skip to Main Content

Ομιλία στο Ξενοδοχείο «CARAVEL»

Ειλικρινά είμαι πολύ χαρούμενος, γιατί τέτοιες δύσκολες μέρες που η παράταξή μας βρίσκεται στη πιο κρίσιμη στιγμή της διαδρομής της, που η χώρα μας βρίσκεται στη πιο κρίσιμη καμπή της σύγχρονης ιστορίας της, εσείς είσαστε πάντα εδώ.
Εδώ μαζί όρθιοι και ενωμένοι να δώσουμε ξανά  την μάχη για τις ιδέες που μας έθρεψαν, για τους στόχους που θέσαμε από μικρά παιδιά. Γιατί αυτό το κίνημα γεννήθηκε να υπηρετεί τον λαό και την πατρίδα και θα συνεχίσει να υπηρετεί, σε πείσμα των καιρών, τον λαό και την πατρίδα.
Η παρουσία σας εδώ δείχνει ότι ο δρόμος δεν έχει θάνατο. Ο δρόμος έχει αναγέννηση, έχει ξανά γέννηση ενός μεγάλου κινήματος, της αλλαγής και της μεταρρύθμισης.
Έχει αναγέννηση μιας μεγάλης δημοκρατικής και προοδευτικής παράταξης. Αυτή που φορτώθηκε όλες τις  αμαρτίες τα τελευταία χρόνια, αλλά, που στέκεται, έστω και συρρικνωμένη μετά από μια δραματική ήττα, όρθια και δίνει ξανά την μάχη για τον λαό και την πατρίδα.
Θέλω να πιστέψετε βαθιά ότι εμείς είμαστε αυτοί που μπορούμε να δείξουμε ένα δρόμο πατριωτικής ευθύνης. Είμαστε εμείς που μπορούμε να προστατέψουμε τη δημοκρατική νομιμότητα. Είμαστε εμείς που μπορούμε να εγγυηθούμε την πολιτική σταθερότητα.  Είμαστε εμείς που μπορούμε να διασφαλίσουμε μια προοδευτική πορεία για τον τόπο. Με καινούργιες ιδέες, με καινούργιες πολιτικές σε μια καινούργια εποχή. Αλλά πάντα στον ίδιο στόχο. Από την ίδια μήτρα γεννημένοι. Στις ίδιες αξίες ταγμένοι. Και με όλη τη δύναμη της ψυχής μας και με όλη τη δύναμη του πιστεύω μας θα δώσουμε αυτή την μάχη και θα μιλήσουμε ξανά.
Η ιστορία είναι ο μόνος κριτής και η πορεία της πατρίδας είναι η μόνη σκέψη που πρέπει να μας διακατέχει, να διαπερνά το μυαλό και την ψυχή μας.
Αγαπητές φίλες και φίλοι, είμαστε λίγες μέρες πριν από μια πολύ κρίσιμη εκλογική αναμέτρηση. Τα ερωτήματα που υπάρχουν στον κάθε πολίτη είναι τεράστια. Ειλικρινά ο ίδιος δεν καταλαβαίνει από τη σύγχυση των διαφόρων γραμμών που περνάνε πάνω από το κεφάλι του πού βρισκόμαστε. Θέλει να μάθει προς τα πού πάμε. Και ασφαλώς, πρέπει να πειστεί για το ποιος είναι αυτός που μπορεί να εγγυηθεί την πορεία προς τα εμπρός του τόπου.
Σε αυτά τα τρία ερωτήματα, το πού βρισκόμαστε, προς τα πού πάμε και ποιος εγγυάται την πορεία, νομίζω ότι πρέπει η απάντηση η δική μας να είναι μια απάντηση σταθερή, υπεύθυνη, αλλά κυρίως προοδευτική.
Δεν ξεχνάμε την ρίζα μας, παρά τις αποφάσεις που πήραμε. Δεν ξεχνάμε την κοινωνική μας αναφορά, παρά την δυσκολία που φέραμε στον ελληνικό λαό. Δεν ξεχνάμε την προσήλωσή μας στη δημοκρατική νομιμότητα, παρά το ότι η δημοκρατία μας έφθασε σε αυτή την κρίση που βιώνει σήμερα.
Είναι μια κρίση που την βιώνουμε μέχρι το «μεδούλι». Είναι μια κρίση που ξεκίνησε εδώ και πολλά χρόνια, ως κρίση παραγωγής για τη χώρα, ως κρίση του ίδιου του αναπτυξιακού μοντέλου. Είναι μια κρίση που μετά την ΟΝΕ και την ανάγκη αναπροσανατολισμού της χώρας μετά το ευρώ ο πολιτικός της κόσμος και εμείς μαζί μ’ αυτόν, δεν δώσαμε, ίσως δεν καταφέραμε, να αναπροσανατολίσουμε την πολιτική και την πορεία.
Συναντήσαμε λοιπόν την διεθνή οικονομική κρίση και δυστυχώς ήμασταν και εμείς υπαίτιοι που διαμορφώθηκε η υλική της βάση. Που δεν είναι τίποτα άλλο, παρά η βίαιη απώλεια σημαντικού ποσοστού της ευημερίας που είχε κερδίσει ο λαός τα προηγούμενα χρόνια.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε όμως ότι αυτή την ευημερία την κατακτήσαμε μετά από τρομακτικές προσπάθειες. Και κατακτήθηκε με εμάς στο τιμόνι της χώρας.
Παρ’ όλα αυτά νιώθουμε την ευθύνη, νιώθουμε και υπόλογοι απέναντι στην ιστορία και στον λαό, γιατί αυτά τα χρόνια διαλέξαμε, επειδή έτσι επιτάσσει το πατριωτικό μας καθήκον, ένα δρόμο κακοτράχαλο, δύσκολο, ένα δρόμο που οδήγησε σε αυτή την απώλεια της ευημερίας.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε, αν θέλουμε να είμαστε εντάξει με τον εαυτό μας και με την ιστορία, ότι της διεθνούς οικονομικής κρίσης, της κρίσης του χρέους, της κρίσης της δημοσιονομικής, προϋπήρξε η πολιτική κρίση, η κρίση του μοντέλου διακυβέρνησης.  Ενός αδύναμου μοντέλου να επιβάλει διαρθρωτικές αλλαγές. Ενός μοντέλου άδικου στην καταβολή των βαρών. Ενός μοντέλου με εμφανείς θύλακες διαφθοράς να βγάζουν στον αφρό την διαπλοκή κράτους και οικονομίας. Μέσα σε ένα κομματικό και πολιτικό σύστημα που αναπαράγει τις παθογένειές του αντί να τις υπερβαίνει. Που υποτάσσεται σε λογικές ασύμπτωτων διαδρομών που σήμερα τις ζούμε στην προεκλογική περίοδο. Που απομακρύνεται από την αντιπροσώπευση της κοινωνίας, από τις κοινωνικές του αναφορές και που τελικά αφαιρεί το οξυγόνο της δημοκρατίας και σ’ αυτή ακριβώς την αφαίρεση του οξυγόνου της δημοκρατίας, όλοι οι θεσμοί της χώρας, η Αυτοδιοίκηση, τα συνδικάτα, οι αντιπροσωπεύσεις, η κοινωνία των πολιτών, ασφυκτιούν μπροστά σ’ αυτή την αδυναμία του μοντέλου διακυβέρνησης της διαχείρισης της εξουσίας.
Δυστυχώς η πολιτική και οικονομική κρίση, μέσα στις διαρκώς επιδεινούμενες συνθήκες, εξελίχθηκε σε κρίση εθνικής κυριαρχίας και δημοκρατίας.
Δεν πρέπει να κρύβουμε το πρόβλημα από τον εαυτό μας.
Πράγματι η πολιτική των τελευταίων χρόνων σήμανε σημαντική απώλεια εθνικής κυριαρχίας μέσω των διαδικασιών αντιμετώπισης της κρίσης. Πράγματι η κρίση δημοκρατικής νομιμοποίησης  των επιλογών έβαλε σε νέες ατραπούς την πορεία της χώρας.
Πράγματι, θα έπρεπε να υπάρχει μια εθνική στρατηγική συνεννόησης, μια συσπείρωση δυνάμεων και μια κοινή αντίληψη, μια συναντίληψη στην αντιμετώπιση των αδιέξοδων και των προβλημάτων της κρίσης που δεν υπήρξε.
Το ΠΑΣΟΚ έχει κάνει την αυτοκριτική του, ζήτησε συγνώμη  από τον ελληνικό λαό, την ζήτησε επιτακτικά, κανείς άλλος όμως δεν ένιωσε την ανάγκη να ζητήσει συγνώμη, ούτε και να κάνει την δική του αυτοκριτική. Γιατί στο ερώτημα, αν εμείς είμαστε οι μόνοι υπαίτιοι της κρίσης, η απάντηση ασφαλώς πρέπει να γίνει με ειλικρίνεια, με αλήθεια, αλλά και με γενναιόδωρη αυτοκριτική απέναντι στον ελληνικό λαό.
Για μας ήταν πάντα όπλο ισχυρό η αλήθεια.
Για μας η πολιτική πρακτική της ειλικρίνειας έδινε πάντα διεξόδους, όταν δεν την είχαμε, όταν κρυβόμασταν από τον λαό μας έβαζε στην γωνία.
