Ομιλία στη Βουλή για τη Συνταγματική Αναθεώρηση
Ένα παρεμπίπτον σχόλιο:
Επειδή είναι της μόδας τελευταία οι νεολογισμοί και σήμερα ζήσαμε την υπόθεση ενός παρεμπίπτοντος ζητήματος θα μου επιτρέψετε να ξεκινήσω με ένα παρεμπίπτον σχόλιο. Ας αποφασίσει ο κ. Φάμελος που εκτιμά ότι δεν θα εκλέξουμε κανένα βουλευτή και ο κ. Τσίπρας που πιστεύει ότι «συνεννοηθήκαμε» με τη ΝΔ να εκλέξουμε μαζί 180 βουλευτές για τον επόμενο Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τι από τα δύο ισχύει. Εν πάση περιπτώσει, όταν αναφέρεστε σε μια παράταξη με αυτό το εύρος αυτή τη ρίζα, αυτή την αντοχή και με αυτή τη διαδρομή να έχετε περισσότερο σεβασμό. Και να ξέρετε ότι πάντοτε ισχύει ο στίχος του ρεμπέτικου άσματος «απ’ τα ψηλά στα χαμηλά κι απ’ τα πολλά στα λίγα», ιδιαίτερα για τους προσωρινούς και ευκαιριακούς.
Κυρίες και Κύριοι Συνάδελφοι,
Δε σας το κρύβω. Προβληματίστηκα πολύ αν μετά από τριάντα σχεδόν χρόνια συνεχούς παρουσίας στη Βουλή θα έπρεπε να πάρω το λόγο. Όλα πια σ’ αυτή τη χώρα έχουν γίνει παίγνιο πολιτικών σκοπιμοτήτων σε ένα κλίμα πλήρους ευτελισμού, κλίμα ρευστοποίησης του πολιτικού ήθους, των αρχών και αξιών, που θα έπρεπε να διέπουν τη δημόσια ζωή
Κι όμως…
Συζητάμε το κορυφαίο ζήτημα των καιρών που ζούμε, το ζήτημα τη σύγχρονης Δημοκρατίας.
Το πώς αυτή οργανώνεται και λειτουργεί στη χώρα μας εν μέσω μιας πολλαπλής κρίσης. Κρίση της πολιτικής, κρίση των θεσμών κρίση των πρακτικών της διακυβέρνησης. Δεν θα μιλήσω ως εκπρόσωπος ενός κόμματος ούτε ως φορέας μιας προοδευτικής πολιτικής γραμμής.
Θα μιλήσω με την ιδιότητα που μου απονέμει το Σύνταγμα , του εθνικού αντιπροσώπου. Οι απόψεις μου συμφωνούν με την πρόταση της παράταξης μας στο σύνολο της. Θα μου επιτρέψετε, όμως, να τονίσω κάποιες προσωπικές διαστάσεις που είναι καρπός της πολύχρονης παρουσίας μου σ’ αυτή την αίθουσα.
Έχω ισχυρή την πεποίθηση ότι η πολιτική κρίση στη χώρα μας προϋπήρχε της οικονομικής. Ότι η κρίση των θεσμών προηγήθηκε της κρίσης του χρέους και των ελλειμμάτων. Ότι το πολιτικό σύστημα στο σύνολο του φάνηκε ανίκανο να υπερβεί και να μετασχηματίσει τις παθογένειες που το ίδιο δημιούργησε. Και ότι αυτό βρίσκεται σε ευθεία συνάρτηση με το χρόνο το μακρόσυρτο της κρίσης και το κόστος που πλήρωσαν η χώρα και ο λαός γι’ αυτό.
Κι όμως..
Όλοι σχεδόν σ’ αυτή την αίθουσα ορκιζόμαστε ο καθένας με τον τρόπο του και τα επιχειρήματα του ότι ήλθε το τέλος της Μεταπολίτευσης. Κάτι που κάποιοι από εμάς το διατυμπανίζαμε από τα μέσα της δεκαετίας του ’90. Ότι η δημοκρατία μας και οι θεσμοί της χρειάζονται γενναίες αλλαγές και μεταρρυθμίσεις συντακτικού τύπου για να ανοίξει πραγματικά ένας νέος ιστορικός κύκλος.
Η συνταγματική αναθεώρηση αφ’ εαυτού της συνιστούσε μια ιστορική ευκαιρία. Μέσα από τις προτάσεις που κατέθεσαν Κυβέρνηση και Αξιωματική Αντιπολίτευση εμφανίζονται πολλές δεκάδες άρθρα και διατάξεις υπό αναθεώρηση που καλύπτουν όλη σχεδόν την ύλη του Συντάγματος. Άλλες για να γίνουν αρεστές στο δημόσιο αίσθημα, άλλες για να εξυπηρετήσουν πολιτικές και εκλογικές σκοπιμότητες και κάποιες ώριμες συμπληρώσεις, αλλαγές και βελτιώσεις που θα μπορούσαν να βρουν σύμφωνη τη συντριπτική πλειοψηφία των βουλευτών.
