skip to Main Content

Ομιλία στη συζήτηση στη Βουλή στη συζήτηση για την κύρωση του Κρατικού Προϋπολογισμού 2012.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, θα ήθελα πριν ξεκινήσω την ομιλία μου να πω μια κουβέντα σε σχέση με την εικόνα της Βουλής.
Πιστεύω ότι μια κρίσιμη συζήτηση, όπως αυτή που κάνουμε αυτές τις μέρες για τον Προϋπολογισμό της χώρας, έναν Προϋπολογισμό που ουσιαστικά η εφαρμογή του, η υλοποίησή του θ’ αποτελέσει τον κρισιμότερο παράγοντα της εξόδου της χώρας από την κρίση και της μετάβασης σε πλεονάσματα μέσα στο 2012, ένας Προϋπολογισμός με τεράστια εθνική σημασία, η εικόνα της Βουλής δείχνει ακριβώς την κρίση του πολιτικού συστήματος, την κρίση της πολιτικής που μετατρέπεται πάρα πολύ γρήγορα σε κρίση της ίδιας της αντιπροσωπευτικής και κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
Νομίζω ότι κανένας εχέφρων συνάδελφος και καμία συναδέλφισσα δεν μπορεί να μείνει σιωπηλή απέναντι σ’ αυτή την ανάγκη να φωνάξουμε όλοι μαζί ότι είμαστε παρόντες με ευθύνη απέναντι στη χώρα για να δώσουμε απαντήσεις σε κρίσιμα προβλήματα, εάν θέλουμε οι πολίτες να μας ξανακοιτάξουν στα μάτια και να μη μας πετροβολούν.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, το ευρύτερο πολιτικοοικονομικό περιβάλλον μέσα στο οποίο κινείται η χώρα, είναι πάρα πολύ κρίσιμο και είναι και πάρα πολύ βαρύ. Θα ήθελα, λοιπόν, να κάνω μερικές παρατηρήσεις γύρω από αυτό, γιατί πιστεύω ότι εκεί βρίσκεται και αν θέλετε ο μίτος της Αριάδνης για την αντιμετώπιση των προβλημάτων της.
Η πρώτη μου παρατήρηση είναι ότι η οικονομική κρίση δεν είναι εφήμερη ή συγκυριακή. Είναι συστημική, είναι δομική.
Σε τρικυμία βρίσκεται ολόκληρο το οικοδόμημα. Ένα οικοδόμημα που εδράζεται στον καπιταλισμό του καζίνο, στην οικονομία του καζίνο. Ένα οικοδόμημα που εδράζεται σ’ ένα χρηματοπιστωτικό σύστημα, το οποίο στη μεγάλη του πλειοψηφία και κυρίως από τις δυνάμεις που κυριαρχούν οικονομικά στον κόσμο, είναι ένα πλασματικό, μια φούσκα, η οποία έχει επικαθίσει πάνω στην πραγματική οικονομία, με αποτέλεσμα το σπάσιμο της φούσκας να προκαλεί αλυσιδωτές αντιδράσεις.
Και ασφαλώς, είναι φανερό από αυτά που συμβαίνουν στην Ευρώπη αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο, ότι η αναζήτηση μιας νέας ισορροπίας σε παγκόσμιο επίπεδο θα περάσει από 40 κύματα. Απέναντι, λοιπόν, σ’ αυτή την ανάγκη, απέναντι στην ανάγκη να βρούμε έναν καινούργιο δρόμο, γιατί η κρίση είναι δομική, υπάρχει μια απουσία στρατηγικής από τις προοδευτικές δυνάμεις, σχεδόν, σε ολόκληρο τον πλανήτη.
Η δεύτερή παρατήρηση είναι ότι η Ευρώπη για πρώτη φορά μετά από 500 περίπου χρόνια δε βρίσκεται στο επίκεντρο των εξελίξεων. Δεν είναι το θέατρο της παγκόσμιας ισορροπίας. Ο άξονας μεταφέρεται στην Κεντρική και στην Ανατολική Ασία.