Για μας η ιστορική αυτογνωσία, η δυνατότητα να βλέπουμε με καθαρό μάτι τα πράγματα, ήταν πάντοτε μια αναγεννητική δύναμη.
Έχουμε πολύ μεγάλη ανάγκη απ’ αυτή την αναγεννητική δύναμη, ιδιαίτερα, σ’ αυτή την κρίσιμη φάση.
Όμως, δεν είμαστε μόνο εμείς που ευθυνόμαστε για την κρίση.
Η Ελλάδα που παραδώσαμε το 2004 δεν είναι η Ελλάδα που μας παρέδωσαν το 2010.
Η Ελλάδα που παραδώσαμε το 2004, με όλες τις αδυναμίες που προανέφερα, στην παραγωγή, στο αναπτυξιακό μοντέλο, στο κράτος που δεν μπορούσε να υπηρετήσει αυτή την ανάπτυξη, ήταν μια χώρα που ο λαός της είχε κατακτήσει πολύ σημαντικά επίπεδα ευημερίας. Που αναπτυσσόταν με 5% ρυθμό ανάπτυξης το χρόνο. Μια χώρα, η οποία κατάφερνε να είναι στις ανεπτυγμένες ευρωπαϊκές χώρες το επίκεντρο των ευρωπαϊκών εξελίξεων. Ήταν μια χώρα, την έδειχναν με το δάκτυλο οι ευρωπαίοι λέγοντας ότι επιτέλεσε ένα άθλο μέσα στα προηγούμενα δέκα χρόνια.
Η Ελλάδα που μας παρέδωσαν είχε διπλάσιο χρέος. Είχε πενταπλάσιο δημόσιο έλλειμμα. Και όταν η κυβέρνηση της Ν.Δ αντιλήφθηκε ότι είχε στα χέρια της μια ωρολογιακή βόμβα απέδρασε από την εξουσία και μας την παρέδωσε. Μας παρέδωσε τον εκτροχιασμό της χώρας.
Εμείς λοιπόν αναγκαστήκαμε να πάρουμε μερικές αποφάσεις. Μπορούμε να κάνουμε κριτική για τις αποφάσεις αυτές. Μπορούμε να πούμε πάρα πολλά πράγματα για την πρώτη φάση. Μπορούμε να πούμε αν οι επιλογές μας θα μπορούσαν να ήταν κάπως καλύτερες, ή εάν οι συνθήκες,  οι όροι ή και οι προϋποθέσεις θα μπορούσαν να ήταν κάπως καλύτερες.
Μπορούσαμε και κάναμε κριτική για το εάν θα έπρεπε πολύ πιο γρήγορα να επιζητήσουμε την εθνική συνεννόηση, αντί να περιοριστούμε σε μια αυτάρκεια, που μας έδινε η μεγάλη πλειοψηφία του εκλογικού αποτελέσματος του 2009.
Μπορούσαμε να πούμε πολλά πράγματα για το εάν στην διαπραγμάτευση και του πρώτου μνημονίου και σε όλη την πορεία μέχρι το δεύτερο μνημόνιο, μέχρι τη δανειακή σύμβαση, θα μπορούσαμε ίσως να έχουμε κάποιες επιμέρους διαφοροποιήσεις. Όμως ο δρόμος ήταν ένας, ήταν αυτός.
Αυτός ο δρόμος υπαγορεύτηκε από τα πράγματα και υπαγορεύτηκε με ένα δραματικό τρόπο για τη χώρα μας. Και ξέρετε, καμιά φορά νιώθω και άσχημα και άδικα, γιατί τώρα που βγήκε ο κ. Ολάντ και είπε για το ευρωομόλογο, για τους φόρους, τις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές, για το ότι πρέπει να ενισχυθούν τα κονδύλια για την ανάπτυξη, ότι πρέπει ν’ αλλάξει ουσιαστικά ο ρόλος της Κεντρικής Ευρωπαϊκής Τράπεζας και να ξανα-αναλάβει η πολιτική την διαχείριση της οικονομίας και όχι η οικονομία να επιβάλει στην πολιτική και οι αγορές την διαχείριση της κρίσης, τώρα όλοι ανακαλύψαμε την καινούργια προοδευτική πλατφόρμα της Ευρώπης.
Γιατί ένας πρόεδρος, προοδευτικός, σοσιαλιστής ταράζει τα λιμνάζοντα ύδατα. Εγώ όμως θυμάμαι ότι τα ίδια τα λέγαμε και εμείς. Και το 2009 και το 2010 και τα παλεύαμε μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Δίναμε μια μάχη, δεν μας άκουγε κανείς, γιατί ήμασταν το μαύρο πρόβατο.
Σήμερα η Ισπανία, η Ιταλία, ακόμα και η Γαλλία, αλλά και η Αυστρία και η Ολλανδία και το Βέλγιο, μπαίνουν μέσα στο ύφασμα της κρίσης. Και βλέπετε ότι όλο αυτό το ευρωπαϊκό πρόβλημα, που προφανώς ήταν και ελληνικό εξαιτίας των δικών μας παθογενειών που σας είπα, στη χώρα μας προσπαθήθηκε να λυθεί εσωτερικά, με τους εσωτερικούς όρους. Με μια πολιτική, μαθημένη να κινείται πάνω από την πραγματικότητα, να αντιπαρατίθεται σε ψεύτικα διλήμματα, να αναρτήσει πλαστούς συλλογισμούς και να δίνει πλαστά διλήμματα στην ελληνική κοινωνία, με αποτέλεσμα να φθάσουμε σε αυτό το μεγάλο αδιέξοδο.
Δεν ευθυνόμαστε λοιπόν μόνο εμείς για την κρίση. Έχουμε όμως τις δικές μας ευθύνες, τις αναδεχθήκαμε, τις αποδεχθήκαμε. Και τώρα πού βρισκόμαστε;
Πριν πάμε στη λύση που προτείνουμε πρέπει να δούμε κάτι πέρα από αυτά που ζούσαμε πριν από λίγες μέρες. Γιατί τις τελευταίες εβδομάδες, τους τελευταίους μήνες και κυρίως τις τελευταίες μέρες, υπάρχει άλλη μια πολύ αρνητική εξέλιξη στη χώρα μας.
Βλέπουμε μια  κοινωνία που είναι σε κρίση  να μετατρέπεται σε μια κοινωνία  παράκρουσης, σε πραγματική παράκρουση. Το παιχνίδι με τη φωτιά άρχισε να ξηλώνει τη δημοκρατία, το παιχνίδι με τη φωτιά επαναφέρει με απερίσκεπτο τρόπο ένα κλίμα εμφυλιοπολεμικό. Είχαμε καιρό να ζήσουμε την πολιτική των μετώπων, όπου η αμετανόητη δεξιά ανακαλύπτει ξανά κομμουνιστικούς κινδύνους και η τυχοδιωκτική Αριστερά λειτουργεί με έναν τρόπο που δεν σέβεται τη δημοκρατία.
Γιατί πριν φτάσουμε στον Κασιδιάρη και πριν φτάσουμε στην αυτοδικία του νεαρού από την Αττική, πριν φτάσουμε σ’ αυτά τα δύο κραυγαλέα παραδείγματα περάσαμε από ορισμένα στάδια. Περάσαμε από πολιτικούς που δεν μπορούσαν να περπατήσουν στους δρόμους, γιατί εκσφενδονίζοντας  γιαούρτια και τομάτες, από την αδυναμία να μιλήσει κανείς στο Πανεπιστήμιο, από την αδυναμία να μπορεί να απευθυνθεί κάποιος στον ελληνικό λαό και να πει τη γνώμη του χωρίς να προπηλακιστεί.
Περάσαμε από μια ολόκληρη διαδικασία βιασμού της δημοκρατίας, λιθοβολισμού της δημοκρατίας. Και μόνοι μας προσπαθήσαμε να διαχωρίσουμε από τη μια μεριά δήθεν τη βία, που είναι νόμιμη και που βγαίνει κατευθείαν από την αγανάκτηση του λαού απέναντι στους πολιτικούς και την πολιτική, και από την άλλη τη βία της ακροδεξιάς, του φασισμού και του ολοκληρωτισμού, του νεοναζισμού που εμφανίστηκε τον τελευταίο καιρό και νομιμοποιήθηκε στη συνείδηση του λαού.
Γιατί εμένα περισσότερο από οτιδήποτε άλλο δεν μ’ ενοχλεί η κίνηση του Κασιδιάρη αλλά με ενοχλεί το ότι ο ελληνικός λαός, στη μεγάλη του πλειοψηφία όχι ότι πήγε μαζί του, αλλά επίνευσε να τιμωρηθεί η πολιτική, ο πολιτικός κόσμος.
Όσοι άνοιξαν αυτές τις πόρτες δεν έχουν αναλογιστεί τι σημαίνει αυτό το πράγμα. Δεν έχουν αναλογιστεί τι σημαίνει για πρώτη φορά μετά την μεταπολίτευση να μπαίνει ζήτημα δημοκρατίας στη χώρα.
Δεν έχουν αναλογιστεί τα τεράστια προβλήματα ηθικής που εμφανίζονται στην κοινωνία, όταν για παράδειγμα στον Άγιο Παντελεήμονα οι Πράσινοι με τους Βένετους παλεύανε στους δρόμους, ο ένας κυνηγώντας τον άλλον και παίζοντας ξύλο. Δεν ήταν μια αντιπαράθεση απέναντι σε μια παράταξη προοδευτική και σε μια παράταξη ακροδεξιά, αλλά ήταν μια αντιπαράθεση που έβγαζε το κράτος του δικαίου, το κράτος της ευνομίας στο περιθώριο των εξελίξεων, το ακύρωνε.