Η θέση που υποστηρίζω είναι ότι αυτές οι προτάσεις αντανακλούν σε μια πολιτική οριακών αλλαγών και βελτιώσεων. Σε καμία περίπτωση δεν συνιστούν πρόταση ρηξικέλευθη και υπερβατική αντάξια των σημερινών περιστάσεων. Δείτε για παράδειγμα τα θέματα που απασχολούν το δημόσιο διάλογο εδώ και χρόνια και έγιναν αντικείμενο διαρκούς αντιπαράθεσης. Αναφέρομαι στο άρθρο 3 για τη σχέση Κράτους – Εκκλησίας, στο 16 για τα Πανεπιστήμια, στο 24 για το Περιβάλλον, στο 32 για την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας και στο 86 για την ευθύνη των υπουργών. Αν εξαιρέσει κανείς το τελευταίο που εμφανίζει γενική συναίνεση για εντελώς οριακή πάντως βελτίωση στα υπόλοιπα δεν υπάρχει ουσιαστικά συναίνεση. Στη δε διαδικασία και τον τρόπο εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας, ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ τοποθετούνται καθαρά στο όνομα των συγκυριακών επιδιώξεων τους παίζοντας υποκριτικό παιχνίδι. Προφανώς είναι εξαιρετικά δύσκολο αν όχι αδύνατο κάποιο από αυτά τα άρθρα πλην του 86 να ψηφιστεί αναθεωρητέο από την επόμενη Βουλή. Δηλαδή ανέγγιχτα παραμένουν βασικά και διαχρονικά προβλήματα.
Το πρόβλημα δεν εξαντλείται στα χρονίζοντα θέματα. Το χειρότερο είναι ότι ζητήματα κρίσιμα που αναπαράγονται ως προβλήματα και δυσλειτουργίες του πολιτεύματος, είτε είναι απότοκος των ραγδαίων εξελίξεων που φέρνουν καταλυτικές αλλαγές στην κοινωνική οργάνωση αφέθηκαν έξω από τη προβληματική της αναθεώρησης. Είτε είναι ζητήματα που επιτρέπουν στην εκτελεστική εξουσία να αυθαιρετεί σε όλα τα επίπεδα. Είτε είναι ζητήματα που προβάλλουν αξεπέραστα εμπόδια στη σχέση της πολιτικής του κράτους με τον πολίτη. Είτε είναι ζητήματα που εμποδίζουν τη δυνατότητα ανάπτυξης και τη δικαιότερη κατανομή του παραγόμενου πλούτου. Είτε είναι ζητήματα τέλος που υποβαθμίζουν τη συμμετοχή των πολιτών στη ζωή της Δημοκρατίας.
Επιγραμματικά θα μπορούσα να αναφέρω:
Πρώτο, την αναζήτηση μιας πιο αρμονικής ισορροπίας ανάμεσα στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και την εκτελεστική εξουσία. Κανείς πια δεν αμφισβητεί το πρωθυπουργικό μοντέλο του 1986. Όμως, θα μπορούσε να υπάρξει μια καλύτερη σχέση για παράδειγμα να μπορεί ο Πρόεδρος να ενεργοποιεί διαδικασίες εθνικής συνεννόησης. Να συγκαλεί δηλαδή το Συμβούλιο Αρχηγών.
Δεύτερο, ο έλεγχος της διαφάνειας για τους πολιτικούς. Δεν είναι η αποσβεστική ημερομηνία, ούτε η απλή αναστροφή στο ποιός κινεί τη διαδικασία. Μια ριζοσπαστική λύση θα ήταν διευρύνοντας το πλαίσιο προστασίας από την ενδεχόμενη αυθαιρεσία, να υπαχθούν οι πολιτικοί και οι κρατικοί λειτουργοί απ’ ευθείας στο φυσικό δικαστή όπως κάθε πολίτης και να ανατεθεί το «πόθεν έσχες» σε μια πραγματικά Ανεξάρτητη Αρχή συνταγματικά κατοχυρωμένη.
Τρίτο, στο πεδίο των θεμελιακών δικαιωμάτων των πολιτών δεν αρκούν οι οριακές βελτιώσεις. Υπάρχουν δικαιώματα που απαιτούν συμπλήρωση, διεύρυνση και αναδιατύπωση αλλά και νέα δικαιώματα τα λεγόμενα τρίτης γενιάς που απορρέουν από τις σύγχρονες εξελίξεις όπως είναι τα πανανθρώπινα, πολιτισμικά δικαιώματα, η απρόσκοπτη πρόσβαση στη δημόσια πληροφορία, το δικαίωμα στην αξιοπρεπή διαβίωση με σαφή υπόμνηση του ελάχιστου εισοδήματος και του ελάχιστου ορίου κοινωνικής ασφάλισης.