Θα έπρεπε χωρίς κοντόφθαλμη αντίληψη, οι ευρωπαϊκές ηγεσίες να δουν ότι ο πολυπολικός κόσμος που σχηματίζεται, με τους μεγάλους πόλους, όπως είναι η Αμερική, η Κίνα, η Ινδία, η Νότια Αφρική, η Βραζιλία, η επανακάμπτουσα Ρωσία,  ο πολυπολικός αυτός κόσμος που θα επέβαλλε και για λόγους μεγέθους και για λόγους ανταγωνισμού μία Ευρώπη ενωμένη στα φυσικά της σύνορα με ομοσπονδιακή οργάνωση εθνών και κρατών, με πλήρεις κυβερνητικούς θεσμούς, εξακολουθεί να παραμένει μια Ευρώπη χωλή, μια Ευρώπη κουτσή, μια Ευρώπη που δε μπορεί να μαζέψει τις δυνάμεις της και να δώσει συνέχεια στο ευρωπαϊκό όραμα.
Η πορεία δυστυχώς είναι αντίστροφη. Το ευρωπαϊκό όραμα υποχωρεί. Το ερώτημα που τέθηκε στο Μάαστριχτ και απαντήθηκε με την ΟΝΕ και το ευρώ επιστρέφει μέσω του γερμανικού imperium. Η Ευρώπη αρχίζει να ξαναζεί το φόβο. Όταν τότε υπήρχε το γκρέμισμα του τείχους του Βερολίνου και το μεγάλο στοίχημα, αν η Γερμανία όταν θα ενωθεί θα ενταχθεί, θα ενσωματωθεί σε μια ευρωπαϊκή συστοιχία κρατών, θα είναι δηλαδή μια ευρωπαϊκή Γερμανία ή θα είναι μια γερμανική Ευρώπη, η αλλαγή των συνθηκών που σήμερα θα επιχειρηθεί από την πλευρά τουλάχιστον της γερμανικής ηγεσίας φαίνεται πολύ καθαρά ότι οδηγείται στην αντίθετη κατεύθυνση από αυτήν της ομοσπονδιακής οργάνωσης εθνών και κρατών, όπως την είχαν οραματισθεί οι Ευρωπαίοι οραματιστές που έχτισαν την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η Ευρώπη, λοιπόν, αρχίζει να ξαναζεί με το φόβο μιας ανακατανομής σε οικονομικό επίπεδο του πλούτου αλλά και των μοντέλων ανάπτυξης, τέτοια που θα καταστήσει δορυφόρους μιας ισχυρής δύναμης, τις ευρωπαϊκές χώρες.
Ωστόσο, πρέπει να ομολογήσουμε, ότι η λύση ή θα είναι ευρωπαϊκή ή δεν πρόκειται να υπάρξει. Η αλλαγή των συνθηκών μπορεί να επιβάλλει όρους συνέπειας, τους οποίους μια χώρα θα μπορούσε κάτω από τη λελογισμένη αντίληψη των πραγμάτων να τους κάνει αποδεκτούς σ’ έναν βαθμό, δε νομιμοποιείται όμως να ακυρώσει μια ένωση ισότιμα θεσμικά κρατών, με ευρωπαϊκή διακυβέρνηση που δουλεύει σκληρά για σύγκληση επιπέδων ανάπτυξης, και όχι για κράτη φόρου υποτελείς στο γερμανικό imperium.
Νομίζω ότι αυτό το θέμα είναι ένα βασικό θέμα, που κρίνει το περιβάλλον μέσα στο οποίο κινείται η χώρα για να βγει από την κρίση.
Είναι, λοιπόν, επείγουσα ανάγκη να υπάρξει ένας εναλλακτικός δρόμος.
Το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα κάποια στιγμή θα συναντήσει σ’ αυτό το δρόμο και θα διευκολύνει την επιτάχυνση για έξοδο από την κρίση αν υπάρχει μια αντίσταση και μια διαμόρφωση εναλλακτικής πρότασης, η οποία όμως απαιτεί μια βασανιστική, σοβαρή, καθημερινή, δύσκολη προσπάθεια.