Δεν ξέρω, αν έχει αναλογιστεί ο κ. Τσίπρας, τι σημαίνει να αφοπλίσεις την Αστυνομία. Δεν ξέρω τι μπορεί να αναλογιστεί κανείς, όταν ο κ. Τσίπρας λέει να δώσουμε ταξιδιωτικά έγγραφα σε όλους τους λαθρομετανάστες για να μπορούν να εισρεύσουν οι πάντες στην Ελλάδα.
Και δεν το λέω από την πλευρά μιας δεξιάς αντίληψης και πολιτικής, αλλά  μιας καθαρά προοδευτικής αντίληψης που θέλει την κοινωνική ενσωμάτωση και ένταξη αυτών των ανθρώπων, που είναι χωρίς πατρίδα και που εμφανίζονται ξαφνικά στην Ελλάδα για να ζητήσουν μια καλύτερη μοίρα στον ήλιο της χώρας μας, που είναι τόσο πλούσιος.
Εγώ, λοιπόν, πιστεύω ότι αυτή η μετωπική στρατηγική, η ανεύθυνη μετωπική στρατηγική, ο αντικομουνισμός, δήθεν, απέναντι στο δεξιό λαϊκισμό, μαζί με το δεξιό λαϊκισμό απέναντι στον αριστερό λαϊκισμό φέρνει δηλητήριο στη δημόσια ζωή, λειτουργεί επιλεκτικά για τη δημοκρατία και γεννά τεράστια ζητήματα ηθικής τάξης και κοινωνικής συνοχής.
Εδώ, λοιπόν, πρέπει να αναρωτηθούμε πού πάμε, ποιοι είμαστε και πού πάμε. Γιατί, η δημοκρατία μας μερικά προβλήματα τα έχει λύσει, τα είχε λύσει για μια μακρότατη περίοδο, τα είχε λύσει όταν τα παιδιά μας μεγαλώνανε σε συνθήκες πολιτικής ομαλότητας και δημοκρατικής νομιμότητας, με έναν τέτοιο τρόπο που μπορούσαν και να διαλέξουν, με τις θυσίες των γονιών τους, τις σπουδές τους και να ζήσουν ελεύθερα. Πραγματικά είναι μια γενιά με τρομακτική αξία, με μεγάλη δυνατότητα, τεράστιο κεφάλαιο για την πορεία της χώρας.
Και αυτά τα παιδιά σήμερα, μέσα στην κρίση, ζητάνε δουλειά, δεν έχουν προσανατολισμό, προσπαθούν να βρούνε κάπου να ακουμπήσουν, τα διώχνει ξανά η πατρίδα στο εξωτερικό.  Αυτά τα παιδιά όμως θα έπρεπε να είναι ο γνώμονας και της νέας αντίληψης και πολιτικής που εμείς θα έπρεπε να ακολουθήσουμε.
Εμείς, λοιπόν, προχωρήσαμε και βρεθήκαμε σ’ αυτή την πραγματικά όχι καλή κατάσταση, στο αδιέξοδο που σήμερα εμφανίζεται στην ελληνική κοινωνία.
Το ερώτημα είναι πού πάμε; Και εγώ θα σας απαντήσω πολύ καθαρά από την αρχή, γιατί νομίζω ότι πολλές φορές χανόμαστε στις λεπτομέρειες.
Ανοίγονται μπροστά μας τρεις δρόμοι. Πρέπει να είμαστε σαφείς.
Ο ένας δρόμος είναι η τριτοκοσμική περιπέτεια.
Ο άλλος δρόμος είναι ο συντηρητικός ευρωπαϊκός δρόμος, αυτόν που ζήσαμε με  τα μνημόνια και  τις επιλογές της Γερμανικής Ευρώπης απέναντι στην Ευρωπαϊκή Γερμανία.  Τις επιλογές, δηλαδή, της άτεγκτης δημοσιονομικής προσαρμογής, της δυνατότητας να υπάρξει συνταγματική κατοχύρωση των δημοσιονομικών μεγεθών, λες και οι  χώρες δεν μπορούν να διευθύνουν μόνες τους την οικονομία, της δυνατότητας να επιβληθεί μέσα στις συνθήκες της κρίσης ο πλούσιος Βορράς στον φτωχό Νότο, όλα αυτά που στην αρχή φαινόταν σαν ένα μεγάλο αδιέξοδο και μια μοιρολατρική εξέλιξη των πραγμάτων και που τον τελευταίο καιρό, τουλάχιστον, κάποιες ρωγμές υπάρχουν σ’ αυτό τον τοίχο που συναντούσαμε μπροστά μας.
Και ο τρίτος δρόμος ο προοδευτικός ευρωπαϊκός. Ο δρόμος που θέλει να ξαναδεί το κοινωνικό κράτος στην Ευρώπη που διαλύθηκε τα τελευταία χρόνια. Ο  δρόμος που θέλει τις προοδευτικές δυνάμεις αφού έσκυψαν το κεφάλι, αφού ενσωματώθηκαν σε μια νεοφιλελεύθερη στρατηγική να αναζητούν μια εναλλακτική επιλογή, μια διαφορετική επιλογή, μια διαφορετική κατεύθυνση. Είναι αυτός που δειλά εμφανίστηκε, ένας δρόμος, που τη σημαία εμείς την κρατούσαμε από πολλά χρόνια, ανεξάρτητα αν οι πράξεις μας πολλές φορές κονταροχτυπιόντουσαν με  τα λόγια μας και με την πολιτική μας. Είναι ο δρόμος, ο μόνος δρόμος που μπορεί να επιβιώσει η Ευρώπη, η Ελλάδα και όλες οι χώρες στα πλαίσια επιστροφής στην ευημερία. Αυτή που η Ευρώπη ήταν η μόνη που κατέκτησε εξ αιτίας της σοσιαλδημοκρατίας τον προηγούμενο αιώνα και που έπρεπε να βρει ξανά το κουράγιο να το ξανά καταχτήσει διαμορφώνοντας μια εναλλακτική πρόταση, μια εναλλακτική στρατηγική.
Σ’ αυτή την πορεία είναι φανερό ποιοι είναι με ποιους; Και ποιοι κάνουν αυτό που πρέπει, απέναντι σ’ αυτή τη διαδικασία και σ’ αυτή την ανάγκη που έχει σήμερα το έθνος.
Εγώ, λοιπόν, θέλω να σας πω για αυτούς τους τρεις δρόμους, να σας πω μάλλον για τον έναν δρόμο αυτό το δεξιό, του δεξιού λαϊκισμού, αυτόν που θέλει την Ευρώπη ουσιαστικά να ζει μέσα από το λαϊκό κόμμα, το μέτωπο δυνάμεων, που όπως το βλέπουμε να εκφράζεται σήμερα στη Νέα Δημοκρατία, είναι ένα μέτωπο αντιφατικών δυνάμεων. Γιατί άλλες πιστεύουν στη νεοφιλελεύθερη πολιτική, άλλες πιστεύουν σε ένα κρατισμό και σε ένα πελατειακό κράτος που ήδη ετοιμάζονται να το καταλάβουν, αν ανέβουν στην εξουσία, και άλλοι λειτουργούν μέσα από ακροδεξιές θέσεις που απευθύνονται σ’ αυτούς με συνθήματα εθνικιστικά για να πάρουν ψήφους από τη Χρυσή Αυγή ή από τον Καμένο ή από το ΛΑΟΣ. Είναι, λοιπόν, ένα αντιφατικό μέτωπο δυνάμεων χωρίς ενιαία στρατηγική που απεικονίζεται σ’ αυτά που ο κ. Σαμαράς εξαγγέλλει καθημερινά, διότι η μία του πρόταση κονταροχτυπιέται με την άλλη, γιατί είναι μια υποσχεσιολογία χωρίς λόγο, είναι μια υποσχεσιολογία που καλύπτει δήθεν ανάγκες, ενώ στην ουσία προτείνει μια συντηρητική διαιώνιση του ευρωπαϊκού αδιέξοδου. Είναι ακριβώς αυτός ο δρόμος που επέλεξαν τόσο καιρό η Μέρκελ και ο Σαρκοζί και βρήκαν απέναντι τους τις υπόλοιπες δυνάμεις, δειλά, επαναλαμβάνω, στην αρχή, αλλά πιο έντονα σήμερα.
Δεν θεωρώ ότι ο κ. Σαμαράς είναι ικανός να ηγηθεί αυτής της χώρας. Δυστυχώς το είπα πριν τις εκλογές αυθόρμητα. Δεν ήταν κομπασμός όταν είπα ότι δεν συμμετέχω σε μια Κυβέρνηση του κ. Σαμαρά. Το είπα από προσωπική αγωνία βλέποντας τον άνθρωπο πώς λειτούργησε στο παρελθόν, πώς λειτούργησε το 1991, ως Υπουργός Εξωτερικών σε σχέση με το άνοιγμα των συνόρων, πώς λειτούργησε το 1993, πώς λειτούργησε στη συνέχεια μ’ αυτό τον «σαλταδορισμό» από θέση σε θέση και πώς τελικά αυτά που ο ίδιος λέει δεν κουβαλάνε κανένα εθνικό και πολιτικό βάρος. Δεν κουβαλάνε τίποτα.
