skip to Main Content

Άρθρο για τον εκλογικό νόμο στην εφημερίδα ”Παρόν”

H επαναφορά της υπόθεσης του εκλογικού νόμου στο προσκήνιο από στελέχη της Ν.Δ και μάλιστα αυτή τη φορά μέσα ουσιαστικά σε προεκλογική περίοδο δείχνει ανάγλυφα τη νοοτροπία αλλά και το φόβο που διακατέχει την κυβερνητική παράταξη. Η αυτάρκεια που προκαλούσε η βεβαιότητα για εύκολη νίκη είναι παρελθόν. Η δημοσιότητα προτάσεων αντιφατικών μεταξύ τους που εισηγούνται στον Πρωθυπουργό τόσο για το χρόνο των εκλογών όσο και για τη σκοπιμότητα αλλαγής του εκλογικού είναι ενδεικτικό της αλλαγής που διαφαίνεται στο πολιτικό σκηνικό. Η Κυβέρνηση απώλεσε την πρωτοβουλία για πρώτη φορά στα χρόνια που κυβερνά.

 Το ΠΑΣΟΚ, πολύ σωστά, αρνείται κάθε συζήτηση για αλλαγή του εκλογικού νόμου τώρα ιδιαίτερα πριν την εφαρμογή αυτού που το ίδιο εισηγήθηκε και ψήφισε η Βουλή το 2003. Αυτό σημαίνει ότι αν η Ν.Δ ψηφίσει σ’ αυτή τη Βουλή μόνη της άλλο νόμο θα ισχύσει τη μεθεπόμενη φορά. Η θεωρία που ανέξοδα καλλιεργείται ότι μπορεί να πάρει τώρα μια μικρή αυτοδυναμία ή να έρθει πρώτο κόμμα χωρίς να συγκεντρώσει 151 βουλευτές και να προκηρύξει αμέσως μετά νέες εκλογές για να αποφύγει το βραχνά του ΛΑΟΣ είναι παιχνίδι με τους θεσμούς που κατά πάσα πιθανότητα θα γίνει μπούμερανγκ γι’ αυτήν. Έχω ισχυρή πεποίθηση ότι όλα αυτά είναι σπασμωδικές κινήσεις ή στην καλύτερη περίπτωση ασκήσεις επί χάρτου. Στο όνομα οποιασδήποτε σκοπιμότητας δεν μπορεί ένας Πρωθυπουργός να συναινέσει στην αλλαγή εκλογικού νόμου προτού καν εφαρμοστεί για πρώτη φορά.

Σε ότι αφορά την ουσία του εκλογικού νόμου πολλά έχουν γραφεί κυρίως από αναλυτές που δεν τον έχουν μελετήσει ή δεν τον γνωρίζουν καν και δεν μπαίνουν στον κόπο να τον μελετήσουν. Καλό θα ήταν να ενημερωθούν και μαζί μ’ αυτούς οι πολίτες ότι το εκλογικό σύστημα που ισχύει είναι απλό, λειτουργικό, καθαρό. Και επί πλέον ο εκλογικός νόμος είναι αναλογικότερος, αντιπροσωπευτικότερος, δικαιότερος που υπήρξε ως τώρα.

Πιο συγκεκριμένα, οι θεμελιακές αρχές πάνω στις οποίες στηρίζεται είναι σαφείς , απλές, διαφανείς:

Πρώτο:

Η κοινοβουλευτική δύναμη των κομμάτων πηγάζει αποκλειστικά από την εκλογική τους δύναμη στην επικράτεια, είναι εκ των προτέρων γνωστή με μόνη την ανακοίνωση του εκλογικού αποτελέσματος. Ο αριθμός των εδρών του κάθε κόμματος ή συνασπισμού κομμάτων προσδιορίζεται αποκλειστικά από το εθνικό του ποσοστό. Οι βουλευτικές έδρες στο σύνολό τους κατανέμονται αναλογικά, σε μια και μόνη κατανομή και εξαντλούνται στο επίπεδο της εκλογικής περιφέρειας.

Δεύτερο:

Συνδυάζει τη σταθερή διακυβέρνηση με την υψηλότερη δυνατή αναλογικότητα. Οι εκλογικοί σχηματισμοί εφόσον συγκεντρώσουν τουλάχιστον το 3% στο σύνολο της επικράτειας, εκλέγουν αριθμό βουλευτών που αναλογεί τουλάχιστον στο 87% της εκλογικής τους δύναμης. Το αντίστοιχο ποσοστό στον προηγούμενο νόμο είναι 70%. Για το λόγο αυτό 260 έδρες στο σύνολο των βουλευτικών εδρών συμπεριλαμβανομένων και των 12 εδρών του ψηφοδελτίου Επικρατείας κατανέμονται εξ ολοκλήρου και απολύτως αναλογικά ανάμεσα σε όλα τα κόμματα που εισέρχονται στη Βουλή.