Τέταρτο, η επαναρρύθμιση και επαναδιατύπωση στο Σύνταγμα του ρόλου των μέσων μαζικής επικοινωνίας. Όχι μόνο ως επιχειρηματικού αγαθού με νόμιμες αξιώσεις ελεύθερου ανταγωνισμού αλλά και ως δημόσιας εξουσίας που οφείλει να είναι διαφανής και πλήρως συμβατή με τους κανόνες της δημοκρατικής νομιμοποίησης.
Πέμπτο, η αποκατάσταση της αντιστοιχίας ανάμεσα στην αναπτυξιακή, αντιπροσωπευτική διοικητική και οικονομική δομή της πολιτείας που σταματά οριστικά τους πειραματισμούς, τις αντιφάσεις και τη χειραγώγηση στη λειτουργία των θεσμών. Η θεσμική και ουσιαστική αναβάθμιση της τοπικής αυτοδιοίκησης με κατοχύρωση της οικονομικής αυτοτέλειας, της φοροδοτικής ικανότητας και της αναπτυξιακής αρμοδιότητας που την οριοθετούν με σαφήνεια ως θεσμό έκφρασης της «τοπικής αυτονομίας»
Έκτο, πεδίο αλλαγών ο τρόπος οργάνωσης, λειτουργίας ελέγχου των πολικών κομμάτων και η υιοθέτηση στο σύνταγμα θεσμών διαβουλευτικής δημοκρατίας
Το ερώτημα είναι σαφές:
Τέτοιες αλλαγές συντακτικού τύπου μπορούν να γίνουν χωρίς ευρύτερες συναινέσεις; Μπορούν να γίνουν με διαδικασίες fast – track; Μπορούν να γίνουν παραμονές των εκλογών; Η απάντηση είναι αυτονόητη. Όσες φορές η Αναθεώρηση επιχειρήθηκε χωρίς εθνική συνεννόηση κατέληξε σε μια ασήμαντη και περιθωριακή διαδικασία. Είναι δυνατόν να γίνει ουσιαστική συζήτηση σε λίγες εβδομάδες; Όταν μάλιστα ο Πρωθυπουργός και ο Αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης έχουν ξιφουλκήσει και πυροδοτήσει το κλίμα της συζήτησης ακυρώνοντας εκ των προτέρων κάθε διαδικασία συνεννόησης; Όταν το γαϊτανάκι της αντιπαράθεσης οδήγησε στο μοναδικό ερώτημα πως η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας θα ενταχθεί στους κομματικούς υπολογισμούς; Τα κουκιά πριν, τα κουκιά μετά!
Κι απέναντι: Μια κοινωνία κατακερματισμένη, αδιάφορη, αβέβαιη, ανασφαλής να αντιμετωπίζει την πολιτική ως ένα αναγκαίο κακό και τη Δημοκρατία ως ξένο με την ενεργό συμμετοχή της πολίτευμα.
Είναι η θρυαλλίδα της υπονόμευσής της, είναι το γόνιμο έδαφος να αναπτυχθούν ολοκληρωτικές αντιλήψεις και πρακτικές.
Αν πιστεύατε ότι σήμερα διεξάγεται μια συζήτηση κρίσιμη για τη συνολική πορεία του τόπου και της Δημοκρατίας θα ανοίγατε το κεφάλαιο Νέα Μεταπολίτευση στην αρχή της θητείας σας. Και σήμερα θα είχαμε ένα συμφωνημένο Σύνταγμα, καινούργιο, με αλλαγές συντακτικού τύπου, με ελάχιστες και υπαρκτές διαφορές που θα λύσει η επόμενη Βουλή με την ίδια σύνεση και σοβαρότητα, και όχι σε εμφυλιοπολεμικό κλίμα. Δεν με στεναχωρεί η αποτυχία σας. Με θλίβει ειλικρινά άλλη μια χαμένη ιστορική ευκαιρία στο κομπολόι των εθνικών αποτυχιών. Μια ιστορική ευκαιρία να αφήναμε το αποτύπωμα μας ώστε να αλλάξει σελίδα η χώρα και η πολιτική, να μπούμε επιτέλους στη νέα εποχή. Αντί γι’ αυτό είδαμε άλλη μια λογομαχία εις «ώτα μη ακουόντων» ανάμεσα στον απερχόμενο Πρωθυπουργό και στον επίδοξο διάδοχο του
Εμείς κάναμε το καθήκον μας. Προτείναμε από την αρχή να ξεκινήσει η διαδικασία, της Αναθεώρησης ως επείγουσα δημοκρατική και εθνική αναγκαιότητα. Επανήλθαμε ενδιάμεσα μετά την άρνηση σας να περισώσουμε τουλάχιστο το έλασσον. Σας προτείναμε ένα πλαίσιο μίνιμουμ συμφωνίας. Επιχειρήσαμε να δώσουμε έστω και τώρα ένα περίγραμμα των πραγματικών αλλαγών, που το περιέγραψε με σαφήνεια η Φ. Γεννηματά.
Δεν μας ακούσατε. Δυστυχώς για άλλη μια φορά είμαστε «φωνή βοώντος εν τη ερήμω»
Κρίμα!
This Post Has 0 Comments