Υπάρχει και η τριτοκοσμική περιπέτεια. Αυτή η περιπέτεια που λέει μερικά πράγματα απίστευτα, ότι άλλο είναι το  μνημόνιο και άλλο η δανειακή σύμβαση. Ότι εμείς ξέρετε δεν θα  εφαρμόσουμε το μνημόνιο,  θα το ακυρώσουμε αμέσως, θα το καταγγείλουμε, θα πάμε στα ευρωπαϊκά δικαστήρια για να κόψουν ένα κομμάτι του χρέους και το υπόλοιπο άμα θέλουμε το πληρώνουμε. Εν τω μεταξύ θα συνεχίσουμε να παίρνουμε τις δόσεις.
Δυστυχώς, είναι μια τριτοκοσμική περιπέτεια αυτή που μας καλεί να ζήσουμε ο κ. Τσίπρας, γι’ αυτό απευθύνεται στη Βενεζουέλα και σε άλλες χώρες που κάνουν το δικό τους αγώνα. Εγώ  σέβομαι αυτό τον αγώνα, ήμουνα θερμός θιασώτης  όλα τα χρόνια με τον Τρίτο Κόσμο, τα απελευθερωτικά κινήματα, την απεξάρτηση που ψάχνανε, τις εμβληματικές μορφές που ηγούντο σε εκείνες τις χώρες, σε διαφορετικές συνθήκες αυτού του αγώνα, αλλά δεν είμαστε όμως  ούτε στο διπολικό κόσμο, ούτε  μπορούμε να ζητήσουμε αλλού πηγές. Να πάμε στην Ρωσία όταν ο Πούτιν λέει να πληρώσουν οι Έλληνες κανονικά τις υποχρεώσεις τους αν θέλουν να υπάρχουν. Ή να πάμε να βρούμε τους συνεργάτες, ή τους ομογάλακτους του κ. Τσίπρα που λένε, ούτε ένα ευρώ στον ευρωπαϊκό νότο και στους Έλληνες. Αυτά λένε οι αντίστοιχες δυνάμεις, για παράδειγμα.στην Ολλανδία
Και δεν είναι τυχαίο ότι Ολλανδός βουλευτής έλεγε προχθές στον Πέτρο Ευθυμίου, μα είναι δυνατόν να σας δανείζουμε με 2,5% να δανειζόμαστε με 7%, να έχει πάρει αυτή την απόφαση το εθνικό μας κοινοβούλιο και να έρθετε εσείς να καταγγείλετε αυτή την σύμβαση; Πού θα πάει δηλαδή;
Δηλαδή αυτό το λέμε και δεν το καταλαβαίνουμε. Ο Κονπετίτ ένας άνθρωπος που κάθε άλλο παρά δικός μας φίλος είναι, περισσότερο του Συνασπισμού ήταν, τους λέει ότι αυτά που λέτε είναι ανοησίες. Πήγε και στο πρώτο του ταξίδι που έκανε στο εξωτερικό και ειρωνεύθηκε τον Ολάντ που είναι μια ελπίδα για την χώρα, για την Ευρώπη ολόκληρη;
Έχουμε επενδύσει εκεί μια μεγάλη αλλαγή στον ευρωπαϊκό χώρο.
Αυτή η επιλογή του κ. Τσίπρα είναι μια αδιέξοδη επιλογή που οδηγεί σε τριτοκοσμικές εξελίξεις. Και αυτό θα σημάνει μεγάλη περιπέτεια για τον ελληνικό λαό. Ακούσαμε τα πάντα. Την Κυριακή καταγγέλλουμε τη συμφωνία. Την Δευτέρα διαχωρίζουμε την σύμβαση από το μνημόνιο και καταγγέλλουμε μόνο το μνημόνιο. Την Τρίτη φέρνουμε νόμο στη Βουλή για την μονομερή ακύρωση των όρων. Την Τετάρτη κάνουμε στάση πληρωμών στο χρέος, αλλά θα παίρνουμε τα δανεικά. Την Πέμπτη κρατικοποιούμε τις τράπεζες και δεσμεύουμε τις καταθέσεις για επενδύσεις. Την Παρασκευή παίρνουμε 100€ το μήνα από όλους όσους έχουν πάνω από 20.000 ευρώ εισόδημα, ή παρακρατούμε το 1% από τον τζίρο μεγάλων επιχειρήσεων, ανεξάρτητα εάν είναι κερδοφόρες ή όχι και το Σάββατο αναπαυόμαστε κατά τας γραφάς.
Αυτή είναι μια εβδομάδα διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ που φέρνει τη χώρα στην δραχμή. Αυτό είναι.  Επειδή όμως τους βλέπω κάθε μέρα στις τηλεοράσεις και οι πιο πολλοί απ’ αυτούς είναι φίλοι μου, γνωστοί μου από παλιά, από παλιούς αγώνες, δεν είναι μόνο η αλαζονεία τους αλλά είναι και φόβος τους. Είναι η ευθύνη της διακυβέρνησης της χώρας τρομακτικά σοβαρό πράγμα για να το αντιμετωπίσεις στη σημερινή εποχή με ένα τριτοκοσμικό τρόπο.
Η χώρα δεν έχει ανάγκη από αντιφατικά μέτωπα. Τα μέτωπα οδηγούν στην ακραία τους έκφραση σε εμφυλιοπολεμικό κλίμα. Η χώρα έχει ανάγκη από φρόνηση, από γνώση, από απόφαση. Έχει ανάγκη από κοινωνική συνοχή και όχι κατακερματισμό των δυνάμεών της. Έχει ανάγκη από πανεθνική προσπάθεια και μια πραγματικά προοδευτική πολιτική.
Ποιος μπορεί να εγγυηθεί αυτή την πορεία; Για να έρθω στο πιο κρίσιμο ερώτημα.
Ακούστε, θα είμαστε μεταξύ μας πολύ ειλικρινείς. Δεν ξέρω τι λένε τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ, επιμέρους στελέχη. Εκείνο που ξέρω είναι ότι κάνουν μεγάλο λάθος όσοι νομίζουν ότι το ΠΑΣΟΚ παρακαλάει να μπει στη κυβέρνηση. Πασχίζουμε να κυβερνηθεί η χώρα. Αυτό κάνουμε, πασχίζουμε να κυβερνηθεί η χώρα.
Όταν στην προηγούμενη φάση, πριν τις προηγούμενες εκλογές, προτείναμε μια κυβέρνηση συνεργασίας των φιλοευρωπαϊκών δυνάμεων, στις διερευνητικές εκλογές δείξαμε πολύ καθαρά ότι ήμασταν η μόνη δύναμη που θέλαμε να κυβερνηθεί η χώρα. Προτείναμε την κυβέρνηση που είπε ο κ. Κουβέλης. Προτείναμε στον ίδιο, άμα θέλει και να ηγηθεί της προσπάθειας. Προτείναμε στον κ. Τσίπρα να κάνει κυβέρνηση και εμείς να τον στηρίξουμε, να μην μπούμε, να τον στηρίξουμε άμα δεν μας θέλει να μας βλέπει και να μας αντιμετωπίζει.
Προτείναμε να μην φθάσει η χώρα στο γκρεμό. Κάθε μέρα που περνάει μεγαλώνει η τρύπα στο κοινωνικό ταμείο. Κάθε μέρα που περνάει αυτό που διασφαλίσαμε με φοβερές θυσίες να πάμε μειώσουμε το πρωτογενές έλλειμμα ξαναμεγαλώνει. Μπήκαμε σε μια περιπέτεια, όπου η δόση που θα παίρναμε, αντί να έρθουν τα 5,5 δισεκατομμύρια της δόσης, ήρθαν τα τέσσερα, τα οποία δεν ήρθαν σε μας γιατί  εξυπηρετούσαν τους στόχους του δανείου και το υπόλοιπο ενάμιση που θα έπεφτε στην ελληνική οικονομία δεν μας το δώσανε. Και αυτό, γιατί δεν είχαν κυβέρνηση να συνεννοηθούν.
Και αυτή η στιγμή η ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας και του ΣΥΡΙΖΑ, με τις αυτοδύναμες ψευδαισθήσεις τους, στήνουν συνειδητά ξανά σκηνικό ακυβερνησίας και εν τω μεταξύ κάθε μέρα που περνά ο τόπος βουλιάζει.
Τι προτείνουν δηλαδή για την επόμενη μέρα; Κυβέρνηση της Αριστεράς λέει ο ΣΥΡΙΖΑ όπου δεν μιλάει με τα «μνημονιακά κόμματα», δεν μιλάει και δεν τα θέλει.
