ΡΙΖ.Α. – ΑΝ.ΕΛ. με το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα που προβλέπει πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% μέχρι το 2022 και βέβαια, 2,4% στη συνέχεια. Η εξαγωγή αυτού του πλεονάσματος είναι αποτέλεσμα ανάλογης σχέσης εσόδων – εξόδων, όπως και στους Προϋπολογισμούς του ΣΥ.ΡΙΖ.Α.. Καθαρά έσοδα 54,129 δισεκατομμύρια, αυξημένα κατά 165 εκατ. ευρώ από το 2019, δαπάνες 57,052 δισ., αυξημένες κατά 43 εκατ. από το 2019.
Το αρνητικό ισοζύγιο έσοδα – έξοδα του Κρατικού Προϋπολογισμού μετατρέπεται θετικό για τη γενική κυβέρνηση, λόγω των θετικών ισοζυγίων κυρίως των νομικών προσώπων και των ΟΚΑ. Πρέπει να σημειώσουμε ότι το βασικό σενάριο του προσχεδίου, δηλαδή, πριν την προσθήκη των δημοσιονομικών παρεμβάσεων του 2020, το πρωτογενές πλεόνασμα είναι 3,35%, δηλαδή, παρουσιάζει δημοσιονομικό κενό 302 εκατομμύρια ευρώ.
Μετά την προσθήκη των αναπτυξιακών και κοινωνικών παρεμβάσεων, όπως ισχυρίζεστε, για τις παροχές και τις μειώσεις φόρων ύψους 1,2 δις – υπάρχουν οι σχετικοί πίνακες – το δημοσιονομικό κενό καλύπτεται από τις παρεμβάσεις βελτίωσης δημοσιονομικού πλεονάσματος ύψους 1,9 δις ευρώ. Ως αποτέλεσμα των παρεμβάσεων βελτίωσης του δημοσιονομικού αποτελέσματος, δηλαδή, κάλυψη του δημοσιονομικού κενού, εμφανίζονται αυξημένα έξοδα από την πάταξη της φοροδιαφυγής κυρίως με τη μέθοδο των ηλεκτρονικών συναλλαγών και την αύξηση κατά 30% και κατά συνέπεια αυξημένα τα ποσά των φόρων από 51,263 δις το 2019, σε 51,800 δις το 2020, δηλαδή, κατά 567 εκατομμύρια ευρώ.
Πιο αναλυτικά η αύξηση από το ΦΠΑ προβλέπεται σε 1,45 δις ευρώ των φόρων ακίνητης περιουσίας, παρά τη μείωση του ΕΝΦΙΑ κατά 80 εκατομμύρια ευρώ. Η πλέον χαρακτηριστική μείωση προκύπτει από το φόρο εισοδήματος νομικών προσώπων κατά 456 εκατομμύρια ευρώ. Ενώ αντίθετα και παρά τη μείωση του συντελεστή για τα φυσικά πρόσωπα προβλέπεται αύξηση κατά 137 εκατομμύρια ευρώ.
Όλα αυτά το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο τα χαρακτηρίζει «τάσης απροσδιοριστίας και αβεβαιότητας». Είναι μια προσθετική συλλογιστική των αριθμών, που ουσιαστικά δεν απαντά στο πραγματικό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας σήμερα. Κυρίως δεν απαντά στον μέγιστο στόχο που έχει βάλει η Κυβέρνηση, που είναι η ανάπτυξη πάση θυσία και που κάνει όλες αυτές τις προσπάθειες με τις επενδύσεις και με την αποθέωση μιας κυβερνητικής πολιτικής, που κινείται απλά για να καταφέρει να βρει κάποιους επενδυτές, προκειμένου να αντιστρέψει το κλίμα στην οικονομία και στην πορεία της χώρας.
Θέλω να καταλήξω με 2 – 3 συμπεράσματα. Πρώτον, στα βασικά μεγέθη του προϋπολογισμού ενσωματώνονται οι σωρευτικές επιπτώσεις των μέτρων φορολογικής επιβάρυνσης και των ακραίων περικοπών, που ψήφισε και εφάρμοσε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Για τον λόγο αυτό, οι δημοσιονομικές παρεμβάσεις της Κυβέρνησης μόνο οριακά επιδρούν στα έσοδα και στα έξοδα, παρά την ενσωμάτωση της μείωσης ορισμένων φόρων και ορισμένων κοινωνικών παροχών. Το πρωτογενές αποτέλεσμα δεν είναι μόνο ποσοτικά ίδιο με αυτό των κυβερνήσεων του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά προκύπτει και από την ίδια λογική και την ίδια σύνθεση εσόδων και εξόδων, όπως αναφέρεται αναλυτικά.
Δεύτερον, ο προϋπολογισμός για την ανάπτυξη είναι γλίσχρος. Καμιά έμπνευση για μια άλλη τομεακή και περιφερειακή πολιτική. Αντίθετα, θα έβλεπα στις κατανομές των κονδυλίων τον ουσιαστικό στραγγαλισμό της Αυτοδιοίκησης, την αδυναμία της να κάνει ακόμα και τοπικά έργα από ευρωπαϊκά προγράμματα. Δεν βλέπω πουθενά μια πολιτική που να είναι εξειδικευμένη προς τους αγρότες και την αγροτική ανάπτυξη. Δεν βλέπω στο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων πέρα από τους αριθμητικούς στόχους, που είναι και αυτοί πολύ χαμηλοί, καμία έμπνευση που να δίνει προοπτική. Όλα τα στηρίζουμε στον ιδιωτικό τομέα, αλλά θα περίμενα να υπάρχει και κάποια ουσιαστική αναφορά στα συγχρηματοδοτούμενα, στα ΣΔΙΤ, στις διαδικασίες τι προτείνουμε καινούργιο για τη χώρα που να περνάει στον προϋπολογισμό σαν βασικό, πέρα από τα έργα που είχε εξαγγείλει ο Πρωθυπουργός, θεωρητικά. Βέβαια υπάρχει ουσιαστικά και η απορρόφηση των πόρων του ΕΣΠΑ και της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, των οποίων τα νούμερα δεν θεωρούμε ότι είναι ικανοποιητικά, ούτε αποτελούν πρωτοπορία στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως θα ήθελε να δείξει η Κυβέρνηση.
Κατακλείδα. Εμείς έχουμε πει από την αρχή μια βασική προϋπόθεση για όλα. Ότι μόνο αν υπάρχει μια ανατροπή των θέσεων για τα υπερβολικά πρωτογενή πλεονάσματα και ανάκτηση της κυριαρχίας στη δημόσια περιουσία, για να μπορεί η ελληνική κυβέρνηση να κάνει και να σχεδιάσει μια δική της αναπτυξιακή πολιτική, μπορεί να προκύψει δημοσιονομικός χώρος και αντίστοιχα πόροι για την ανάπτυξη, δημόσιες σε επενδύσεις και κοινωνική πολιτική.
Εμείς πιστεύουμε ότι αυτός ο προϋπολογισμός – επαναλαμβάνω – είναι ουσιαστικά αντιγραφή με προσθαφαιρέσεις του προϋπολογισμού του ΣΥΡΙΖΑ και έχω την εντύπωση ότι δεν κινείται στο ύψος των περιστάσεων που έχει ανάγκη η χώρα και η νέα σελίδα που ισχυρίζεται η Κυβέρνηση, ότι φέρνει σε αυτή.
This Post Has 0 Comments