Τρίτο:

 Η κυβερνητική σταθερότητα διασφαλίζεται απευθείας με την σταθερή ενίσχυση του πρώτου κόμματος με τις 40 υπολειπόμενες έδρες. Δεν προκύπτουν αυτές με τρόπο πολύπλοκο μέσα από τη διαδικασία δυο και τριών κατανομών. Με αυτό τον τρόπο η συγκρότηση κοινοβουλευτικής αυτοδυναμίας επιτυγχάνεται με σχετικά χαμηλό κατώφλι. Από το άλλο μέρος δεν μπορεί αδιακρίτως ποσοστού το πρώτο κόμμα να σχηματίζει αυτοδύναμη κυβέρνηση.

Τέταρτο:

Διευκολύνονται οι προγραμματικές συγκλίσεις και οι προεκλογικές συνεργασίες σε κυβερνητικό επίπεδο με την κατάργηση της διάταξης (άρθρο 9 παράγραφος 2) του προηγούμενου εκλογικού νόμου. Σύμφωνα με αυτή τη διάταξη τις έδρες της τρίτης κατανομής παίρνει το πρώτο κόμμα μόνο με την προϋπόθεση ότι είναι αυτοτελές και όχι συνασπισμός.

Πέμπτο:

Εξασφαλίζεται με τον τρόπο κατανομής των εδρών η διαφάνεια και η σαφήνεια σε όλες τις πτυχές του εκλογικού συστήματος. Αποφεύγονται σημαντικές αδικίες όπως το να ξεπερνά το εκλογικό μέτρο ένα κόμμα σε μια περιφέρεια και να μην εκλέγει βουλευτή. Δεν μεταφέρονται ψήφοι και έδρες από περιφέρεια σε περιφέρεια. Επιτυγχάνεται η καλύτερη και δημοκρατικότερη δυνατή διασπορά των εδρών κυρίως των μικρών κομμάτων. Διασφαλίζεται κατά το μέγιστο δυνατό η αποφυγή υπερβολών στην εξομάλυνση με την πρόταση των μονοεδρικών, διεδρικών και τριεδρικών περιφερειών.

Το μόνο επιχείρημα που επιστρατεύεται ουσιαστικά εναντίον του νόμου αυτού είναι η δυσκολία της αυτοδυναμίας και η βραδεία αύξηση της σε σχέση με την αύξηση του ποσοστού. Νομίζω ότι κάπου πρέπει να τεθεί ένα όριο στους λογικούς ακροβατισμούς. Γιατί μια Βουλή που μπορεί να έχει τέσσερα, πέντε ή ακόμη περισσότερα κόμματα να μην ευνοεί τις συμπράξεις και τις συγκλίσεις; Γιατί το πρώτο κόμμα πρέπει να παίρνει με 35% αυτοδύναμη κυβέρνηση καταργώντας ουσιαστικά κάθε έννοια δημοκρατίας και αντιπροσωπευτικότητας; Γιατί η σταθερότητα στη διακυβέρνηση να εξαρτάται μόνο από την αριθμητική δύναμη και όχι από την προγραμματική επάρκεια;

Ας φέρουμε για παράδειγμα εφαρμογής τη σημερινή διάταξη δυνάμεων. Αν η Βουλή είναι τριτοκομματική το κατώφλι της αυτοδυναμίας για το πρώτο κόμμα πέφτει στο 40% περίπου, με τετρακομματική στο 40,8%, με πεντακομματική ανεβαίνει σχεδόν στο 42%. Όσο για το μέγεθος της αυτοδυναμίας η εφαρμογή αυτού του νόμου στις εκλογές του 2004 θα έδινε στη Ν.Δ 45,36% 164 βουλευτές, στις εκλογές του 2000 στο ΠΑΣΟΚ με 43,80% 159, στις εκλογές του 1996 στο ΠΑΣΟΚ με 41,49% 154, στις εκλογές του 1993 στο ΠΑΣΟΚ με 46,88% 168. Που είναι, λοιπόν, η τόσο ασταθής κυβέρνηση;

Συμπερασματικά:

Αντί η Ν.Δ να αποφασίζει τι θα κάνει μετρώντας αγχωμένη καθημερινά τις δημοσκοπήσεις ας κάνει κάτι για τη χώρα που μοιάζει να μην έχει κυβέρνηση κι ας αφήσει τα τερτίπια του εκλογικού νόμου. Τις εκλογές τις κερδίζει η λαϊκή ψήφος που στον ισχύοντα νόμο βρίσκει την αυθεντικότερη δυνατή της διάσταση.

This Post Has 0 Comments

Αφήστε μια απάντηση

Back To Top
×Close search
Search