Αυτός δεν έλεγε όμως ότι δεν είχαμε λαϊκή νομιμοποίηση και με 160 βουλευτές να παίρνουμε αποφάσεις και ότι χρειάζεται να υπάρχει μεγάλη δημοκρατική και λαϊκή νομιμοποίηση;
Ο Κουβέλης δεν μπαίνει στη κυβέρνησή του. Το ΚΚΕ δεν δέχεται κουβέντα γιατί το θεωρεί πράκτορα του ιμπεριαλισμού. Με ποιους θα κάνει κυβέρνηση; Ανακαλύπτει την αυτοδυναμία, ξαφνικά από το 16% θα πάει στο 36%, και την ίδια στιγμή κονταροχτυπιούνται οι δηλώσεις του για το τι θα κάνει την επόμενη μέρα, βάζοντας σε πλήρη κρίση την διεθνή εικόνα της χώρας;
Με ποιον θα κάνει κυβέρνηση το δεξιό μέτωπο, έχοντας απέναντι μια αντιπολίτευση που θα έχει τον λαό καθημερινά στους δρόμους για να πάρει τις καινούργιες αποφάσεις και να είμαστε οι προδότες και οι υπερπατριώτες; Οι άνθρωποι ανεξάρτητοι Έλληνες και υπόδουλοι Έλληνες;
Εμείς, λοιπόν, τους καλούμε έστω και την ύστατη ώρα ν’ αναλογιστούν τις ευθύνες τους, να αφήσουν στην άκρη τις κομματικές εγωπάθειες. Η χώρα βρίσκεται προ των πυλών του χάους. Απαιτείται πρόγραμμα διάσωσης, εθνικής σωτηρίας, από μια κυβέρνηση ευρύτατης λαϊκής βάσης, προοδευτικής προγραμματικής σύγκλησης.
Εμείς λοιπόν δεν ζητάμε ψήφο στο ΠΑΣΟΚ για να μπει το ΠΑΣΟΚ σε οποιαδήποτε κυβέρνηση. Το τελευταίο που πρέπει να μας ενδιαφέρει είναι να πάρουμε υπουργικές καρέκλες. Ας πάρουν και άλλοι αποφάσεις, αν ο λαός τους εξουσιοδοτήσει με την ψήφο του. Ζητούμε ψήφο στο ΠΑΣΟΚ για να εγγυηθούμε την πορεία, να επιβάλουμε την λύση να βγει η χώρα από την κρίση. Αυτή είναι η σωστή εθνική γραμμή, η πατριωτική γραμμή.
Προτείνουμε λοιπόν μια διακυβέρνηση, όπως λέει ο Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, εθνικής συνευθύνης, μια κυβέρνηση στην ουσία εθνικής σωτηρίας. Τα βασικά σημεία αυτού του προγράμματος, αυτής της  κυβέρνησης τα έχει βάλει με πολύ μεγάλη καθαρότητα.
Πρώτα – πρώτα η αναθεώρηση των όρων της δανειακής σύμβασης. Όλοι καλώς ή κακώς μιλούν για αναθεώρηση των όρων της δανειακής σύμβασης.
Αν φύγει από τη μονομανία της ακύρωσης της απευθείας καταγγελίας, της διάρρηξης των σχέσεων με την Ευρωπαϊκή Ένωση και μπει στην διαπραγμάτευση, και είναι ικανοί να διαπραγματευθούν μέσα από μια τέτοια κυβέρνηση πολύ πιο προωθημένα πράγματα απ’ ότι εμείς, τότε εμείς θα  συμφωνήσουμε και θα το κάνουμε.
Εμείς κάνουμε μια συγκεκριμένη πρόταση με έξι σημεία. Έκανε μια άλλη πρόταση ο κ. Κουβέλης. Άρχισε να ψελλίζει κάτι ο κ. Σαμαράς.
Υπάρχει, λοιπόν, ένα ευρύ πεδίο που θα μπορούσαμε να συζητήσουμε για το πώς θα γίνει η αναθεώρηση. Να συμφωνήσουμε και να πάμε ενιαία στην διαπραγμάτευση και έτσι όπως αλλάζουν οι συσχετισμοί στην Ευρώπη να έχουμε μεγάλη πιθανότητα να κερδίσουμε όσα δεν μπορούσαμε να κερδίσουμε τις προηγούμενες εβδομάδες και τους προηγούμενους μήνες.
Δεύτερο. Να παραταθεί ο χρόνος της δημοσιονομικής προσαρμογής. Ήδη το δέχθηκαν για ένα χρόνο, να πάμε μέχρι τα τρία χρόνια για να γίνει πολύ πιο ήπια η διαδικασία αυτή.
Τρίτο. Να διατηρήσουμε την βιωσιμότητα του χρέους. Δεν μπορεί να λες ότι δεν θα πάρω το δάνειο. Δεν θα πάρω το δάνειο για τις τράπεζες, ποιος θα εγγυηθεί τις καταθέσεις αν δεν γίνει ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών;
Δεν μπορείς να λες ότι δεν μ’ ενδιαφέρει εάν θα έρθουν οι πόροι της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής. Το 40% του εισοδήματος των αγροτών είναι κοινοτικοί πόροι, 3,5 δις το χρόνο, θα πας εσύ να τους καταγγείλεις, θα τους διώξεις και αυτοί θα σου δίνουν χρήματα να πληρώνεις τους αγρότες; Αυτά δεν είναι σοβαρά πράγματα.
Nα διατηρήσουμε την βιωσιμότητα του χρέους και να αξιοποιήσουμε τους πόρους. Να συμφωνήσουμε στις διαρθρωτικές αλλαγές. Γιατί εμείς να κάνουμε μόνο κριτική για τον εαυτό μας;  Ότι  νομοθετούσαμε και δεν τα υλοποιήσαμε, δεν τα φθάσαμε στο τέλος. Συναντούσαμε όμως  και μια τρομακτική αντίδραση, είχαμε όλους στο δρόμο, είχαμε πλήρη άρνηση, πλήρη ισοπέδωση. Και όταν φθάναμε στην κρίση στιγμή να πάρουμε μια δύσκολη απόφαση , ενώ έξω από τη Βουλή μας κατηγορούσαν προδότες, μέσα στη Βουλή μας παρακαλούσαν μην τυχόν και δεν ψηφίσουμε τη σύμβαση.
Και τώρα να εισπράξουν τα κομματικά τους οφέλη, να έρθουν και να κυβερνήσουν τη χώρα, με τον τρόπο τον ασχεδίαστο και τον πρόχειρο και τον τριτοκοσμικό που θέλουν; Είναι δυνατόν;
Αυτή είναι η αλήθεια. Όλοι μιλάνε ότι είναι άδικο το φορολογικό σύστημα και εμείς το λέμε. Έχουμε κάνει μια πρόταση, πώς να γίνει η σταδιακή μείωση του φόρου ακίνητης περιουσίας, η ενοποίησή του, πώς θα στηθεί ο μηχανισμός της φορολογικής δικαιοσύνης, πώς θα συλληφθεί η φοροδιαφυγή. Αν έχουν άλλη να έρθουν να την συζητήσουμε. Αυτοί ένα διάλογο πήγαμε να κάνουμε και φύγανε από τον διάλογο όλοι.
Δεν δέχονται την συζήτηση και μιλάνε για υπεύθυνη στάση απέναντι στο πρόβλημα της χώρας. Η αξιοποίηση των πόρων για την ανάπτυξη. Κάθονται τα χρήματα, 55 δισεκατομμύρια για δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις, αυτή τη στιγμή δεν προχωράει τίποτα. Είναι όλα στον αέρα. Και να μην κάνουν τους έξυπνους, γιατί το πρόβλημα της αξιοποίησης των χρημάτων δεν είναι μόνο απόφαση της κυβέρνησης, αλλά είναι διαδικασιών που επιβάλλει η Ευρωπαϊκή Ένωση δια μέσου του τραπεζικού συστήματος.
Και όταν οι τράπεζες οι δικές μας κρέμονται στον αέρα δεν μπορούν να κάνουν καμία πράξη ουσιαστικά νομιμοποίησης των έργων του ΕΣΠΑ.
Άρα αυτά τα πράγματα μεταξύ τους συνδέονται, δεν είναι αποκομμένα. Και βέβαια το δίκτυο κοινωνικής προστασίας. Ο ένας λέει, πάω το μισθό ξανά στα 1200 ευρώ, ο άλλος λέει θα τον πάω στα 700.
Εμείς λέμε παίρνουμε μια απόφαση να μην ξαναγίνει περικοπή. Παίρνουμε μια απόφαση να ξαναφέρουμε το θέμα των συλλογικών συμβάσεων, γιατί κάθε τρεις μήνες γίνεται αναθεώρηση, όπως όλοι παραδέχονται. Άρα διαπραγμάτευση και επαναδιαπραγμάτευση για να μπορούμε να κάνουμε και πάλι ευρωπαϊκές τις εργασιακές σχέσεις γιατί σήμερα είναι μια ζούγκλα που ουσιαστικά καταπιέζει τον εργαζόμενο και τον τινάζει στον αέρα ανά πάσα στιγμή. Μπορούμε να τα κάνουμε αυτά; Άντε να συζητήσουμε εμείς έχουμε αυτή την πρόταση, εσείς μια άλλη. Να συμφωνήσουμε να πάμε όλοι μαζί να διαπραγματευθούμε, να πετύχουμε την καλύτερη λύση για την χώρα, να δρομολογήσουμε εξελίξεις, να βγούμε γρήγορα από την κρίση, γιατί κάθε μέρα που περνάει πηγαίνουμε στον γκρεμό.
Αυτή την υπεύθυνη στάση δεν μπορούν να την καταλάβουν, δεν μπορούν να την υποστηρίξουν και προπαντός τη δυναμιτίζουν και την υπονομεύουν.