Το μέτωπο λοιπόν είναι διπλό. Από τη μια μεριά πρέπει η χώρα να σταθεί στα πόδια της για να απαντήσει στην κρίση με όρους που υπαγορεύονται από τον γενικότερο συσχετισμό δυνάμεων αυτής της συγκυρίας. Από την άλλη μεριά, να χαράξει μια εθνική στρατηγική, τέτοια, ώστε στην ευρωπαϊκή της διάσταση να μπορέσει να δώσει απαντήσεις -μαζί με άλλες χώρες, προφανώς γιατί δεν είμαστε Δον Κιχώτες- να δώσει απαντήσεις όσο γίνεται γρηγορότερα, οπότε ο μεσοπρόθεσμος ορίζοντας του 2020 και του 2025 και του 2030, όπου ο καθένας ανάλογα με τη δική του ματιά βλέπει να έρθει πολύ πιο κοντά προκειμένου να υπάρξει ξανά μια κοινωνία ευημερίας. Γιατί νομίζω ότι η κάθε προοδευτική δύναμη προς τα εκεί θα πρέπει να στοχεύει και γι΄ αυτό θα πρέπει να αγωνίζεται απέναντι σε έναν βασανισμένο πολίτη, σε έναν βασανισμένο λαό.
Άρα, λοιπόν, κι εδώ έρχεται το αίτημα της ανάπτυξης, το οποίο επανέρχεται στο επίκεντρο των εξελίξεων. Πιστεύω ότι αυτή η ανάπτυξη απαιτεί και μια μάχη χαρακωμάτων. Δεν είναι μια ανάπτυξη που γίνεται με νόμους, με φετφάδες, δεν είναι μια ανάπτυξη που γίνεται μέσα από προγράμματα που δεν υλοποιούνται. Είναι μια ανάπτυξη της καθημερινής προσπάθειας, η οποία μπορεί και το τελευταίο ευρώ που υπάρχει ως πόρος στη χώρα να το αξιοποιήσει παραγωγικά, προκειμένου να υπάρξει η μεγάλη αλλαγή, που όλοι σήμερα θέλουμε, επιθυμούμε και γι΄ αυτό υποτίθεται ότι αγωνιζόμαστε.
Θα ήθελα με την ευκαιρία αυτή, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, να μιλήσω λίγο για τον αγροτικό χώρο και τη συμμετοχή του σε αυτή την προσπάθεια.
Ο στόχος της ανασύστασης της ελληνικής γεωργίας και η αποφασιστική συμβολή της στην έξοδο από την κρίση και στη θεμελίωση του νέου παραγωγικού μοντέλου, αυτό που εμείς επιδιώκουμε, είναι μια προφανής επιδίωξη.
Στην καρδιά της προσπάθειας είναι η σύγχρονη βιώσιμη και ανταγωνιστική ελληνική γεωργία, μια πραγματικά ελληνική γεωργία και ένα αγροδιατροφικό μοντέλο που αναδεικνύει την ταυτότητα της κάθε περιφέρειας. Οι στόχοι μας και οι πολιτικές που τους υπηρετούν είναι πολύ συγκεκριμένοι.
Ξεκινήσαμε με υψηλό αρνητικό ισοζύγιο στις εισαγωγές-εξαγωγές αγροτικών προϊόντων και τροφίμων. Από το 2009 ως το 2010 είχαμε μείωση πάνω από 20% και το 2011 η εξέλιξη επιταχύνεται και μόνο στα οπωροκηπευτικά για το πρώτο εξάμηνο η αύξηση των εξαγωγών ξεπερνά το 25%. Μέχρι το τέλος του 2013, που τελειώνει η ισχύουσα κοινή αγροτική πολιτική, το ισοζύγιο μπορεί να μετατραπεί σε θετικό, έχουμε όλη τη δυνατότητα, είναι ο πρώτος στόχος μας κι αποτελεί  συμβολή στην έξοδο της χώρας από την κρίση.
Δεύτερον, η αναπτυξιακή μας στρατηγική κινείται σταθερά στην κατεύθυνση υποκατάσταση εισαγωγών, αύξηση εξαγωγών. Χρησιμοποιούμε γι΄ αυτό όλους τους διαθέσιμους πόρους και κυρίως είναι τα 4,5 δισεκατομμύρια ευρώ του Προγράμματος Αγροτικής Ανάπτυξης. Το πρόγραμμα απορρόφησε ήδη το 45% και δε θα έχουμε δυσκολία παρά τις πρόσφατες περικοπές και την αντίσταση των κρατικών μηχανισμών να το απορροφήσουμε στην προγραμματική περίοδο.
