Άρθρο Κ. Σκανδαλίδη στην εφημερίδα «Παρασκευή +13»
Αναγκάστηκα να συγγράψω το «Εγχειρίδιο Εφαρμογής του Εκλογικού νόμου» γιατί η συζήτηση εδώ και μήνες έπαιρνε λάθος δρόμο. Σύγχυση, ανασφάλεια και ελλιπής γνώση ήταν κακός σύμβουλος και φορέας απαξίωσης ενός νομοθετικού πλαισίου που είναι πολύ απλό και καθαρό.
Ο ισχύων εκλογικός νόμος είναι ο αναλογικότερος, ο δικαιότερος, ο αντιπροσωπευτικότερος που είχαμε ως τώρα.
Κι αυτό γιατί:
1. Συνδυάζει τη σταθερή διακυβέρνηση με την υψηλότερη δυνατή αναλογικότητα
2. Επιτρέπονται και ενισχύονται οι προγραμματικές συγκλίσεις και συνεργασίες προεκλογικά και στο ενδεχόμενο μιας έντονα πλουραλιστικής Βουλής διευκολύνοντας οι κυβερνητικές συμπράξεις.
3. Με τον τρόπο κατανομής των εδρών εξαλείφονται οι καραμπόλες, οι σκοτεινές και δαιδαλώδεις ρυθμίσεις, οι πολύπλοκοι υπολογισμοί, το παιχνίδι με τις έδρες ανά την επικράτεια.
Πιο συγκεκριμένα:
Σε ότι αφορά την αυτοδυναμία το πρώτο κόμμα για να πάρει 151 έδρες πρέπει να έχει ένα ποσοστό από 40,5 έως 42% περίπου στην περίπτωση που τα εκτός Βουλής κόμματα δεν συγκεντρώνουν πάνω από 2% πράγμα σπάνιο στις εκλογικές αναμετρήσεις. Αν το ποσοστό μεγαλώνει τόσο κατεβαίνει το κατώφλι της αυτοδυναμίας. Η ρύθμιση είναι εξαιρετικά δημοκρατική και ταυτόχρονα διασφαλίζει σταθερή κυβέρνηση. Γιατί θα έπρεπε ένα κόμμα που παίρνει κάτω από 40% να σχηματίζει μόνο του Κυβέρνηση;
Σε ότι αφορά την αναλογικότητα ψήφων και εδρών το σύστημα προσεγγίζει τόσο στη μέθοδο κατανομής των εδρών όσο και στο ποσοστό που παίρνει κάθε κόμμα την απλούστερη αναλογική. Όλα τα κόμματα διασφαλίζουν έδρες σε αναλογία που υπερβαίνει το 88% σε σχέση με τις ψήφους τους. Ουδέποτε υπήρξε τόσο αναλογικός νόμος. Παράλληλα αποκαθιστώνται κραυγαλέες ανισότητες και αδικίες. Πριν απ’ όλα κανένα κόμμα δεν χάνει σε καμία περίπτωση έδρα που έχει κερδίσει με βάση το μέτρο. Όσες φορές αυτό χωρά στον αριθμό των ψήφων του σε κάθε εκλογική περιφέρεια τόσες έδρες πηγαίνουν σ’ αυτό κατ’ αρχήν. Μοιράζονται στην συνέχεια μόνο οι αδιάθετες.
Σε ότι αφορά την κατανομή των εδρών ο συνολικός αριθμός του για κάθε κόμμα εξαρτάται αποκλειστικά από το πανελλαδικό του ποσοστό και όχι από την κατανομή των ψήφων του στις εκλογικές περιφέρειες. Έτσι ο αριθμός των εδρών κάθε νομού και η διάρθρωση τους σε κάθε περιφέρεια δεν αποτελεί πρόβλημα για κανένα κόμμα. Το σύστημα εξ υπαρχής και μόνο γι’ αυτό το λόγο γίνεται ανοιχτό, απλό, καθαρό, λειτουργικό. Εξ άλλου με την κατανομή των αδιάθετων που ξεκινά από το μικρότερο προς το μεγαλύτερο κόμμα επιτυγχάνεται η μέγιστη δυνατή διασπορά των μικρών κομμάτων στις εκλογικές περιφέρειες αυξάνοντας έτσι την εμβέλεια και την αντιπροσωπευτικότητα τους.