Τι αποδεικνύεται από όλη αυτή την ιστορία αγαπητοί μου φίλοι και σύντροφοι; Για να τελειώσω αυτό το σημείο και να πω λίγα λόγια για το κόμμα.
Ότι το ΠΑΣΟΚ ήταν, είναι και θα είναι δύναμη πατριωτικής ευθύνης. Αναδεχθήκαμε να αντιμετωπίσουμε και δεν το βάλαμε στα πόδια από την κυβέρνηση το εθνικό ζήτημα. Σηκώσαμε στους ώμους μας τις πιο δύσκολες και αντιδημοτικές αποφάσεις που προκαλέσανε, δικαιολογημένη, αγανάκτηση στο λαό.  Διαμορφώσαμε όρους θετικής διεξόδου και υπερασπίσαμε το δικαίωμα του λαού να ελπίζει και να νιώθει ασφαλής.
Η δανειακή συμφωνία την οποία πετύχαμε λύνει σημαντικά προβλήματα της χώρας. Αφαιρεί το άχθος του χρέους 50% από τις επόμενες γενιές, από τη νεολαία μας, από τη νέα γενιά της πατρίδας μας. Διασφαλίζει ουσιαστικά τη δυνατότητα να υπάρχει θεσμική κατοχύρωση της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών, να υπάρχει μια χρηματοδότηση που δεν σταματάει μέχρι το 2015 και σκοπεύουμε, θα μπορούσαμε να την πάμε μέχρι το 2017. Τεράστια επιτυχία, διότι νιώθει ασφαλής και σταθερή η δημοσιονομική κατάσταση της χώρας για τα επόμενα χρόνια. Πετύχαμε μείωση των επιτοκίων, τέτοια που διασφαλίζει εξοικονόμηση τόκων 7 δισεκατομμύρια το χρόνο που μπορούν να πέσουν στην ελληνική οικονομία. Διασφαλίσαμε ότι μπορούν να πάρουν επιπλέον χρήματα για την αναπτυξιακή πολιτική, γιατί το λένε στα λόγια, καιρός είναι να το επιβάλουμε και στα έργα μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Δίνουμε τη δυνατότητα να αξιοποιήσουμε αυτούς τους πόρους υπέρ της διασφάλισης των καταθέσεων των εργαζομένων και των πολιτών και ν’ αντιμετωπίσουμε με πρώτη προτεραιότητα τα θέματα που έχουν σχέση με την ανεργία των νέων, γιατί είναι η μάστιγα που μαστίζει την ελληνική κοινωνία.
Τι δεν καταφέραμε; Πολλά πράγματα. Δεν μοιράσαμε δίκαια τα βάρη. Δεν προχωρήσαμε όσο έπρεπε τις διαρθρωτικές αλλαγές στη πράξη στην ολοκλήρωσή τους. Άλλο είναι να ψηφίζεις ένα νόμο και άλλο να γίνεται εφαρμογή του νόμου. Ο Δήμαρχος Αθηναίων είναι εδώ ξέρει πολύ καλά πόσο επαναστατικός ήταν ο Καλλικράτης και πόσα εμπόδια βρίσκει στην εφαρμογή του.
Έχουμε τεράστια προβλήματα σε θέματα που έχουν σχέση με την διαχείριση των κρατικών υποθέσεων.  Έχουμε τεράστια προβλήματα γιατί δεν αλλάξαμε το κράτος όσο θα έπρεπε. Έχουμε τεράστια προβλήματα, αυτά είναι κριτική που μπορεί να κάνει το ΠΑΣΟΚ για τον εαυτό του, γιατί επιχείρησε αλλαγές. Είναι ο μόνος χώρος που επιχείρησε αλλαγές και άρα έχει το δικαίωμα να κρίνει τις αλλαγές που έκανε και εάν τις πέτυχε ή όχι. Να μην τα ξαναφήσουμε μισοτελειωμένα, γιατί κάθε τι που μένει μισοτελειωμένο δεν βοηθάει να βγει η πατρίδα μας από την κρίση. Αυτή είναι μια σωστή κριτική στάση.
Είμαστε δύναμη πολιτικής σταθερότητας. Προτάξαμε το συμφέρον του έθνους και τον σχηματισμό κυβέρνησης. Παρουσιάσαμε εναλλακτικές προτάσεις. Και σήμερα προχωράμε στην μόνη πρόταση βιώσιμης και ρεαλιστικής λύσης.
Είμαστε δύναμη δημοκρατικής νομιμότητας. Δεν υποταχθήκαμε στην κρίση της δημοκρατίας. Υποστηρίξαμε και υποστηρίζουμε την κυβέρνηση ευρύτατης λαϊκής νομιμοποίησης. Και είμαστε δύναμη προοδευτικής προοπτικής γιατί το πρόγραμμά μας είναι προοδευτικό, γιατί θέλουμε την οριστική υπέρβαση του μνημονίου μέσα από σταθερά βήματα που όλος ο ελληνικός λαός θα διεκδικήσει και θα πετύχει στο συντομότερο δυνατό χρόνο. Γιατί θέλουμε αξιοποίηση των θετικών όρων της συμφωνίας και αλλαγή των αμυντικών, είμαστε πολύ καθαροί τι θεωρούμε θετικό και τι αρνητικό και ξαναβρίσκουμε τον κοινωνικό μας χαρακτήρα, γιατί αυτός ήταν η σημαία μας και αυτή πρέπει να είναι πάντα η σημαία μας. Αυτοί είμαστε, την πατρίδα υπηρετούμε, το δικαίωμα του λαού στην ευημερία διεκδικούμε.
Και έρχομαι τώρα στο ΠΑΣΟΚ.
Κοιτάξτε, νομίζω ότι η πορεία προς τις εκλογές πρέπει να είναι και μια πορεία ιστορικής αυτογνωσίας. Αυτοί που μείναμε και δίνουμε την μάχη, εσείς είστε ανάμεσα σ’ αυτούς, αυτοί που δεν λάκισαν, που δεν έστρεψαν αλλού το ενδιαφέρον τους, γιατί θέλουν να διασφαλίσουν τα προνόμιά τους, αυτοί που έμειναν πιστοί στις αξίες και τις αρχές μας, πρέπει να είναι αυτοί οι οποίοι θα αναλάβουν και την ανασύσταση και την αναγέννηση του κινήματός μας.
Ένα κόμμα ανοιχτό σε όλες τις κοινωνικές δυνάμεις. Εμείς όμως που αγωνιούμε για την παράταξη θα συζητήσουμε για την φυσιογνωμία του, για την τακτική μας, για την στρατηγική μας για την οργάνωσή μας.
Θέλω να σας θυμίσω από το 1998 ότι μιλάω για το διάδοχο ΠΑΣΟΚ. Όχι το ΠΑΣΟΚ της διαδοχής των προσώπων, γιατί και τότε τα θέματα ήταν της αρχηγίας. Αλλά το ΠΑΣΟΚ της διαδοχής των εποχών. Το ΠΑΣΟΚ της νέας εποχής, ως ένα συλλογικό σύγχρονο υποκείμενο της ιστορίας.
Αυτό το θέμα δεν το αντιμετωπίσαμε,  έχουν περάσει 15 χρόνια. Γι’ αυτό εμφανίζουμε αυτή την αφυδάτωση.
Ολοκληρώσαμε στην αρχή, ολοκληρώσαμε αυτό το κόμμα των αξιωματούχων, ολοκληρώσαμε το κόμμα των στελεχών της καρέκλας, ολοκληρώσαμε την αφυδάτωση κάθε πολιτικού διαλόγου από το κόμμα μας, ολοκληρώσαμε και ενισχύσαμε και οδηγήσαμε στα άκρα την κρίση μας.
Και έκτοτε από το 1998, ενώ η χώρα πετύχαινε εθνικούς στόχους, έμπαινε στην ΟΝΕ, στο ευρώ, έβαζε την Κύπρο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, έφτιαχνε τους Ολυμπιακούς Αγώνες, το ΠΑΣΟΚ βυθιζόταν στην κρίση αντιπροσώπευσης, ολοκλήρωνε την καθοδική του πορεία, αποκομμένο από τη κοινωνική του αναφορά, ενσωματωμένο στον παντοδύναμο κυβερνητισμό και κρατισμό μας.
Θέλω με αγάπη να απευθυνθώ σε όλους τους αξιωματούχους συντρόφους του κόμματος, σε όλα τα επίπεδα, και να τους πω ότι αυτή η καρέκλα που καθόμαστε δεν έχει πια και τόσο μεγάλη αξία. Δεν διαχειρίζεται κανένα κομμάτι της εξουσίας, εάν η Ελλάδα δεν ξαναγίνει αυτοδύναμη. Εάν δεν αποτινάξει την εξάρτηση. Και η κοινωνία, ο λαός θα αποτινάξει την εξάρτηση. Δεν θα την αποτινάξουν οι υπουργοί και οι αποφάσεις υπουργών. Την εξάρτηση μόνο ο λαός μπορεί να την αποτινάξει.
Να έχουμε μια χώρα χωρίς δανεικά και δεκανίκια. Αυτή είναι η έννοια της αυτοδύναμης Ελλάδας. Αν θέλουμε να μιλήσουμε ξανά για ανεξαρτησία, αυτή είναι η έννοια της ανεξαρτησίας σήμερα. Η αποτίναξη της οικονομικής εξάρτησης. Ο προοδευτικός ευρωπαϊκός δρόμος.