Αυτή τη στιγμή στην αγορά του αγροτικού τομέα, σε μια περίοδο τεράστιας έλλειψης ρευστότητας, διατίθενται περίπου 2,5 δισεκατομμύρια ευρώ, σε έργα βελτίωσης κτηνοτροφικών και γεωργικών εκμεταλλεύσεων, σε βιολογική γεωργία, σε μεταποίηση, σε νέους αγρότες, σε γεωργοπεριβαλλοντικές επενδύσεις.
Παράλληλα, σε κάθε περιφέρεια, διαμορφώσαμε το καλάθι των προϊόντων, χρηματοδοτώντας και στηρίζοντας κυρίως τα εξαγωγικά προϊόντα, καθώς και τα προϊόντα ταυτότητας και επάρκειας της τοπικής αγοράς. Ήδη τα Περιφερειακά Συμβούλια εγκρίνουν το ένα μετά το άλλο τα επιχειρησιακά τους σχέδια και τις επόμενες εβδομάδες θα εμφανίσουμε πρότυπα οργάνωσης των δημοπρατηρίων, όπως επίσης και της συμβολαιακής γεωργίας.
Τέταρτο, αυξάνουμε αποφασιστικά και σχεδιασμένα με γνώμονα τις παραγωγικές επενδύσεις και την αναδιάρθρωση, τόσο την απασχόληση στον αγροτικό τομέα, όσο και τις καλλιεργούμενες εκτάσεις. Είναι τραγικό να γνωρίζουμε ότι ένα τεράστιο ποσοστό της ελληνικής γης, όχι μόνο δεν έχει γίνει μέσα από τους κλασικούς αναδασμούς κτήμα αγροτών που μπορούν να καλλιεργούν τη γη, αλλά μένει αδρανές, είναι μια τεράστια παραγωγική δύναμη που είναι αδρανής.
Ξεκινήσαμε τη διανομή και απόδοση για χρήση με συμβολικό ενοίκιο δεκάδων χιλιάδων αγροτεμαχίων, ιδιοκτησίας του Υπουργείου Ανάπτυξης. Η συνολική τους έκταση ξεπερνά μαζί με τα καταπατημένα τα τρία εκατομμύρια στρέμματα, από τα οποία, το ένα εκατομμύριο τουλάχιστον είναι καθαρά. Έχουν αναρτηθεί ήδη 2200 αγροτεμάχια σε διάφορες περιοχές της χώρας και κάθε μέρα που περνάει, από κάθε νομό,  βγαίνουν και κάποια καινούρια στον «αέρα».
Να σας πω που είναι η δυσκολία; Δεν είναι αν τα βγάλαμε στον «αέρα», δεν είναι αν οι αγρότες θέλουν να μπουν σε αυτή τη διαδικασία και κάνουν μαζικά αιτήσεις για τα δύο χιλιάδες πρώτα αγροτεμάχια , μιλάμε για πάνω από έξι χιλιάδες αιτήσεις. Είναι ότι ο ίδιος ο κρατικός μηχανισμός αδυνατεί να ελέγξει γρήγορα,  θα μπορούσε τώρα να είχαμε δώσει όχι δύο χιλιάδες, αλλά να είχαμε δώσει είκοσι χιλιάδες αγροτεμάχια, πενήντα χιλιάδες αγροτεμάχια. Θα επανέλθω όμως σε αυτό στο τέλος, γιατί είναι πάρα πολύ κρίσιμο.
Μειώσαμε 26% τις δημόσιες δαπάνες στο Υπουργείο και ενοποιήσαμε σε ενιαίο φορέα τους τέσσερις οργανισμούς που αφορούσαν την έρευνα, την κατάρτιση, την εκπαίδευση, την πιστοποίηση και τον έλεγχο. Έτσι ο μηχανισμός υποστήριξης του αγρότη αποκτά ένα συγκεκριμένο περιεχόμενο.