Σε ότι αφορά τις αυξομειώσεις εδρών κατά εκλογική περιφέρεια ανάμεσα στα κόμματα κι επειδή πολύς θόρυβος γίνεται από την εφαρμογή του νόμου στις εκλογικές αναμετρήσεις από το 1993 μέχρι το 2004 συνάγονται τρία συμπεράσματα.
Πρώτο, ότι κανένα πλην του πρώτου δεν έχει απώλεια που ξεπερνούν τις δυο έδρες όσο μεγάλη και αν είναι η περιφέρεια. Κατά κανόνα χάνει το πολύ μια έδρα.
Δεύτερο, το κέρδος των εδρών στα μικρά κόμματα αφορά κυρίως τις πολυεδρικές περιφέρειες εκτός από τις περιπτώσεις που η δύναμη τους συγκεντρώνεται σε ένα νομό όπως π.χ. το ΚΚΕ στη Λέσβο.
Και τρίτο, η τελική κατανομή τόσο συνολικά όσο και κατά περιφέρεια δεν εξαρτάται από διαφορές ανάμεσα στα κόμματα αλλά από τυχαία κατανομή των υπόλοιπων του ίδιο κόμματος. Άρα είναι τυχαία, δεν υπακούει σε κεντρικούς κανόνες.
Ωστόσο κι ενώ ο νόμος είναι ο καλύτερος που έχει ισχύσει τις τελευταίες δεκαετίες γιατί εξισορροπεί δημοκρατικότερα τα πράγματα και ανοίγει το «πολιτικό παιχνίδι» δεν δίνει οριστική και ριζική λύση στο πρόβλημα της αντιπροσώπευσης που στις μέρες μας έχει πάρει μεγάλες διαστάσεις. Ο Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ στις προσωπικές τους δεσμεύσεις – εγγυήσεις που παρουσίασε τις προηγούμενες μέρες σε περίοπτη θέση έχει τη ριζική αλλαγή του εκλογικού συστήματος στο σύνολο του.
Γι’ αυτή την αλλαγή θα ήθελα να πω την προσωπική μου θέση. Είναι γνωστό στο πανελλήνιο ότι είμαι θερμός θιασώτης ενός εκλογικού συστήματος ισχυρά αναλογικού, με μικτό σύστημα εκλογής και σε μονοεδρικές ή στη χειρότερη περίπτωση ολιγοεδρικές εκλογικές περιφέρειες και θεσμοθέτηση βουλευτών στην ευρύτερη περιφέρεια με παράλληλη κατάργηση των βουλευτών επικρατείας. Μια εκδοχή με παραλλαγή του λεγόμενου «γερμανικού συστήματος». Είναι μια πρόταση που ενισχύει την αυτονομία της πολιτικής από τα οικονομικά συμφέροντα. Κατοχυρώνει την πλήρη διαφάνεια στα δημόσια πράγματα. Διαμορφώνει μια νέα πιο αυθεντική σχέση ανάμεσα στον πολίτη και την πολιτική. Διασφαλίζει θεσμικά την ανανέωση στην πολιτική ζωής της χώρας. Διευκολύνει τις ευρύτερες δυνατές πολιτικές και κοινωνικές συναινέσεις. Μια πρόταση που αποτελεί θεμελιώδη συμβολή στην ποιότητα της Δημοκρατίας . Έχω ισχυρή πεποίθηση ότι αυτή η πρόταση, που αποτελεί τομή εξόδου από την κρίση και την απαξίωση του πολιτικού συστήματος, είναι σήμερα περισσότερο επίκαιρη παρά ποτέ.
Είναι, όμως, ακόμη πιο γνωστό ότι η πρόταση που κατέθεσα και προωθούσε αυτή την εκδοχή κάτω από τις δεδομένες συνταγματικές δεσμεύσεις ψηφίστηκε τελικά «κολοβή». Η Βουλή δεν δέχτηκε το μικτό σύστημα, τη θέσπιση των βουλευτών περιφέρειας, την διπλή κάλπη, την κατάτμηση των μεγάλων περιφερειών. Επιλογές που θα άνοιγαν διάπλατα το δρόμο για την εφαρμογή στην επόμενη φάση της πρότασης.
This Post Has 0 Comments