Σήμερα πια, στις εκλογές τις προηγούμενες, φάνηκε  ποιοι είμαστε. Φάνηκε ότι είμαστε, μεν, ένα άθροισμα αξιωματούχων, είναι οι φίλοι των αξιωματούχων και είναι βέβαια αυτοί που στην πιο δύσκολη ώρα συνέρευσαν στην εκλογή του προέδρου και ας ήταν αυτοί που χειμάζονται πολύ περισσότερο απ’ όλους τους άλλους από την οικονομική μας πολιτική, γιατί δεν θέλουν να πουλήσουν δεκαετίες αγώνων και δεκαετίες προσφοράς στην πατρίδα και γιατί δεν πίστεψαν ποτέ ότι αυτό το κίνημα έχασε την ψυχή του, την ιδεολογία του και τον εαυτό του.
Σήμερα λοιπόν απ’ όλη αυτή την νομενκλατούρα των αξιωματούχων, άλλοι αλληθωρίζουν προς άλλους χώρους, άλλοι αναζητούν αλλού την αναπαραγωγή  της μικρής εξουσίας και άλλοι επιμένουν να συμπεριφέρονται  με τρόπο που δείχνει ότι δεν έχουν διδαχθεί από το μάθημα της ιστορίας.
Και ενώ το κίνημα και τώρα παραμένει η μόνη δύναμη πατριωτικής ευθύνης, πολιτικής σταθερότητας και ομαλότητας, δημοκρατικής νομιμότητας, προοδευτικής πρότασης και προοπτικής και θα μπορούσε να διαθέτει την πολιτική ηγεμονία, την ικανότητα για πολιτική ηγεμονία, το κόμμα είναι αποκομμένο από το λαό, χρεωμένο με τις αντιλαϊκές επιλογές του, αφυδατωμένο  από τη νέα γενιά και τραυματισμένο στην ψυχή του. Αδυνατεί να ανταποκριθεί στις νέες επιταγές της ιστορίας. Και ξαναβρέθηκε στην εκλογική του αφετηρία. Ίσως αυτό δεν είναι κακό. Ίσως είναι και εξυγιαντικό. Ίσως είναι και καλό.
Αυτή η αντίφαση πρέπει να λυθεί τώρα και να λυθεί ακόμα μια φορά υπέρ του λαού και του τόπου, γιατί θέλω να επαναλάβω το κίνημα αυτό γεννήθηκε και υπάρχει για να υπηρετεί τον λαό και τον τόπο.
Ζούμε κάτι καταπληκτικά πράγματα αυτές τις μέρες. Μας βρήκαν μπόσικους και νομίζουν πως θα αντιγράψουν την ιστορία. Πως θα γίνουν το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου. Νεοπαγείς αστέρες της πολιτικής και συνονθυλεύματα αντιφατικών δυνάμεων που πατούν στην οργή και την αγανάκτηση του λαού.
Είναι μια ανιστόρητη καρικατούρα γιατί η ιστορία, ως γνωστόν, επαναλαμβάνεται μόνο ως φάρσα. Γιατί το ΠΑΣΟΚ δεν ήταν, δεν είναι και δεν θα γίνει ποτέ ΕΔΗΚ. Γιατί ο Τσίπρας δεν είναι και δεν θα γίνει ποτέ Ανδρέας Παπανδρέου. Γιατί ο Σαμαράς δεν είναι Κωνσταντίνος Καραμανλής. Και γιατί σε τελευταία ανάλυση ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι ΠΑΣΟΚ.  Και πρέπει να σας πω τώρα γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι ΠΑΣΟΚ.
Διότι το ΠΑΣΟΚ δεν γεννήθηκε μέσα από μια ιστορική στιγμή οργής του λαού. Το ΠΑΣΟΚ δεν γεννήθηκε μέσα από μια στιγμή αγανάκτησης και τυφλής βίας. Το ΠΑΣΟΚ γεννήθηκε μέσα από μια κοινωνική διεργασία δεκαετιών. Συνένωσε στις γραμμές του τα τρία υπαρκτά πολιτικά προοδευτικά ρεύματα της ελληνικής κοινωνίας από τις αρχές του 19ου αιώνα μέχρι την ημέρα που ιδρύθηκε το ΠΑΣΟΚ. Τον αστικό εκσυγχρονισμό και τον πολιτικό φιλελευθερισμό της Βενιζελικής παράταξης, τις σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις, που σκόρπιες και ισχνές ήταν σε όλα τα κόμματα και την χειραφετημένη παραδοσιακή αριστερά που έφυγε από τα δόγματα μετά τον Εμφύλιο και προσπαθούσε να βρει στέγη σε ένα χώρο που να σημάνει μια εθνική επαγγελία, καινούργια εθνική επαγγελία. Και ο Ανδρέας Παπανδρέου έφερε μια εθνική επαγγελία και κάτω απ’ αυτή ένωσε το λαό, δεν τον χώρισε. Δεν τον έβαζε να πετάει τομάτες στους δρόμους. Συγκρουόταν για τις ιδέες του, για τις θέσεις του. Για την πολιτική του, για την στρατηγική του.
Το ΠΑΣΟΚ λοιπόν υπήρξε ώριμο τέκνο των καιρών. Δεν βγήκε ως ένα ευκαιριακό σχήμα που μαζεύει ας είν’ και ρώγες, ότι βρει στο δρόμο.
Και τώρα που πάμε; Δίνουμε τη μάχη που περιγράψαμε και από την επόμενη μέρα οφείλουμε να ανασυστήσουμε τον φορέα της νέας προοδευτικής πρότασης και προοπτικής. Τον φορέα της νέας και πραγματικής Αριστεράς, τον φορέα της σύγχρονης Κεντροαριστεράς, τον φορέα που θα εκφράσει την Αριστερά επειδή θα εκφράσει ξανά τη νέα γενιά. Αυτό είναι το κριτήριο της ανασύστασης του ΠΑΣΟΚ.
Αυτός ο φορέας λοιπόν θα πρέπει να ανασυσταθεί. Η ανασύσταση του Κινήματός μας οφείλει να είναι προϊόν αναγεννητικής διαδικασίας. Ρωτάνε “τι είναι αυτό που μπορούμε να κάνουμε”; Λέγαμε παλιά επανίδρυση, ανασυγκρότηση, ανασύσταση, ανασύνταξη, όλα αυτά. Εξαντλήσαμε τις λέξεις γιατί δεν τις κάναμε πράξεις.
Λέει να διαλυθεί και να προχωρήσει. Όχι, η ελληνική γλώσσα έχει μια λέξη που έχει σημαδέψει την ιστορία της ανθρωπότητας, αναγέννηση.
Αναγέννηση σημαίνει θάνατος και γέννηση ξανά, από την ίδια μήτρα αξιών, με νέα ταυτότητα, σε νέα εποχή, με νέες δυνάμεις, με νέους στόχους, με νέες ιδέες.
Δεν είναι το θέμα το όνομα, τα σύμβολα. Και αυτά να τα συζητήσουμε αλλά είναι δευτερεύοντα στοιχεία. Η μεγάλη προοδευτική και δημοκρατική παράταξη πρέπει με τις πράξεις της, τις ιδέες της και τις καινούριες της επεξεργασίες να ανταποκριθεί στα αιτήματα των καιρών.
Είναι άλλη η εποχή τώρα, δεν είμαστε στην εποχή του διπολισμού. Όταν έβρισκε τα σκούρα ο Παπανδρέου πήγαινε στη Ρωσία, στο Γιαρουζέλσκι έφτασε. Όταν έβρισκε την ανάγκη και πιεζόταν από τις εξελίξεις, έλεγε όχι για τα μεσογειακά ολοκληρωμένα προγράμματα, έβαζε βέτο για τα μεσογειακά ολοκληρωμένα προγράμματα, αλλά μπορούσε να έχει και εναλλακτικές επιλογές.
Όταν έκανε το κίνημα της ειρήνης υπήρχε τρίτος κόσμος που είχε δύναμη στο παγκόσμιο σκηνικό. Τότε όλη η αλλαγή στον ευρωπαϊκό Νότο από τα σοσιαλιστικά κόμματα έγινε διαμέσου του κράτους. Αυτό άλλαξε το παντοδύναμο κράτος, που είχε ακόμα την εξουσία στα χέρια του απέναντι στην οικονομία, να διαμορφώνει τους οικονομικούς και κοινωνικούς όρους.
Έτσι χτίσαμε τη μεσαία τάξη, έτσι κάναμε αγρότες στα χωράφια,  τους επιχειρηματίες ξενοδόχους, έτσι δώσαμε τη δυνατότητα ο δημόσιος υπάλληλος να νοιώθει ότι υπάρχει μέσα το κράτος να πάρει και τα προνόμιά του και όλα αυτά.
