Περί Βλακείας
Το σκέφτηκα πολύ πριν πω το ναι στην πρόταση να γράψω περί βλακείας. Το θέμα αυτό καθ’ αυτό είναι επικίνδυνο, παραπέμπει στην ντρίπλα. Να μην είσαι ο εαυτός σου. «Γιατί, βλέπεις, είναι οι άλλοι και δεν μπορεί εσύ χωρίς αυτούς και δεν μπορεί αυτοί χωρίς εσένα» όπως έγραφε ο Οδυσσέας Ελύτης στο «Άξιον Εστί». Ποιος εαυτός σου, όμως; Βρίσκεσαι μπροστά σε δύο δρόμους. Εγώ, από τη σκοπιά μου, ο υποθετικά έξυπνος για τους βλάκες; Ή εγώ, από τη σκοπιά πολλών άλλων, ο υποθετικά βλάκας για τη βλακεία; Γιατί τελικά είναι η σκοπιά από την οποία βλέπεις και περιγράφεις τα πράγματα που σχεδόν πάντα έχουν δύο όψεις τουλάχιστο. Κάτι σαν απάντηση στο αιώνιο ερώτημα του Σαίξπηρ: «Να ζει κανείς ή να μη ζει;» που απασχολεί διαχρονικά την ανθρωπότητα. Ερώτημα μεγαλοφυές στην απλότητά του και την υπαρξιακή αγωνία του ή βλακώδες στην ταυτοσημία του και την αυτονόητη αλήθεια του;
Και η βλακεία είναι διαχρονική. Είτε είναι φυσική, είτε είναι επίκτητη, είτε είναι ατομική, είτε είναι συλλογική, είτε είναι βλακεία της σκοπιμότητας, της γνώσης, της επιπολαιότητας ή και της αγαθότητας δύσκολα μπορεί κανείς να αρνηθεί τη δύναμή της ή ν’ αντισταθεί στη βαρύτητα της, στο διάβα της ιστορίας και των πραγμάτων, στο ασήμαντο ή μοναδικό μας πλανήτη. Κάποιοι είπαν ότι η βλακεία ιστορικά είναι αήττητη γιατί η αθροιστική δύναμη των βλάκων είναι ασυναγώνιστη. Μπορείς να το διαψεύσεις εμπειρικά; Κάποιοι άλλοι επιχείρησαν να την ορίσουν ως το άπειρο μέγεθος με την υποσημείωση ότι «αν θες να ιχνηλατήσεις την έννοια του άπειρου σκέψου την ανθρώπινη βλακεία». Μπορείς να το διαψεύσεις επιστημονικά; Κάποιοι πολύ χειρότερα, ούτε είπαν, ούτε επιχείρησαν, απλών αποφάσισαν να φορτώσουν και να χρεώσουν ολόκληρα έθνη με βλάκες ηγεμόνες, γραφειοκράτες, λογοκριτές, χωροφύλακες και κολονέλους. Μπορείς να το διαψεύσεις ιστορικά;
Πάω και πιο πέρα. Η φτωχή μου γνώση και αντίληψη της ιστορίας αλλά και τα προσωπικά μου βιώματα στην πολιτική μου αποδεικνύουν με πολλή σαφήνεια το ιστορικά ασαφές και επιφανειακά παράδοξο : Ότι δηλαδή η βλακεία μιας εποχής μπορεί να είναι εξυπνάδα μιας άλλης. Θα μου πείτε, τετριμμένα και κοινότυπα πράγματα για τη σχετικότητα ή και αυτονόητα στη μερικότητα τους. Επιμένω. Δεν είναι εξυπνακισμός. Μπορεί να είναι άπειρη βλακεία στη σχετικότητα της και στις συνθήκες που διεξάγεται ή εκφέρεται, μπορεί η ίδια να είναι μεγαλοφυής και οραματική για το πεδίο αναφοράς άλλων, συνήθως μεταγενέστερων, συνθηκών. Δεν υπήρξαν εποχές που το δίλημμα του Σαίξπηρ διακωμωδείται κι άλλες που εξυμνείται;
Αρκετά, όμως, με την ντρίπλα που επιχείρησα με όχημα την ιστορία. Ας έρθω στο δυσκολότερο. Το προσωπικό μου βίωμα. Στο χώρο μου. Στην πολιτική. Κατ’ αρχή η πολιτική είναι ο χώρος που η βλακεία ως πράξη ξεφεύγει από μια ατομική υπόθεση, γενικεύεται και το χειρότερο μπορεί και να γίνει πλοηγός στην ιστορία. Είναι δαχτυλοδειχτούμενη και έχει πολύ πρακτικές συνέπειες. Ίσως μόνο, εσχάτως, στο χώρο των μέσων μαζικής επικοινωνίας και δη στον οπτικοακουστικό κόσμο μας που δημιουργεί η παντοδύναμη εικόνα να είναι πιο δαχτυλοδειχτούμενη αν και οι συνέπειες δεν είναι τόσο άμεσες, ενσταλάζονται βαθμιαία στο αίμα του ζωντανού μας πολιτισμού.