Προχωράμε στην οριστική αντιγραφειοκρατική και άμεση ρύθμιση της αδειοδότησης των σταβλικών εγκαταστάσεων, λύνοντας ένα επείγον και πολύχρονο ζήτημα που ταλανίζει την ελληνική κτηνοτροφία. Τα μέσα επίτευξης αυτών των στόχων που είναι κρίσιμοι, που είναι τωρινοί, που είναι παραγωγικοί, που σπρώχνουν τον αγροτικό κόσμο κι αυτούς που σήμερα ξαναγυρίζουν στις περιοχές τους στην αγροτική παραγωγή, απαιτούν ταυτόχρονα, όπως είπα προηγούμενα, για το κράτος βαθιές διαρθρωτικές αλλαγές στις δομές και τους θεσμούς, που έχουν απελπιστική υστέρηση και γίνονται τροχοπέδη σε κάθε πολιτική μας.
Όλοι γνωρίζετε το νόμο για τους συνεταιρισμούς, όλη τη συζήτηση που προκάλεσε. Είπε προηγούμενα, ο συνάδελφος από το ΚΚΕ για τις Ενώσεις και τη λειτουργία τους σε ότι αφορά τα δικαιώματα και το ότι παίρνουμε χαράτσι από τους αγρότες για ένα θέμα και για το οποίο έχουν πληρωθεί από εθνικό πρόγραμμα μέσα από συγκεκριμένη διαγωνιστική διαδικασία. Αυτή την παραβατική,  την παράνομη, πρακτική ακολουθεί ένα τεράστιο κομμάτι του κρατικού μηχανισμού εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Αν δεν ανατραπούν αυτές οι δομές, δεν υπάρχει περίπτωση να υπάρξει παραγωγική αξιοποίηση των πόρων.
Παρεμβαίνουμε στην αλυσίδα της παραγωγής θεσμοθετώντας δημοπρατήρια, αγροδιατροφικές συμπράξεις, συμβολαιακή γεωργία. Ξέρετε τι δυσκολία υπάρχει στην οργάνωση των ανθρώπων που πρέπει να πάνε να συναντηθούν με τους άλλους παραγωγούς, να συναντηθούν με την Αυτοδιοίκηση, με τις Περιφέρειες; Ξέρετε πόσο δυσκίνητος είναι ο κρατικός μηχανισμός και πόσο δύσκολα περνάει μια πολιτική απόφαση ή μια κατεύθυνση από έναν Περιφερειάρχη, από ένα Περιφερειακό Συμβούλιο;
Ξέρετε ότι τα Περιφερειακά Συμβούλια, μέσα στην κρίση της δημοκρατίας που έχουμε, είναι καθαρά πολιτικά όργανα που δεν έχουν αναπτυξιακό χαρακτήρα, γιατί οι παρατάξεις που βρίσκονται εκεί αντιγράφουν τον κοινοβουλευτικό διάλογο και τις πολιτικές των κομμάτων με γενικότητες χωρίς να εξειδικεύουν επί της ουσίας τις αναπτυξιακές στρατηγικές και άρα να εκμεταλλευτούν τα μέσα και τις δυνατότητες που τους δίνει το κράτος, που τους δίνει σήμερα η χώρα, για να αναπτύξουμε περιφερειακά την Ελλάδα;
Το πρόβλημά μας δεν είναι πια αν θα είναι κεντρικός ή περιφερειακός ο σχεδιασμός, είναι ότι δεν μπορεί να υλοποιηθεί ο σχεδιασμός. Γι΄ αυτό, θα ήθελα εδώ να κάνω μια παρατήρηση και θα σας πω κάτι που είναι πάρα πολύ απλό για να καταλάβετε που είναι το μεγάλο πρόβλημα.
Όταν ήταν η Κυβέρνηση Μητσοτάκη, αν δεν κάνω λάθος, είχε φέρει μια Διεθνή Επιτροπή για να κάνει μία αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας. Ξαναφέραμε μια Διεθνή Επιτροπή το 1996-1997 με την Κυβέρνηση Σημίτη και άλλη μία στην αρχή του 2000. Και οι τρεις Επιτροπές κατέληξαν σε ένα πάρα πολύ απλό συμπέρασμα: Εάν τα νομίμως χρωστούμενα ήταν καταβληθέντα από την άποψη των φορολογικών εσόδων, δε θα είχε κανένα πρόβλημα η ελληνική οικονομία.