Τώρα δεν μπορεί να γίνει η αλλαγή διαμέσου του κράτους, το κράτος έχει αλλάξει ρόλο, είμαστε σε ένα ενιαίο σύστημα, σε μια παγκόσμια οικονομία, σε ένα διεθνές σύστημα, από το οποίο δεν μπορείς να πάρεις το κοντάρι, να καβαλήσεις ένα άλογο και να πολεμήσεις τους ανεμόμυλους, όπως ο Δον Κιχώτης. Τώρα η δουλειά είναι διαφορετική, πρέπει να ξαναγυρίσουμε στο ιδιωτικό, πρέπει να ξανανιώσει ο άνεργος ότι είναι στην εμπροσθοφυλακή του αγώνα και της δικιάς μας έγνοιας. Πρέπει να δουλέψει η παράταξη για αυτόν που δεν έχει δουλειά, που δουλεύει εποχιακά και μόνο πάνω από δέκα ώρες την ημέρα και παίρνει μόνο 200 ευρώ. Γι΄ αυτόν λοιπόν πρέπει να δουλέψει η παράταξη αυτή την εποχή, να αναζητήσουμε τις κοινωνικές μας αναφορές, να ξανανοίξουμε ένα δίαυλο επικοινωνίας με τη νέα γενιά. Είναι αμαρτία ο μισός ελληνικός πληθυσμός να μην ακούει τι λέμε. Αμαρτία.  Δεν έχει μέλλον αυτή η πατρίδα με τον μισό ελληνικό πληθυσμό κάτω από 40 χρονών να μην ακούει τι λέμε, ενώ θα έπρεπε να είναι στην εμπροσθοφυλακή του αγώνα.
Κι όταν μιλάμε για ανανέωση, δεν πρέπει να μιλάμε με έναν τρόπο μηχανιστικό, ανανέωση σημαίνει συλλογική αξιολόγηση, δημοκρατική νομιμοποίηση, δεν είναι φύγε εσύ έλα εσύ. Ανανέωση σημαίνει ότι η κοινωνία βγάζει από μέσα της τις ζωντανές της δυνάμεις.
Πως θα υπάρξουν ζωντανές δυνάμεις αν συνεχίσουμε να είμαστε αρχηγικό κόμμα, αν δεν ξανανοίξουμε πολιτικό διάλογο, αν δε δώσουμε τη δυνατότητα στη βάση μας,  στην κοινωνία να μπει σε αυτή τη συζήτηση και να διαμορφώσει την ταυτότητα και τη φυσιογνωμία μας; Πως θα γίνουμε ένα κόμμα ξανά της κοινωνίας;
Αυτό είναι το ερώτημα που έχουμε να λύσουμε και πρέπει αυτό να το κάνουμε πάση θυσία και θα το κάνουμε με επιστροφή στη βάση. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος, μην ακούτε. Είμαι εκλεγμένος Βουλευτής με τη δική σας τιμητική ψήφο, που μου δείχνει εμπιστοσύνη τόσα χρόνια.
Λοιπόν, ο Σκανδαλίδης πρέπει να πάει στην ομάδα πρωτοβουλίας του Α΄ Διαμερίσματος που ανήκει και να εκλεγεί για το Συνέδριο. Όχι να πάει διορισμένος, πρέπει να τον εκλέξει η βάση για το Συνέδριο. Αυτό πρέπει να γίνει από τη Δευτέρα το πρωί. Αν δε γίνει αυτό, δεν έχουμε τύχη.
Ξέρετε τα κόμματα πεθαίνουν πολλές φορές. Πεθαίνουν όταν κλείσουν έναν ιστορικό κύκλο. Θα ήταν τεράστιο κρίμα, εμείς που δεν έχουμε κλείσει τον ιστορικό μας κύκλο, που και σήμερα νοιώθουμε τη μοναξιά της προοδευτικής δύναμης απέναντι στους συντηρητικούς δεξιούς και αριστερούς, να μην έχουμε τη δύναμη να υπερβούμε τον εαυτό μας, να αναγεννηθούμε.
Θα ανοίξουν οι πόρτες για την πρωτοβουλία της βάσης, θα δεχτούμε με χαρά νέους ανθρώπους, θα τους δώσουμε πρωτοκαθεδρία, θα ηγηθούν της προσπάθειας, θα πρέπει να ξανανιώσουν εμπιστοσύνη ότι υπάρχει ένας φορέας που τους νοιάζεται. Θα σταματήσουμε όλους αυτούς τους διαχωρισμούς που προέκυψαν από τον κρατισμό και τον κυβερνητισμό μας, που μοιράσαμε το κόμμα μας σε συντεχνίες, σε συνδικάτα, σε ξεχωριστούς, σε νεολαία ξεχωριστή, σε όλα αυτά που όλοι δεν έκαναν τίποτα άλλο παρά να διεκδικούν μερίδιο στην κομματική εξουσία.
Να ξαναενωθούν οι δυνάμεις με την επαναστατική επιλογή της αυτο-οργάνωσης του ΄74 μέσα στη βάση της κοινωνίας, στο Δήμο, στη Δημοτική Ενότητα, όλων των περιοχών της χώρας. Και αυτοί που θα μπουν σε αυτό το διάλογο, να εκλέγουν αντιπροσώπους για το Συνέδριο, να φτιάξουν όργανα συντεταγμένα, το δικό τους καταστατικό συνέδριο και εκεί τα συζητάμε όλα.
Και αφού το αποφασίσουμε και φτιάξουμε τα όργανά μας, θα ανοίξουμε τις πόρτες μας και θα πούμε στον ελληνικό λαό, είμαστε καινούριοι, αναγεννημένοι, όπως το έλεγε ο Σικελιανός στο «εμπρός βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω απ΄ την Ελλάδα».
Άρα και τελειώνω η ταυτότητά μας είναι σαφής: Ευρωπαϊκό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, σύγχρονη σοσιαλδημοκρατία με εναλλακτική πρόταση ριζοσπαστική απέναντι στην καταστροφική εξέλιξη της οικονομικής κρίσης και της κυριαρχίας των συντηρητικών δυνάμεων της Ευρώπης. Κοινωνική αναφορά στις παραγωγικές εκσυγχρονιστικές και πολιτισμικές δυνάμεις του τόπου.
Η Ελλάδα της παραγωγής θα γίνει η προμετωπίδα μας, απέναντί μας θα έχουμε κάθε παρασιτισμό, κάθε παραοικονομία, κάθε διαφθορά και πρέπει να αυτοκαθαρθούμε για να δώσουμε αυτή τη μάχη, γιατί πολλοί απ΄ αυτούς έφυγαν σαν τα ποντίκια και όσοι έχουν μείνει και θέλουν να επιμείνουν σε μια τέτοια πολιτική δεν πρέπει να βρουν θέση στις γραμμές μας.
Και βέβαια ένας σύγχρονος θεσμός, κόμμα συλλογικό, που συναποφασίζει σε όλα τα επίπεδα, που έχει διαδικασίες, που έχει λειτουργίες, που κάνει συνέδρια, που παίρνει αποφάσεις με μειοψηφίες και πλειοψηφίες, που πριν να συζητήσει ποιον θα εκλέξει Βουλευτή ή Δήμαρχο συζητάει ποιες είναι οι προϋποθέσεις, ποιοι είναι οι στόχοι, ποιο είναι το πρόγραμμα και ποια τα πρόσωπα που βγαίνουν ανοιχτά να υποστηρίξουν την υποψηφιότητά τους, για να μπορεί στη συνέχεια να κρίνει ο λαός ποιος είναι αυτός που μπορεί να τον εκπροσωπήσει καλύτερα. Και όχι οι φίλοι των Βουλευτών, των Δημάρχων, των συνδικαλιστών και όλων των άλλων αξιωματούχων του κόμματος. Των Βουλευτών λέω πρώτων, διότι οι Βουλευτές είναι αυτοί που ουσιαστικά καθορίζουν την πολιτική ατζέντα και τη θεσμική συγκρότηση της Δημοκρατίας.
Άρα, άμεση εδώ και τώρα επιστροφή στην κοινωνία, στη βάση της παράταξης, χωρίς ενδιάμεσους, χωρίς μεσολαβητές, χωρίς αντιπροσώπους, απαλλαγμένοι οριστικά από τον κυβερνητισμό και τον κρατισμό μας, ενάντια στον δεξιό και αριστερό λαϊκισμό, με αίσθημα πατριωτικής και κοινωνικής ευθύνης, με πρόταγμα τη μάχη, συγκεκριμένη οραματική προοδευτική πρόταση για οριστική υπέρβαση του μνημονίου που οδηγεί στην αυτοδύναμη Ελλάδα.
Η Κυριακή είναι η αρχή. Το ΠΑΣΟΚ θα μείνει όρθιο. Ισχυρό ΠΑΣΟΚ καταλύτης στις εξελίξεις. Η επόμενη μέρα δε θα είναι μία μέρα δύσης του ήλιου, θα είναι ακόμα ένα χάραμα στην ιστορία της χώρας.
Εσείς με την παρουσία σας μπορείτε να το εγγυηθείτε και όλοι μαζί να δώσουμε τη μάχη για να νικήσουμε σε πείσμα των καιρών. Να νικήσουμε για την ιστορική καταξίωση, για τις ιδέες και τα οράματά μας.
Όλοι στον αγώνα και στη νίκη. Θέλουμε δεύτερο Βουλευτή στην Αθήνα. Θέλουμε μεγάλο ποσοστό, να περάσουμε το 13% και το 15%, να τους αποδείξουμε ότι κάνουν λάθος όταν νομίζουν ότι μπορούν να εξαφανίσουν αυτή τη μεγάλη δύναμη της μεταρρύθμισης και της αλλαγής.
Εμπρός λοιπόν στον αγώνα και στη νίκη.

This Post Has 0 Comments

Αφήστε μια απάντηση

Back To Top
×Close search
Search