Συνάντησα τη βλακεία στον «φανατικό». Στον «κολλημένο» όπως θα ‘λεγε ένας νεαρός. Η φανατική προσήλωση σε ιδέες και οράματα, σε μεταφυσικές δοξασίες, σε τελεολογικούς στόχους είναι κινητήρια δύναμη της ιστορίας αν συνδέεται λογικά με τα πράγματα της εποχής. Το ζήτημα είναι όταν ξεφεύγει απ’ αυτά. Όταν οι ιδέες γίνονται βραχνάς στο λαιμό και κουβάρι στον εγκέφαλο και εμποδίζουν ζωντανές λειτουργίες του οργανισμού όπως η αιμάτωση και η αναπνοή.
Ογκόλιθος αντίστασης ο βλαξ ο «φανατικός».
Συνάντησα τη βλακεία στον «κουτοπόνηρο». Που κλείνει το μάτι ενώ τον βλέπουν ότι αλληθωρίζει. Που κουβαλά αιώνες εθελοδουλείας συμπυκνωμένους στην ύπαρξή του. Που μηχανεύεται πλεκτάνες στο φως της μέρας για να δώσει υπόσταση στην ύπαρξή του, όγκο στο ανύπαρκτο βάρος του, κύρος στην έτσι κι αλλιώς απαξιωμένη παρουσία του.
Ένας κατσαπλιάς ο βλαξ ο «κουτοπόνηρος».
Συνάντησα τη βλακεία στον «πορφυρογέννητο». Αυτόν που τον έραναν οι μοίρες, που τον γέννησαν κάποιοι ξεχωριστοί, που τον υπέθαλψαν νεράϊδες, που τον νανούρισαν σειρήνες για να σώσει εκ καταγωγής τους άλλους, τους γύρω του, τους συντοπίτες του, τους ομοϊδεάτες του, τους συμπατριώτες του, τη χώρα, τον κόσμο. Κι ας είναι ανίκανος να σώσει τον ίδιο του τον εαυτό.
Ένας έλληνας αριστοκράτης, ένας ρωμαίος συγκλητικός, ένας λόρδος στην βρετανική αυτοκρατορία, ένας δικτάτορας γαλαζοαίματος, ο βλαξ ο «πορφυρογέννητος».
Συνάντησα, τέλος τη βλακεία στον «έχοντα το ακαταλόγιστον». Αυτόν που υπάρχει παντού και πάντα, που φέρνει στο πρόσωπό του θεϊκό σημάδι, που ξεχωρίζει σαν τη μύγα μες στο γάλα. Ας πούμε τον Ευθυμιάδη στην αριστουργηματική ελληνική ταινία «Ένας βλάκας και μισός» που αφού ζητά από το δικαστήριο να τον καταδικάσει στρέφει το βλέμμα προς τα πάνω και αναφωνεί :»Κι εμείς Θεέ μου πλασματάκια δικά σου είμαστε, προστάτεψέ μας». Ένα πλάσμα του Θεού ο βλαξ ο «έχων το ακαταλόγιστον».
This Post Has 0 Comments