Και λέω εγώ, που δε νοιώθω Ελλαδίτης, θέλω να νοιώθω Έλληνας, που είναι ένα κράτος που ιδρύθηκε χρεωμένο και γεννήθηκε για να ξεπληρώσει το χρέος και μετά από τόσες δεκαετίες δεν κατάφερε ακόμα να είναι εντάξει απέναντι στην εκπλήρωση αυτού του χρέους και δεν είναι χρέος οικονομικό απέναντι σε δανειστές, είναι χρέος απέναντι στον ελληνικό λαό, πως αυτό το κράτος λοιπόν ακόμα και σήμερα μπορεί να αντιστέκεται με τέτοιο τρόπο;
Και λέω εγώ, τι θα μπορούσε να κάνει μια Κυβέρνηση ευρύτερης συμπαράταξης και θα έλεγα και η Αριστερά θα μπορούσε να ενισχύσει αυτή την προσπάθεια; Να υπάρξει μια συναίνεση σ’ αυτές τις αλλαγές, να υπάρξει μια πραγματική ανατροπή, να υπάρξει μια προοδευτική αλλαγή σε έναν κρατικό μηχανισμό που να γίνει Ελλάδα, που πρέπει να πάψει να είναι κράτος Ελλαδιτών και να γίνει κράτος Ελλήνων.
Γιατί οι Ελλαδίτες είναι αυτοί που βγάζουν τα χρήματά τους έξω σε ευρώ και παρακαλούν να έρθει η δραχμή για να έρθουν να λεηλατήσουν τη χώρα. Γιατί Ελλαδίτες είναι οι νομενκλατούρες, οι οποίες εμποδίζουν τις κοινωνικές δυνάμεις να διεκδικήσουν ένα επίπεδο ευημερίας.
Γιατί Ελλαδίτες είναι αυτοί όπου παίρνοντας το αξίωμα στο θεσμό από τη Βουλή μέχρι τον τελευταίο ή από τον κυβερνητικό θώκο μέχρι την τελευταία καρέκλα δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να αναπαράγουν απλά την εξουσία τους χωρίς να υπάρχει καμία διάσταση προσφοράς ή αίσθησης ότι μπορεί αυτή η χώρα να δώσει απαντήσεις και λύσεις στα προβλήματά του. Και μετά ρωτάμε, γιατί ο λαός πετά πέτρες στο πολιτικό σύστημα.  
Εγώ, λοιπόν, λέω ότι αυτή η Κυβέρνηση και αυτός ο προϋπολογισμός ίσως είναι μια μεγάλη ευκαιρία να δώσουμε μια μάχη από άλλο επίπεδο, να δώσουμε μια μάχη πρώτα για τις πολιτικές, για ένα εθνικό σχέδιο ουσίας και μετά για τις πρακτικές μας. Να δώσουμε μια μάχη να κατοχυρώσουμε θεσμούς μέσα στους οποίους ο πολιτικός διάλογος ξαναζωντανεύει, γίνεται ζωογονητική δύναμη, να δώσουμε μια μάχη μετά και να δούμε. Να φύγουμε όλοι οι παλιοί και να έρθουν όλοι οι καινούργιοι να λύσουν τα προβλήματα. Αλλά μέχρι να γίνει αυτό, δυστυχώς, η πατρίδα μας δεν θα μπορεί να σταθεί στα πόδια της.
Εγώ, λοιπόν, δεν είμαι υπέρ των καλλιστείων, ούτε των προσωπικών στρατηγικών, είμαι υπέρ παρατάξεων και συλλογικών προσπαθειών, με προγράμματα, με αντιθέσεις, με αντιπαραθέσεις, με συνθέσεις και προπαντός με προσφορά, γιατί η πολιτική δεν θα ξυπνήσει στο φωτισμένο κεφάλι κανενός από εμάς, ούτε στο δικό μου. Θα ξαναγεννηθεί με συλλογική προσπάθεια.
Αυτό πρέπει να είναι το μήνυμα που θα φύγει απ’ αυτή την ψηφοφορία σ’ αυτό τον προϋπολογισμό.

Σας ευχαριστώ.

This Post Has 0 Comments

Αφήστε μια απάντηση

Back To Top
×Close search
Search